Του Σωτήρη Ντάλη*
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όταν παρουσίασε πριν από λίγους μήνες τη σύνθεση της νέας Επιτροπής και τα σχέδια της ευρωπαϊκής διπλωματία πρέπει να βρει τα μέσα για να διαχειριστεί τη νέα γεωπολιτική, μια γεωπολιτική των προκλήσεων.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Σπίγκελ», ο ύπατος εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ χαρακτήρισε την Τουρκία ως σημαντικότερο πρόβλημα για την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πράγματι, η Τουρκία στην προσπάθειά της να καθιερωθεί ως περιφερειακή δύναμη στη Μεσόγειο διαμορφώνει μια περίπλοκη κατάσταση σε παράλληλα μέτωπα στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό εκ των πραγμάτων δημιουργεί προβλήματα τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επιθυμεί να αυξήσει και να «κατοχυρώσει» την κυριαρχία της στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου όσο και σε χώρες με παραδοσιακή παρουσία στην Κεντρική Μεσόγειο (Γαλλία και Ιταλία). Είναι χαρακτηριστική η κοινή δήλωση Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας που έγινε στο περιθώριο της πρόσφατης κρίσιμης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες και καλούσε «όλους τους ξένους εμπλεκόμενους παράγοντες να σταματήσουν τις παρεμβάσεις τους και να σεβαστούν το εμπάργκο των όπλων που έχει ορίσει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών». Οι χώρες που εμπλέκονται στο εμπόριο όπλων στη Λιβύη και στο οποίο αναφέρθηκε και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας είναι η Τουρκία, η Ρωσία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Παράλληλα η ΕΕ (βλ. γερμανική προεδρία) αναζητά και τα σενάρια που θα επαναφέρουν τις ευρωτουρκικές σχέσεις σε κάποια κανονικότητα.
Από την άλλη πλευρά, η κλεψύδρα του χρόνου για τις αμερικανικές εκλογές πιέζει την Τουρκία που προσπαθεί να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες και τα ενεργειακά ζητήματα. Το σενάριο της εκλογής του Μπάιντεν και της επιστροφής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τη «διπλωματία» των γαμπρών του Τραμπ και του Ερντογάν σε μια κανονικότητα δημιουργεί πρόσθετο άγχος στον Ερντογάν.
Ειδικότερα στα ζητήματα της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία θεωρεί ότι η Ελλάδα και Κύπρος με την υποστήριξη της Γαλλίας (που φαίνεται να έχει αναλάβει εκ μέρους της γαλλογερμανικής συνεννόησης τον άχαρο ρόλο του «κακού») «κλείνουν» την πρόσβασή της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που αναζητά η θαλάσσια κοσμοθεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας» του Ντενίζ Γκιουρντενίζ, ναυάρχου εν αποστρατεία και πατέρα του διαχρονικού τουρκικού δόγματος που περιλαμβάνει την τουρκική θαλάσσια γεωπολιτική του 21ου αιώνα. Η τουρκική θαλάσσια κοσμοθεωρία θέλει τη γειτονική μας χώρα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην Ανατολική όσο και στην Κεντρική Μεσόγειο και να είναι περισσότερο ευρασιατική παρά ευρωατλαντική.
Η επιχείρηση αναβάθμισης του περιφερειακού και γεωπολιτικού ρόλου της Τουρκίας συμπληρώνεται και από κινήσεις όπως η πρόσφατη απόφαση για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Με την πρωτοβουλία αυτή ο Ερντογάν έστειλε ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Από τους κεμαλιστές, τους ισλαμοεθνικιστές, τον σουνιτικό κόσμο μέχρι και τους Αδερφούς Μουσουλμάνους. Επίσης, αναβαθμίζει το κύρος του στον μουσουλμανικό κόσμο, όπου έχει απέναντί του την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο Ερντογάν του 2020 αφήνει πίσω του τον Ερντογάν του 2005, όταν από κοινού με τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Θαπατέρο πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της Συμμαχίας των Πολιτισμών, μια πρωτοβουλία στο πλαίσιο του ΟΗΕ που στόχευε να λειτουργήσει ως παγκόσμιος χώρος διαχείρισης της πολιτισμικής διαφορετικότητας. Όμως αυτή η φιλόδοξη πρωτοβουλία δεν κατάφερε να μεταφέρει τους στόχους της στην εσωτερική ατζέντα κάποιων κρατών, όπως η Τουρκία του Ερντογάν που πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της Συμμαχίας των Πολιτισμών κερδίζοντας τότε τις εντυπώσεις και την εμπιστοσύνη της Δύσης.
Ο Ερντογάν της Συμμαχίας των Πολιτισμών δεν υπάρχει σήμερα. Ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ;
*αν. καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου