της Pavlina R. Tcherneva*
Το 1944, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ προειδοποίησε: «Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι και χωρίς δουλειά αποτελούν το υλικό από το οποίο γίνονται οι δικτατορίες».
Από αυτή την άποψη, οι προοπτικές για τις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο φαίνονται ιδιαίτερα ζοφερές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κρίση [της νόσου] COVID-19 έχει αποκαλύψει οικονομικές παθολογίες που περιλαμβάνουν την φυλετική ανισότητα, τις μαζικές φυλακίσεις, και διαβρωτικά προβλήματα στην αγορά εργασίας. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι ζουν με μισθούς φτώχειας, υποφέρουν επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, υφίστανται διακρίσεις και λαμβάνουν ανεπαρκή προστασία. Ακόμη χειρότερα, αντιμετωπίζουν μια αιώνια απειλή ανεργίας που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Σχεδόν 33 εκατομμύρια εργαζόμενοι στις Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ως συνέπεια της πανδημίας, και το 50% των Αμερικανών χαμηλού εισοδήματος έχουν χάσει θέσεις εργασίας και μισθούς λόγω της COVID-19. Η αγορά εργασίας ήταν ανέκαθεν ένα σκληρό παιχνίδι «μουσικών καρεκλών», αλλά αυτό ισχύει περισσότερο σήμερα, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν ποσοστά ανεργίας που δεν είχαν εμφανιστεί στη μεταπολεμική εποχή. Η επίμονη ανεργία (ακόμη και σε «καλές» οικονομίες) ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τους μισθούς και τις παροχές και εξυπηρετεί να συνωστίζονται οι εργαζόμενοι σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Για όσο διαγράφεται το φάσμα της ανεργίας, οι καλές δουλειές δεν θα επιστρέψουν.
Η τρέχουσα εποχή απαιτεί θαρραλέα σκέψη του είδους που οι ΗΠΑ δεν τόλμησαν μετά το New Deal. Ο Ρούσβελτ ανταποκρίθηκε στην οικονομική καταστροφή της εποχής του -τη Μεγάλη Ύφεση και έναν δεύτερο, καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο- με εκτεταμένες οικονομικές πολιτικές και μια έκκληση για αυτό που ονόμασε Δεύτερο Νομοσχέδιο για τα Δικαιώματα (Second Bill of Rights), με σκοπό να προσφέρει βασική οικονομική ασφάλεια για όλους τους ανθρώπους συνεχώς. Πρώτο μεταξύ των δικαιωμάτων που απαρίθμησε ήταν το δικαίωμα στην εργασία. Σήμερα, μια πρόταση για ομοσπονδιακή εγγύηση εργασίας (job guarantee), βασισμένη στην ίδια λογική, περιέχει ιδιαίτερη υπόσχεση για την ανάκαμψη του έθνους.
