του Μιχάλη Σαρλή*
Η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης και η επιθετική πολιτική της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο συνδέονται άμεσα με την όλο και βαθύτερη εμπλοκή της στις πρόσφατες κρίσεις της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτήν την δεκαετία των κρίσεων, από την έναρξη των αραβικών εξεγέρσεων και με καταλυτικό γεγονός τον πόλεμο στην Συρία, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει υποστεί μια δομική μετάλλαξη. Αντιλαμβανόμενη τις αραβικές εξεγέρσεις και κυρίως την κρίση στην Συρία ως μια μεγάλη ευκαιρία να απλώσει την περιφερειακή της επιρροή, η Άγκυρα αντέστρεψε την τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή και από την αποφυγή των κρίσεων της περιοχής κινήθηκε με ταχύτητα προς την εμπλοκή, με άξονες το σουνιτικό Ισλάμ και την πολιτική της καθεστωτικής αλλαγής στην Δαμασκό.
Στην αρχή του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, είχε δηλώσει στο τουρκικό κοινοβούλιο πως «μια νέα Μέση Ανατολή πρόκειται να γεννηθεί και εμείς θα είμαστε ιδιοκτήτης, πρωτοπόρος και υπηρέτης αυτής της νέας Μέσης Ανατολής». Πράγματι, η παρέμβαση της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας αντανακλούσε αυτήν την φιλοδοξία. Από τον Μάρτιο έως και τον Αύγουστο του 2011 η Τουρκία είχε προσπαθήσει να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο, προσδοκώντας πως οι έως τότε καλές σχέσεις Άγκυρας-Δαμασκού θα έπειθαν τον Μπασάρ αλ Άσαντ να προχωρήσει σε πολιτικές υποχωρήσεις προς την αντιπολίτευση. Με αυτόν τον τρόπο, η Άγκυρα ήλπιζε σε αναβάθμιση του περιφερειακού της ρόλου, αλλά και σε μεγαλύτερη πολιτική συμμετοχή της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της ισλαμιστικής οργάνωσης με την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν διατηρεί στενές επαφές σε περιφερειακό επίπεδο.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2011 η τουρκική επιδίωξη οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα τη μεταστροφή της πολιτικής της Άγκυρας ως προς τον Μπασάρ αλ Άσαντ και την κρίση στην Συρία. Η Τουρκία προσέφερε την στήριξή της προς τους Σύριους αντικαθεστωτικούς και έθεσε την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στο επίκεντρο της συριακής πολιτικής της. Είναι πλέον σαφές πως έως τις αρχές του 2012, η κυβέρνηση Ερντογάν έβλεπε την κλιμάκωση του συριακού εμφυλίου πολέμου ως ευκαιρία για την επέκταση της τουρκικής πολιτικής επιρροής στην Συρία αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες και συγκεκριμένα από την συρο-τουρκική κρίση του 1957, η Άγκυρα ενεπλάκη με τόσο έντονο τρόπο σε μια μεγάλη κρίση στο σύστημα της Μέσης Ανατολής. Ο στόχος της ανατροπής του συριακού καθεστώτος ωθούσε ταυτοχρόνως σε ανατροπή της τουρκικής πολιτικής που χαρακτηριζόταν από την διατήρηση απόστασης ασφαλείας από τις πολλές και επικίνδυνες κρίσεις της περιοχής. Στην διάρκεια αυτής της μεταστροφής, η κυβέρνηση του ΑΚΡ άρχισε να μετατοπίζει όλο και περισσότερο στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής το σουνιτικό Ισλάμ με στόχο την διεύρυνση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή.
Κατά την άσκηση της νέας πολιτικής της στην συριακή κρίση, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά για την Άγκυρα. Στην προσπάθειά της να επεκτείνει την επιρροή της νοτίως των συνόρων της, από τη Μεσόγειο και την Δαμασκό έως το βόρειο Ιράκ, η κυβέρνηση Ερντογάν βασίστηκε σε μια γρήγορη ανατροπή του αλαουιτικού καθεστώτος των Άσαντ και στην ανάδυση μιας νέας σουνιτικής κυβέρνησης με την συμμετοχή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ωστόσο, η στρατιωτική στήριξη που έλαβε το καθεστώς Άσαντ από τους περιφερειακούς του συμμάχους -το Ιράν, την Ρωσία και την Χεζμπολά του Λιβάνου- έδωσαν την δυνατότητα στον Μπασάρ αλ Άσαντ να αντέξει και να διατηρηθεί στην εξουσία. Επιπλέον, η υποχώρηση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων από την βόρεια Συρία, εν μέρει για να υποστηριχθεί το καθεστώς στα αστικά κέντρα της χώρας, αλλά και ως αντίδραση στη μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής, δημιούργησε αυτομάτως ένα νέο κουρδικό ζήτημα για την Άγκυρα, αυτήν την φορά στα συρο-τουρκικά σύνορα. Από τον Ιούλιο του 2012, μετά την αποχώρηση των κυβερνητικών δυνάμεων, οι μονάδες του συρο-κουρδικού YPG διεύρυναν τον έλεγχό τους κατά μήκος των συνόρων έως ανατολικά του Χαλεπιού.
Την ίδια ακριβώς περίοδο κατά την οποία η Άγκυρα έβλεπε την ανάδυση του κουρδικού ζητήματος στα σύνορα με την Συρία, ο σχηματισμός κυβέρνησης στο Κάιρο από την αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνηση Ερντογάν να ελπίζει πως η νέα πολιτική της, με άξονα το σουνιτικό Ισλάμ, θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη και να αναβαθμίσει την περιφερειακή της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως έναν χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2013, η Άγκυρα είδε τις φιλοδοξίες να εξανεμίζονται μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Μόρσι από τις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις.
Ταυτοχρόνως, η εμπλοκή της Άγκυρας στην αιγυπτιακή κρίση είχε φέρει την Τουρκία σε διένεξη με την Σαουδική Αραβία, η οποία αντιμετωπίζει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ως ιδεολογικό και περιφερειακό εχθρό και είχε στηρίξει ευθέως την ανατροπή Μόρσι από τις ένοπλες δυνάμεις της Αιγύπτου. Μετά την αιγυπτιακή κρίση του 2013, η διένεξη Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας θα εξελισσόταν σε περιφερειακή αντιπαράθεση, όχι πλέον μόνο για το μέλλον της Αιγύπτου, αλλά και για την σουνιτική ηγεμονία στη νέα Μέση Ανατολή. Σε αυτήν την περιφερειακή αντιπαράθεση, η Τουρκία συνέκλινε στρατηγικά με το Κατάρ, το οποίο επίσης διατηρεί στενές επαφές με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και επιχειρεί να απαγκιστρωθεί από την σαουδαραβική περιφερειακή πολιτική.
Συνεπώς, η άμεση και βαθιά εμπλοκή της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στις εσωτερικές κρίσεις της Συρίας και της Αιγύπτου μέσω της προσπάθειας καθεστωτικής αλλαγής στην Δαμασκό και της μετατόπισης του σουνιτικού Ισλάμ στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, έφεραν την Τουρκία στο επίκεντρο ενός πλέγματος ανταγωνισμών και διενέξεων που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες, όπως ο περιφερειακός ανταγωνισμός του Ιράν με την Σαουδική Αραβία και η περιφερειακή διένεξη της Σαουδικής Αραβίας με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Επιπλέον, η εμπλοκή της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή έβαλε την Τουρκία στο εσωτερικό του ενδο-ισλαμικού ρήγματος ανάμεσα στις σουνιτικές και σιιτικές κοινότητες της περιοχής, ένα ρήγμα που είχε διευρυνθεί μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 και τον σεχταριστικό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε.
Ως αποτέλεσμα, από το 2013 έως το 2016, στην προσπάθειά της να διαχειριστεί το ρευστό και σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο η ίδια είχε ενεργά εμπλακεί, η Τουρκία βρέθηκε σε υπερένταση. Ενώπιον αυτών των ρευστών και σύνθετων συνθηκών και με το Σύνδρομο των Σεβρών να αναβιώνει εκ νέου λόγω της κουρδικής ανάδυσης στην βόρεια Συρία, η Άγκυρα δεν υποχώρησε, αλλά διατήρησε την εμπλοκή της. Εκμεταλλεύτηκε και ενίσχυσε την δραστηριότητα ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων που είχαν αναδυθεί στην εμπόλεμη Συρία με στόχο τον περιορισμό των Κούρδων και ήλθε σε ευθεία αντιπαράθεση με την Ρωσία μετά την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού από την τουρκική πολεμική αεροπορία πάνω από την βόρεια Συρία τον Νοέμβριο του 2015. Συνεπώς, έως το 2016, η τουρκική εμπλοκή στον συριακό πόλεμο και στην αιγυπτιακή κρίση είχε φέρει την Τουρκία σε περιφερειακή αντιπαράθεση με το Ιράν, την Ρωσία, την Σαουδική Αραβία, ενώ οι σχέσεις της με το Ισραήλ παρέμεναν «παγωμένες». Υπό αυτό το πρίσμα, η τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή είχε οδηγηθεί σε σειρά αδιεξόδων και η Άγκυρα βρισκόταν σε περιφερειακή απομόνωση.
Η εμβάθυνση της τουρκικής εμπλοκής στην Συρία
Η αναζήτηση της Άγκυρας για διέξοδο από τους δύσκολους περιφερειακούς συσχετισμούς και η ευκαιρία που είδε η Μόσχα για απαγκίστρωση της Τουρκίας από την Δύση είχαν ως αποτέλεσμα, από το 2016, την ρωσο-τουρκική συνεννόηση, η οποία σύντομα εξελίχθηκε σε στρατηγική προσέγγιση. Μόσχα και Άγκυρα βρήκαν κοινό σημείο επαφής στην αντίθεσή τους προς την αμερικανική πολιτική στην Συρία, αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτή η εξέλιξη έδωσε κρίσιμο πεδίο ελιγμών στην κυβέρνηση Ερντογάν και προσέδωσε νέα δυναμική στην πολιτική της Άγκυρας ως προς τον συριακό πόλεμο. Η στρατηγική προσέγγιση Άγκυρας-Μόσχας με επίκεντρο την Συρία θα βασιζόταν, έκτοτε, στην επιδίωξη των δύο πλευρών για εκπλήρωση των περιφερειακών τους στόχων με παράλληλη οριοθέτηση κανόνων και υποχωρήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα προχώρησε σε εμβάθυνση της εμπλοκής της στην Συρία, με μετατόπιση πλέον του βασικού της στόχου. Νέος στόχος της συριακής πολιτικής της Τουρκίας δεν ήταν η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, κάτι που άλλωστε ήταν εκτός ορίων από την ρωσική πλευρά, αλλά ο περιορισμός της κουρδικής επέκτασης στην βόρεια Συρία. Εξάλλου, η πολιτική της πόλωσης που είχε επιλέξει το ΑΚΡ ενόψει των επαναληπτικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2015 και ο τερματισμός της κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας και το PKK, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές επιτυχίες του συρο-κουρδικού YPG στην βόρεια Συρία, έστρεφαν το βάρος της τουρκικής πολιτικής προς το κουρδικό ζήτημα.
Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται σαφές πως μετά το 2016, στο πλαίσιο της στρατηγικής προσέγγισης με τη Μόσχα, αλλά και των γενικότερων εξελίξεων στο κουρδικό εντός και εκτός των συνόρων της, η Άγκυρα αποδέχθηκε «σιωπηρά» την παραμονή του Μπασάρ αλ Άσαντ στην Δαμασκό και έστρεψε το βάρος της στην ακύρωση των αυτονομιστικών φιλοδοξιών των Κούρδων της Συρίας. Η σύνθετη γεωπολιτική πραγματικότητα και η διέξοδος που είχε προσφέρει η προσέγγιση με την Ρωσία είχαν θέσει τέλος στην επιθετική πολιτική της Άγκυρας όσον αφορά την καθεστωτική αλλαγή στην Δαμασκό, ταυτοχρόνως όμως είχαν ενισχύσει την επίσης επιθετική πολιτική της στην βόρεια Συρία απέναντι στους Κούρδους.
