του Κωνσταντίνου Φίλη*
Η Αίγυπτος έχει υπάρξει αρκετά φοβική απέναντι στην Τουρκία και απρόθυμη να συγκρουστεί μαζί της, χάριν της διευθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα. Επίσης, η παρείσφρηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο αιγυπτιακό υπουργείο Εξωτερικών και δη από τη θέση των χαρτογράφων, εμπόδιζε την τελεσφόρηση των συνομιλιών. Σε πρόσφατη συνάντηση του νυν υπουργού Εξωτερικών της Αιγύπτου, Σούκρι, με πρώην έλληνα υπουργό Εξωτερικών ειπώθηκε μέσα στις άκρες πως δεν έχουμε πρόβλημα με την Τουρκία και τον λαό της, παρά μόνο με τον Ερντογάν. Και πράγματι για τον Αλ Σίσι, η εγχώρια αμφισβήτηση και η ενδεχόμενη ανατροπή του θα μπορούσε να προέλθει μόνο από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, με τους οποίους συνδέεται οργανικά η Τουρκία του Ερντογάν. Άρα, σε σημαντικό βαθμό, η επιβίωση του καθεστώτος εξαρτάται από την εξουδετέρωση μιας οργάνωσης, που έχει απλώσει εδώ και δεκαετίες τα πλοκάμια της στην αιγυπτιακή κοινωνία, ειδικότερα στα φτωχότερα στρώματα. Εδώ ακριβώς συνίσταται ο κυριότερος λόγος της αντιπαράθεσης με την Τουρκία.
Δεδομένων, μάλιστα, των συνεπειών της πανδημίας στην αιγυπτιακή οικονομία, ο πρόεδρος Αλ Σίσι κινδυνεύει να καταστεί αντιδημοφιλής σε έναν πληθυσμό που πλέον ξεπερνάει τα 100 εκατομμύρια. Ο τουρισμός θα πληγεί σοβαρά, το συνάλλαγμα των Αιγύπτιων του εξωτερικού (σημαντική πηγή στήριξης για αρκετές οικογένειες) θα περιοριστεί και οι υψηλές προσδοκίες για την ταχεία ανάπτυξη των φυσικών πόρων (ειδικότερα μετά την ανακάλυψη του κοιτάσματος Ζορ) έχουν ήδη μετριαστεί. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτηθούν επιπλέον κεφάλαια από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, που, όμως, με τη σειρά τους θα εξορθολογίσουν τις δαπάνες για τη στήριξη φιλικών καθεστώτων. Επίσης, η αναγκαστικά βαθύτερη εμπλοκή στον πόλεμο της Λιβύης για να στηριχθεί το καθεστώς της Κυρηναϊκής – με ή χωρίς τον Χάφταρ – συνεπάγεται την κινητοποίηση οικονομικών και ανθρώπινων πόρων, που υπό άλλες συνθήκες θα χρησιμοποιούνταν, μεταξύ άλλων, στην εξόντωση τζιχαντιστικών δυνάμεων που δρουν στο Σινά. Προφανώς, ο Αλ Σίσι ήθελε να αποφύγει στην παρούσα συγκυρία να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο, αυτή τη φορά στη Λιβύη, αλλά από την άλλη, η εγκαθίδρυση της Τουρκίας δεν του αφήνει περιθώρια. Επακόλουθα, ανέλαβε διπλωματική πρωτοβουλία, που αρχικά έπεσε στο κενό, προτείνοντας κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτικές συνομιλίες.
Ένα ακόμη ζήτημα που διχάζει Άγκυρα – Κάιρο είναι η πρωτοκαθεδρία στον μουσουλμανικό, σουνιτικό κόσμο. Η πρώτη, παρά τις προσπάθειες απομόνωσής της από τις μοναρχίες του Κόλπου λόγω της ταύτισής της με το Κατάρ, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη απήχηση στις μουσουλμανικές κοινωνίες τόσο λόγω της στήριξης του παλαιστινιακού στοιχείου και της δαιμονοποίησης του Ισραήλ αλλά και της έμφασης που δίνει στην ηθικά υπεροχή του Ισλάμ, της φασαρίας που κάνει για τα δικαιώματα των μουσουλμάνων (από την Ευρώπη μέχρι τους Ροχίνγκια, τους Τατάρους και τους Ουιγούρους) όσο και των ερεισμάτων που έχει αποκτήσει σε μία μεγάλη γεωγραφική ακτίνα μουσουλμανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Αφρικής. Η Αίγυπτος ως το μεγαλύτερο αραβικό κράτος ασφαλώς έχει λόγους να ανακόψει αυτή τη δυναμική. Η αποφασιστικότητά της θα κριθεί και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου της δίνεται η ευκαιρία να φρενάρει τον τουρκικό αναθεωρητισμό (και) μέσα από μία συμφωνία με την Ελλάδα.
*εκτελεστικός διευθυντής του ΙΔΙΣ