Η εγγύηση εργασίας είναι μια επιλογή του δημοσίου για δουλειές: ένα μόνιμο, χρηματοδοτούμενο ομοσπονδιακά, αλλά διοικούμενο τοπικά πρόγραμμα που θα παρέχει εθελοντικές ευκαιρίες απασχόλησης στην δημόσια υπηρεσία με βιώσιμους μισθούς σε όσους αναζητούν τέτοια εργασία. Η φιλοδοξία να διασφαλιστεί το δικαίωμα εργασίας για όλους τους ανθρώπους μέσω της πολιτικής δεν είναι νέα. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαιώνει το δικαίωμα στην απασχόληση, ένα δικαίωμα που είναι χαραγμένο στα συντάγματα πολλών εθνών, αλλά η εντολή του παραμένει ανεκπλήρωτη. Οι ηγέτες των πολιτικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων των Martin Luther King, Jr., και Coretta Scott King, έκαναν το δικαίωμα στην εργασία ένα ζήτημα εμβληματικό με το σκεπτικό ότι η εξασφάλισή της θα βοηθούσε στην άρση της οικονομικής ανασφάλειας ως εργαλείο φυλετικής υποταγής. Οι αρχιτέκτονες του Νόμου περί Απασχόλησης (Employment Act) του 1946 και του Νόμου περί Πλήρους Απασχόλησης και Ισορροπημένης Ανάπτυξης (Full Employment and Balanced Growth Act) του 1978 προσπάθησαν, αλλά τελικά απέτυχαν, να διασφαλίσουν ένα τέτοιο δικαίωμα με πολιτικές και νομοθεσίες. Σήμερα, έχει γίνει ένας πυλώνας του Green New Deal.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια μακρά, ανηφορική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19, θα ήταν καλό να εξεταστεί ένα μέτρο που θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους τους να εργαστούν, με βιώσιμο μισθό, προς όφελος όλων. Όμως, η εγγύηση εργασίας δεν είναι ένα μέτρο της κρίσης: πρέπει να είναι μια μόνιμη πολιτική, διότι η ανεργία καταστρέφει τις κοινότητες ακόμη και όταν οι οικονομίες είναι σχετικά ισχυρές. Η εγγύηση θα αναγνωρίζει ένα νομικά εκτελεστό δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή εργασία για οποιονδήποτε σε ηλικία εργασίας, ανεξάρτητα από το καθεστώς της αγοράς εργασίας, την φυλή, το φύλο, το χρώμα ή την θρησκεία του. Όχι μόνο θα προσέφερε απασχόληση on demand (μόλις ζητηθεί) για χρήσιμα έργα δημόσιας υπηρεσίας, αλλά θα καθιερώσει τα πολύ απαραίτητα πρότυπα για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας σε όλες τις θέσεις εργασίας, και μέχρι που θα βοηθήσει στην αποφυγή της απειλής της κλιματικής αλλαγής.
Καλές και πράσινες δουλειές
Χίλιες γυναίκες καβάλα στο άλογο: αυτές ήταν οι περιπλανώμενες βιβλιοθηκονόμοι του New Deal που, ξεκινώντας από το 1935, έφερναν βιβλία και δημιούργησαν βιβλιοθήκες σε μερικές από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Κεντάκι. Οι γυναίκες κάλπαζαν διασχίζοντας 29 κομητείες, μερικές φορές πάνω από 100 μίλια την ημέρα. Και όπου το έδαφος ήταν δύσκολο, κατέβαιναν από τα άλογά τους και μετέφεραν τα βιβλία με τα πόδια. Ο αντίκτυπός τους ήταν εκτεταμένος. Όπως το έθεσε ένας από τους ωφελημένους: «Τα βιβλία που μας έφερες μας έσωσαν την ζωή».
Το σχέδιο βιβλιοθηκών της Works Progress Administration (WPA), το οποίο αφορούσε σε 45 πολιτείες και απασχόλησε 14.500 άτομα, βοήθησε στην αντιμετώπιση δύο προβλημάτων ταυτόχρονα: της ανεργίας και του αναλφαβητισμού. Οι «ανειδίκευτες» άνεργες γυναίκες παρείχαν μια επιλογή για δημόσιες βιβλιοθήκες σε ορισμένες από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του έθνους σε μια εποχή που οι περισσότερες βιβλιοθήκες χρηματοδοτούνταν κυρίως ιδιωτικά και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε βιβλία. Το σχέδιο παρήγαγε τελικά κάτι που οι Αμερικανοί θεωρούν πλέον ένα μόνιμο προσάρτημα της κοινωνικής ζωής: δημόσιες βιβλιοθήκες σε κάθε γωνιά της χώρας.
Το New Deal είδε εκατομμύρια άτομα να προσλαμβάνονται για έργα των οποίων τα μόνιμα αποτελέσματα είναι καλά τεκμηριωμένα. Η περιβαλλοντική δουλειά της εποχής ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη: οι εργαζόμενοι σε αυτό που έγινε γνωστό ως «Tree Army» [η στρατιά των δένδρων] φύτεψαν 3 δισεκατομμύρια δέντρα, δημιούργησαν και αποκατέστησαν 711 κρατικά πάρκα, άνοιξαν 125.000 μίλια αντιπυρικών ζωνών, ανέπτυξαν 800 νέα κρατικά πάρκα, ήλεγξαν την διάβρωση του εδάφους σε 40 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, βελτίωσαν τις συνθήκες βοσκής σε δημόσιες περιοχές, και αύξησαν τον πληθυσμό της άγριας πανίδας. Αυτά τα έργα έδωσαν νέα ζωή στο αμερικανικό κίνημα διατήρησης [της φύσης], τον πρόδρομο του σημερινού ακτιβισμού για το κλίμα.
Οι σημερινές αμερικανικές κοινότητες αντιμετωπίζουν αυξανόμενη ανεργία, κοινωνική παραμέληση και μια κλιματική κρίση πλανητικών διαστάσεων. Η απασχόληση των ανέργων σε ένα πρόγραμμα που αντιμετωπίζει την περιβαλλοντική απειλή θα μπορούσε να δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις δημόσιας εργασίας για τα επόμενα χρόνια: αστική φύτευση δέντρων, απομάκρυνση επικίνδυνων αποβλήτων, πρόληψη πυρκαγιών, έλεγχος πλημμυρών και διάβρωσης του εδάφους, και λύσεις απορροής νερού, είναι μερικά μόνο παραδείγματα επείγουσας περιβαλλοντικής εργασίας που πρέπει να γίνει. Ωστόσο, τα δημόσια προγράμματα μπορούν επίσης να προσφέρουν εργασία φροντίδας που η ιδιωτική οικονομία τείνει να υποτιμά, να πληρώνει κάτω από την αξία της, και να αγνοεί (για παράδειγμα, η φροντίδα παιδιών, η φροντίδα ηλικιωμένων, και ειδικά προγράμματα για βετεράνους και για νέους σε κίνδυνο). Υπό την εγγύηση εργασίας, όλες οι θέσεις εργασίας που αντιμετωπίζουν την ένδεια και την παραμέληση, είτε των ανθρώπων είτε του πλανήτη, θεωρούνται πράσινες.
Δεν υπάρχει ελάχιστος μισθός χωρίς εργασία
Μέσα σε λίγα χρόνια (1933–38), ο Ρούσβελτ εφάρμοσε πολιτικές που ήταν πραγματικά μεταμορφωτικές εκείνη την εποχή. Φανταστείτε τις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς ελάχιστο μισθό, υποχρεωτικές ημέρες άδειας, συλλογικές διαπραγματεύσεις, επιδόματα ανεργίας και κοινωνική ασφάλιση. Όμως η χώρα δεν ενέκρινε κανένα εγγυημένο δικαίωμα σε αξιοπρεπή απασχόληση για όλους, και έτσι οι αρχικοί εργατικοί νόμοι της βασίστηκαν σε αδύναμα θεμέλια. Η απειλή της απόλυσης υπήρχε σε κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ συνδικάτων και επιχειρήσεων. Οι εργοδότες μπορούσαν εύκολα να αναθέσουν δουλειές σε τρίτους και να προσλάβουν φθηνή μεταναστευτική εργασία. Η εργασιακή ανασφάλεια έσπασε το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο, διέλυσε την αλληλεγγύη στον χώρο εργασίας και βοήθησε στην αποτυχία των συνδικάτων, καθώς οι επιχειρήσεις κρατούσαν την απειλή της ανεργίας έναντι των εργαζομένων τους ως ισχυρό φόβητρο.
Η συμβατική σοφία δέχεται την ανεργία ως την αναπόφευκτη παράπλευρη ζημιά των οικονομικών διακυμάνσεων, του εμπορίου και των σοκ, όπως οι πανδημίες και οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αλλά το κοινωνικό κόστος αυτού του status quo είναι συγκλονιστικό. Οι άνεργοι συχνά υφίστανται μόνιμη απώλεια εισοδήματος, προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας και αυξημένη θνησιμότητα. Οι σύζυγοι και τα παιδιά τους υποφέρουν από μειωμένες προοπτικές υγείας και εκπαίδευσης. Το έγκλημα, η απουσία στέγης, η υποτροπή [στο έγκλημα] και η πολιτική αστάθεια συσχετίζονται στενά με την ανεργία. Η εγγύηση εργασίας θα μπορούσε να αποτρέψει πολλά από αυτά τα αποτελέσματα και να παρέχει ένα ελάχιστο εργασιακό πρότυπο για όλες τις θέσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένου ενός ισχυρής κατώτατης μισθολογικής βάσης.
Ο δρόμος για την καθιέρωση ενός εργασιακού προτύπου ήταν μακρύς. Όταν ο Roosevelt κάλεσε την Frances Perkins να υπηρετήσει ως Υπουργός Εργασίας, εκείνη συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι [ο πρόεδρος] θα υποστηρίξει έναν ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό, μια συρρίκνωση της εβδομάδας εργασίας, και ένα αναζωογονημένο πρόγραμμα απασχόλησης στις δημόσιες υπηρεσίες (μεταξύ άλλων πρωτοποριακών νομοθετικών πράξεων). Η 40ωρη εβδομάδα εργασίας που εκείνη βοήθησε να ψηφιστεί ήταν ένας συμβιβασμός: ένα πολύ δημοφιλές προηγούμενο νομοσχέδιο για 30 ώρες είχε ηττηθεί με μικρή διαφορά. Ο ελάχιστος μισθός για τον οποίο αγωνίστηκε δεν επεκτάθηκε σε όλους τους εργαζόμενους και κατά την διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν, σε κάθε περίπτωση δεν κατάφερε να συμβαδίσει με το κόστος ζωής. Περισσότερο από το 40% των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες κερδίζουν λιγότερα από 15 δολάρια την ώρα, και μια εκστρατεία για την αύξηση του κατώτατου μισθού έχει σημειώσει αργή πρόοδο στους κρατικούς νομοθέτες.
Απαιτείται πιο εκτεταμένη ομοσπονδιακή δράση. Χωρίς την εγγύηση της εργασίας, ο πραγματικός κατώτατος μισθός είναι μηδενικός για όσους αναζητούν εργασία αλλά δεν μπορούν να την βρουν. Η εγγύηση εργασίας θα συμβάλει στην εξασφάλιση ενός πραγματικού πακέτου ελάχιστου μισθού και παροχών, και θα καθιερώσει τυποποιημένες ώρες εργασίας και συνθήκες, επειδή θα εξαλείψει την ανεργία και θα προσφέρει μια εναλλακτική λύση σε ασταθείς θέσεις εργασίας που αποδίδουν μισθούς φτώχειας. Πράγματι, οι εργοδότες που πληρώνουν μισθούς φτώχειας θα δελεάζονταν να φθάσουν ή να υπερβούν την αξιοπρεπή αμοιβή και τα οφέλη της εγγυημένης εργασίας εάν επιθυμούν να διατηρήσουν τους εργαζομένους τους. Αλλά τούτο δεν θα ήταν δύσκολο να γίνει, γιατί και αυτές οι εταιρείες θα ευημερούσαν σε μια ισχυρότερη και πιο σταθερή οικονομία.