Αυτό κατέστη σαφές από την ακόλουθη εμβάθυνση της τουρκικής εμπλοκής στον συριακό πόλεμο και τις διαδοχικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησε η Άγκυρα στην βόρεια Συρία μετά το 2016. Η πρώτη στρατιωτική επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από τον Αύγουστο του 2016 έως τον Μάρτιο του 2017 υπό την ονομασία «Ασπίδα του Ευφράτη» κατά την οποία τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν μια περιοχή βορειοανατολικά του Χαλεπιού και δυτικά του Ευφράτη, από την Τζαράμπλους έως το Αλ-Μπαμπ. Εν τω μεταξύ, από τον Οκτώβριο του 2017 και στο πλαίσιο συμφωνιών με την Ρωσία και το Ιράν -Διαδικασία της Αστάνα και στην συνέχεια, το 2018, με την Συμφωνία του Σότσι- για την αποκλιμάκωση στην περιοχή του Ιντλίμπ, η Τουρκία ανέπτυξε δυνάμεις της στο βόρειο κομμάτι της επαρχίας, όπου και έστησε παρατηρητήρια (observation posts) για τον έλεγχο της συμφωνίας.
Η δεύτερη τουρκική εισβολή, η επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας», πραγματοποιήθηκε κατά τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2018 και οι τουρκικές δυνάμεις απώθησαν Κούρδους μαχητές του YPG και κατέλαβαν την περιοχή του Αφρίν, βορειοδυτικά του Χαλεπιού. Η τρίτη στρατιωτική εισβολή, η επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης», πραγματοποιήθηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 2019 με αποτέλεσμα την κατάληψη μιας κουρδικής περιοχής στην βορειοανατολική Συρία ανατολικά του Ευφράτη, από το Ταλ Αμπιάντ έως το Ρας αλ Άιν, και τον εκτοπισμό χιλιάδων Κούρδων μαχητών και πολιτών. Αυτή η τρίτη τουρκική εισβολή στη βορειοανατολική Συρία, η οποία πραγματοποιήθηκε με το «πράσινο φως» της διακυβέρνησης Τραμπ, είχε ως αποτέλεσμα μια νέα ρωσο-τουρκική συμφωνία που μετέτρεψε ολόκληρη την βόρεια Συρία, από την βορειοδυτική επαρχία του Ιντλίμπ έως τα σύνορα με το Ιράκ, σε ένα εξαιρετικά σύνθετο πεδίο, όπου πλέον βρίσκονται ένοπλες δυνάμεις της Συρίας, της Ρωσίας, της Τουρκίας, οι κουρδικές δυνάμεις (Syrian Defense Forces), η αντικαθεστωτική παραστρατιωτική οργάνωση Syrian National Army και οι ακραίοι ισλαμιστές της Hayat Tahrir al-Sham.
Η επαρχία του Ιντλίμπ, η οποία κατά τον Φεβρουάριο του 2020 έγινε πεδίο ευθείας στρατιωτικής σύγκρουσης ανάμεσα στις τουρκικές και τις συριακές δυνάμεις με δεκάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές, ενώ έθεσε και σε προσωρινή αμφισβήτηση την ρωσο-τουρκική προσέγγιση, παραμένει μια περιοχή υψηλής στρατηγικής σημασίας για την Τουρκία. Η Άγκυρα εκτιμά πως η παρουσία της εκεί προστατεύει την τουρκική κατοχή των άλλων τριών περιοχών ανατολικότερα, ειδικά υπό την πίεση που ασκεί το συριακό καθεστώς για την πλήρη ανακατάληψη του αυτοκινητοδρόμου Μ4, που μαζί με τον αυτοκινητόδρομο Μ5 αποτελούν τις δύο βασικές οδικές αρτηρίες της Συρίας και ενώνουν την Λατάκια και την Δαμασκό με το Χαλέπι. Σε κάθε περίπτωση, η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας κατά μήκος της βόρειας Συρίας αποτελεί σαφή ένδειξη των προθέσεων της Άγκυρας για την διατήρηση της εμπλοκής της στις εξελίξεις στην Συρία, ασφαλώς όσον αφορά το ζήτημα των Κούρδων και πιθανώς και την όποια πολιτική μετάβαση στη Δαμασκό.
Η Άγκυρα και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον στη Μέση Ανατολή
H εμβάθυνση, όμως, της τουρκικής εμπλοκής και της στρατιωτικής παρουσίας στην βόρεια Συρία αποτελεί, επίσης, ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση Ερντογάν αντιλαμβάνεται την Τουρκία και τον ρόλο της στη νέα Μέση Ανατολή. Η κλιμάκωση του συριακού πολέμου, η αποσταθεροποίηση της Συρίας, η υποχώρηση της αμερικανικής επιρροής και η επαναφορά της ρωσικής ισχύος στη Μέση Ανατολή συνέθεσαν ένα νέο και εξαιρετικά ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον. Στην αρχή της διαμόρφωσης αυτού του νέου γεωπολιτικού περιβάλλοντος, από το 2011, η Άγκυρα έσπευσε να εκμεταλλευτεί αυτό που η ίδια αντιλαμβανόταν ως μια μεγάλη ευκαιρία να απλώσει την επιρροή της στον σουνιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα να ασκήσει μια υπερεντατική πολιτική που την ώθησε σε λάθη, αδιέξοδα και κρίσεις με δυνάμεις όπως το Ιράν, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία.
Από το 2016, η στρατηγική προσέγγιση με τη Μόσχα έδωσε στην Άγκυρα περιθώριο ελιγμών, την δυνατότητα να κινηθεί στην βόρεια Συρία και να επαναπροσδιορίσει την θέση της έναντι της Ρωσίας, του Ιράν και της Δύσης. Από το 2017, παράλληλα με την σταδιακή ανάπτυξη των τουρκικών και φιλο-τουρκικών δυνάμεων κατά μήκος της βόρειας Συρίας, η Τουρκία συμμετείχε μαζί με την Ρωσία και την Συρία στην «Διαδικασία της Αστάνα». Πρόκειται για ένα τριμερές σχήμα με αντικείμενο τη διευθέτηση ζητημάτων που αφορούν την συριακή κρίση και του οποίου τα μέλη έχουν σημείο επαφής την κοινή επιδίωξη για τη διατήρηση της αμερικανικής επιρροής εκτός των μελλοντικών εξελίξεων στην Συρία.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η δυνατότητα που απέκτησε η Άγκυρα να εφαρμόσει μια στρατιωτική λύση στην βορειοανατολική Συρία, προσέδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση στην κυβέρνηση Ερντογάν και αποτέλεσε εφαλτήριο για την προώθηση της αναθεωρητικής της πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετά τον Οκτώβριο του 2019 και την στρατιωτική επίλυση του κουρδικού ζητήματος νοτίως των συνόρων της, η Άγκυρα προχώρησε στην σύναψη μνημονίου με την κυβέρνηση Σαράτζ στην Λιβύη για την στρατιωτική στήριξη της Τρίπολης και τις θαλάσσιες ζώνες. Δύο μήνες μετά την επωφελή για την Τουρκία εξέλιξη στο συριακό μέτωπο, η κυβέρνηση Ερντογάν άρχισε την εμβάθυνση της εμπλοκής της και στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, με στόχους την στρατιωτική στήριξη της Τρίπολης, την εδραίωση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο λιβυκό έδαφος και την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Υπό αυτό το πρίσμα, η Άγκυρα έχει ενώσει τις δύο κρίσεις: στην Συρία και την Λιβύη. Όχι μόνο γιατί η εξέλιξη στο συριακό μέτωπο έχει λειτουργήσει ως προωθητική δυναμική για τις τουρκικές περιφερειακές επιδιώξεις, αλλά και γιατί η Άγκυρα έχει μεταφέρει στην Λιβύη, σύμφωνα με αναλύσεις έγκυρων μέσων, Σύρους μισθοφόρους από την βόρεια Συρία προκειμένου να στηρίξει την κυβέρνηση της Τρίπολης.
Επιπλέον, η τουρκική εμπλοκή στην Λιβύη διεύρυνε ακόμη περισσότερο το περιφερειακό ρήγμα που είχε προκληθεί τον Ιούλιο του 2013 ανάμεσα στην Άγκυρα, το Ριάντ και το Κάιρο με επίκεντρο την αιγυπτιακή εσωτερική κρίση και είχε βαθύνει από τον Ιούνιο του 2017 και την περιφερειακή απομόνωση στην οποία έθεσαν το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ως συνέπεια, ο εμφύλιος πόλεμος στην Λιβύη έχει μετατραπεί, όπως και ο συριακός πόλεμος, σε έναν περιφερειακό πόλεμο με τοπικό επίκεντρο. Η Τουρκία και το Κατάρ, με κοινή σύμμαχο τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, στηρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης, ενώ οι παραδοσιακές σουνιτικές δυνάμεις της περιοχής, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία, μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στηρίζουν τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ. Το Κάιρο, το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι βλέπουν με κλιμακούμενη ανησυχία την περιφερειακή επέκταση της Άγκυρας, τις σχέσεις της με την Μουσουλμανική Αδελφότητα και τις επιδιώξεις της σε ένα γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο έως τον Περσικό Κόλπο και το Κέρας της Αφρικής.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στις κρίσεις της Μέσης Ανατολής και οι πρωτοβουλίες της σε ένα εξαιρετικά ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον μετάλλαξαν την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η Άγκυρα εστίασε όλο και βαθύτερα την προσοχή της σε συνθήκες κρίσης και αυξημένης έντασης, με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί το νέο μοτίβο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πλέον, η Άγκυρα δεν αποφεύγει τις κρίσεις της Μέσης Ανατολής, όπως στο παρελθόν. Έλκεται από τις κρίσεις, επιδιώκει την εμπλοκή της σε αυτές και αν είναι εφικτό τις κλιμακώνει με στόχο να βελτιώσει την περιφερειακή θέση της. Ασφαλώς, αυτή η τάση προς την συνεχή εκμετάλλευση κρίσεων εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους. Η συγκρότηση ενός αραβικού μπλοκ κατά της Τουρκίας, η αύξηση της πίεσης στην εύθραυστη ισορροπία με τη Μόσχα και την Δαμασκό στη βόρεια Συρία, η κλιμάκωση της έντασης με τους Κούρδους και η επέκταση του ακραίου Ισλάμ στα συρο-τουρκικά σύνορα αποτελούν εξελίξεις που θα μπορούσαν να θέσουν σοβαρά ζητήματα στην Άγκυρα. Τα γεγονότα του Φεβρουαρίου στο Ιντλίμπ και η επικίνδυνη κλιμάκωση στην τριγωνική σχέση Άγκυρας-Μόσχας-Δαμασκού, αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα.
Ωστόσο, το κέντρο βάρους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έχει στραφεί με μεγάλη ένταση προς τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Η στρατιωτική παρουσία και κατοχή εδαφών στην βόρεια Συρία και την Λιβύη αντιμετωπίζεται πλέον από την Άγκυρα ως βασικό κομμάτι της νέας τουρκικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή που της εξασφαλίζει βασικό ρόλο στις εξελίξεις και της παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει την θέση της ως προς τη Μόσχα, την Τεχεράνη, τα αραβικά κράτη αλλά και την Ουάσιγκτον. Υπό αυτό το πρίσμα, η τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Συρία αποτελεί, ταυτοχρόνως, έναν αντικατοπτρισμό της εικόνας που έχει σχηματίσει η Τουρκία για τον εαυτό της, εκείνην μιας αναθεωρητικής δύναμης στη νέα Μέση Ανατολή.
*διδάκτωρ Γεωπολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr