της Σώτη Τριανταφύλλου
Ηνωμένες πολιτείες, καλοκαίρι 2020: δύο ξεχωριστοί πληθυσμοί Αμερικανών με διαφορετικές αφηγήσεις για την ιστορία, για το παρόν και για τον ίδιο τους τον εαυτό. Και με το καθένα από τα δύο παραδοσιακά κόμματα να καλύπτει, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, τους εμπόλεμους πληθυσμούς. Οι Ρεπουμπλικανοί φαίνονται πρόθυμοι να συμπεριλάβουν όλους ανεξαιρέτως τους ακροδεξιούς λούμπεν, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα επεκτείνεται στους Antifa και στην άκρα αριστερά, που, μέσα στα φρούρια της αποκαθήλωσης των μνημείων, κι από αμάθεια, βανδάλισε το άγαλμα του Θερβάντες στο Σαν Φρανσίσκο. Σε αυτό το πλαίσιο, τύπου Ταλιμπάν, εκτυλίσσεται η προεκλογική περίοδος, χωρίς πραγματική προεκλογική εκστρατεία, με τον Αμερικανό πρόεδρο να αποκόπτεται εντελώς από την πολιτική και να ενεργεί ως το κακόβουλο και βλακώδες άτομο που είναι.
Ενώ ετοιμαζόταν να παίξει, με τον τρόπο του, το πολιτικό παιχνίδι- να στηριχτεί στην ευνοϊκή οικονομική συγκυρία και να επανεκλεγεί- η τύχη του γύρισε. Προσδοκούσε ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις με πολλά σημαιάκια και καπέλα και μπαλόνια που του αρέσουν, αλλά εξαιτίας της επιδημίας και των Δημοκρατικών τρολ οι προεκλογικές συγκεντρώσεις ανεστάλησαν: στη θέση τους έγιναν διαδηλώσεις. Ξαφνικά, όλα του πάνε στραβά: ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει αντιληφθεί ότι, σύμφωνα με την job description του προέδρου, υποχρεώνεται να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα κι ότι τα προβλήματα δεν λείπουν ποτέ. Καθώς πιστεύει ή πίστευε, στην καλή του τύχη, η στρατηγική τού φαινόταν περιττός κόπος- για αυτό, κάνει το αντίθετό από ό,τι υπαγορεύει το αξίωμά του: επιτίθεται σε όσους δεν τον εμπιστεύονται και δείχνει ενόχους (για όλα φταίνε οι Δημοκρατικοί, η Κίνα, ο ΠΟΥ, η άκρα αριστερά, οι ελίτ των πανεπιστημίων, μερικοί από τους συνεργάτες του, πρώην και νυν), αποποιούμενος οποιαδήποτε ευθύνη. Τι λογής πρόεδρος είναι τούτος που υφίσταται παθητικά την επίδραση και τον αντίκτυπο τόσων εξωτερικών παραγόντων;
Είναι τέτοια η έλλειψη στελεχών στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ώστε συσπειρώνονται γύρω από τον Ντόναλντ Τραμπ: τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν ανεδείχθη κάποιος άλλος νεότερος και αξιοπρεπέστερος Ρεπουμπλικανός. Αλλά δεν είναι μόνο η έλλειψη στελεχών που οδήγησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το ήμισυ του πληθυσμού στον Τραμπ: είναι το ότι συμφωνούν με τις ιδέες του, επικροτούν το στιλ και το θράσος που δεν έχουν απαραιτήτως οι ίδιοι. Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί δεν τολμούν να ξεστομίσουν και να κάνουν όσα κάνει ο Τραμπ αποξενώνοντας και προκαλώντας τόση αγανάκτηση σε τόσους πολλούς Αμερικανούς. Κατά κάποιον τρόπο, είναι η μαριονέτα ενός εγγαστρίμυθου.
Ο φόβος του σοσιαλισμού ήταν πάντοτε διάχυτος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συχνά μεταφράζεται σε αντιευρωπαϊσμό: οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν θέλουν να γίνουν by default σοσιαλδημοκράτες, ή συνδικαλιστές και απεργοί σαν τους Ευρωπαίους. Η πίεση προς την ευρωπαϊκή σοσιολδημοκρατία, την οποία ασκούν οι δημοκρατικές ελίτ, πυροδοτεί βίαιη αντίρροπη δύναμη που βασίζεται σε πολύ απλές ιδέες και επιθυμίες. Τις οποίες ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Έτσι, όσο διευρύνεται το κίνημα της πολιτικής ορθότητας με τις υπερβολές και τις τρέλες του, οι Ρεπουμπλικανοί θα αντιδρούν με όλο και δεξιότερες αντιλήψεις και πρακτικές. Ήδη προσπαθούν με ευτελή μέσα να αποδείξουν ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι ένας ξεμωραμένος γέρος ο οποίος μάλιστα τσίμπησε, ως μη όφειλε, τα οπίσθια μια κυρίας το 1983. Αν και δεν κρύβουν τον σεξισμό τους, κατηγορούν τον πολιτικό αντίπαλο για σεξουαλική παρενόχληση: χρησιμοποιούν δηλαδή την πολιτική ορθότητα ως όπλο κατά του εχθρού ο οποίος την προωθεί. Το βρίσκω νόστιμο.
Όχι ότι οι Δημοκρατικοί έχουν ενδοιασμούς. Αν τους δινόταν η ευκαιρία ενός Γουοτεργκέιτ με στόχο τους Ρεπουμπλικανούς, θα είχαν κάνει τη διάρρηξη με τον ενθουσιασμό του σταυροφόρου του Καλού. Η σταυροφορία του Καλού δεν φτούρησε στην υπόθεση της συμπαιγνίας Τραμπ- Πούτιν (που φαινόταν εξαρχής κομματάκι τραβηγμένη), ούτε στα περί σεξουαλικών σκανδάλων με τα χρυσά ντους κι άλλες αηδίες. Εν πάση περιπτώσει, στον Λευκό Οίκο κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικανοί και στον δρόμο οι Δημοκρατικοί- το θέμα είναι πώς μπορεί να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος, ψυχρός ή θερμός.
Κατ’ αρχάς, χρειάζεται σκληρότερη προσπάθεια από την πλευρά του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών να ενώσουν τους αντι- Τραμπ ψηφοφόρους, να πείσουν τους αδιάφορους και τους συστηματικά απέχοντες προκειμένου να γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους και, προπάντων, να προσελκύσουν τους μετριοπαθείς που ταλαντεύονται σε ένα είδος no man’s land. Στηρίζοντας τον πολιτικό τους λόγο στον «αντιρατσισμό», οι Δημοκρατικοί διαπράττουν ένα λάθος που στοιχίζει ακριβά στις ΗΠΑ: ο αντιρατσισμός έχει χτιστεί σε ένα ιστορικό υπόλειμμα και εκδηλώνεται με βολονταρισμό, με βιασύνη να εκθεμελιωθεί «εδώ και τώρα» η ιστορία, η παράδοση και τα απομεινάρια της. Αυτό το «εδώ και τώρα» δεν πρέπει να συμβεί και γυρίζει σαν μπούμεραγκ.
Δεν είμαι ποτέ πολύ αισιόδοξη για τις ΗΠΑ. Όπως έχω ξαναγράψει, νομίζω ότι τόσο ο αμερικανικός καπιταλισμός όσο και τα αντικαπιταλιστικά κινήματα (τα οποία επιμένουν σε «μη- θέσεις» όπως είναι ο αντιρατσισμός και το μίσος για την αστυνομία) δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν. Μια αισιόδοξη σκέψη θα ήταν το ενδεχόμενο διαρροών από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: αν και πολλοί Ευρωπαίοι δυσπιστούν, δεν είναι όλοι οι Ρεπουμπλικανοί θρησκομανείς και ηλίθιοι. Η τάση του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να συγκεντρώση alt-right, τους ευαγγελιστές και μέλη αιρέσεων με αλλόκοτες πεποιθήσεις. Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί έχουν τέσσερις μήνες για να τροποποιήσουν τη ρητορική τους, η οποία, με το πέρασμα του χρόνου, έχει εκπέσει στην αριστερή ηθικολογία, την τόσο προσφιλή στους πολυπτυχιούχους και στους εικοσάρηδες. Οι υπόλοιποι Αμερικανοί ενοχοποιούνται μία για το ένα, μία για το άλλο: με τη διαλεκτική των ενόχων και των θυμάτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί δημοκρατική ομόνοια και να γίνουν νηφάλιες εκλογές. Κανείς δεν ψηφίζει ένα κόμμα που τον θεωρεί «bad guy», ίσως μάλιστα να μη το ψηφίζει και στην περίπτωση που τον βλέπει σαν θύμα.