Η έρευνά μας στο Levy Economics Institute δείχνει ότι ένα μεγάλο πρόγραμμα εγγύησης θέσεων εργασίας, το οποίο θα απασχολεί 15 εκατομμύρια άτομα στα 15 δολάρια την ώρα με παροχές, θα ενίσχυε μόνιμα την οικονομική ανάπτυξη κατά 550 δισεκατομμύρια δολάρια (περισσότερο από 2,5% του ΑΕΠ) και την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα από τρία έως τέσσερα εκατομμύρια θέσεις εργασίας, χωρίς να προκαλεί πληθωρισμό. Θα παρέχει σημαντική ανακούφιση στους κρατικούς προϋπολογισμούς και θα μειώσει τις συνολικές δαπάνες πρόνοιας σε άλλα προγράμματα. Το τίμημα; Μόνο 1,3% του ΑΕΠ -όχι υψηλό τίμημα για πλήρη απασχόληση, σταθερότητα τιμών και οικονομική ασφάλεια. Η επίπτωση από την COVID-19 μπορεί να απαιτεί το πρόγραμμα να είναι μεγαλύτερο από το προηγουμένως αναμενόμενο, αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κυβέρνηση και η κοινωνία θα πληρώσουν την ανεργία. Το ερώτημα είναι το πώς: εάν το κάνει παρέχοντας αξιοπρεπείς ευκαιρίες εργασίας ή διατηρώντας μια οικονομία στην οποία μάζες ανθρώπων θα παραμένουν άνεργοι.
Η ανεργία δεν είναι αναπόφευκτη
Τα προγράμματα του New Deal έκαναν τεράστια διαφορά στην ζωή των Αμερικανών. Όπως επισήμανε ο καθηγητής Νομικής και Οικονομικών του Πανεπιστημίου Rutgers, Philip Harvey, η βραχύβια Διοίκηση Πολιτικών Έργων (Civil Works Administration, CWA) ήταν τόσο δημοφιλής που οι εργαζόμενοι άρχισαν να θεωρούν τις θέσεις εργασίας και τα έργα που προσέφερε ως ευκαιρίες που τους όφειλε η κυβέρνηση. Η πρωταρχική αντίθεση στο πρόγραμμα προήλθε από ρατσιστές εργοδότες και αγρότες στον Νότο, οι οποίοι ήθελαν να είναι σε θέση να πληρώνουν μισθούς φτώχειας στους εργαζομένους -ειδικά στους μαύρους και στους μετανάστες εργάτες. Όμως, όπως σημείωσε ο Harvey, το πρόγραμμα ήταν τόσο δημοφιλές που αμφότεροι ο Roosevelt και ο συντηρητικός διευθυντής προϋπολογισμού του, Lewis Douglas (που δεν ήταν φιλικός προς την CWA), πίστευαν ότι αν είχαν επανεγκρίνει ξανά το πρόγραμμα, ίσως να μην μπορούσαν ποτέ να το τερματίσουν.
Σήμερα, οι η εγγύηση της εργασίας πηγαίνει πολύ καλά στις δημοσκοπήσεις μεταξύ των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένων των βαθιά ρεπουμπλικανικών πολιτειών. Είναι μια από τις σπάνιες πολιτικές που απολαμβάνουν ευρεία διακομματική υποστήριξη και η δημοτικότητά της εκτείνεται ακόμη και πέρα από τα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ίσως η πολιτική οφείλει την δημοτικότητά της στην βασική λογική του πυρήνα της: το να δοθεί εγγύηση του δικαιώματος στην εργασία είναι σαν να απορρίπτεται θεμελιωδώς η ιδέα ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια, οι κοινότητες που βρίσκονται σε αναταραχή, και ένα περιβάλλον σε κίνδυνο είναι οι αναπόφευκτες παρενέργειες μιας οικονομίας της αγοράς. Καθώς ο κόσμος αντιμετωπίζει τις ζοφερές συνέπειες της COVID-19, θα μπορούσε να πάει χειρότερα από το να εμβολιαστεί ενάντια στις καταστροφικές συνέπειες της μαζικής ανεργίας. Μια εγγύηση εργασίας θα αποτελούσε ένα μακρόχρονο βήμα προς την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.
*αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικών στο Bard College, ερευνητής του Levy Economics Institute και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Case for a Job Guarantee
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr