του Κωνσταντίνου Φίλη*
Τις τελευταίες εβδομάδες γίνεται λόγος από πλευράς Τουρκίας για ευθύνη και απροθυμία της Ελλάδας να προσέλθει σε διάλογο. Χρησιμοποιείται ως επιχείρημα η συμφωνία οριοθέτησης με την Αίγυπτο, λίγο πριν ανακοινωθεί η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών για πρώτη φορά μετά τον Μάρτιο του 2016. Είναι απορίας άξιο και ευθύνη της ελλειμματικής δημόσιας διπλωματίας μας πώς η θέση της Άγκυρας απέδωσε – έστω και πρόσκαιρα – καρπούς, με αποτέλεσμα η ΕΕ, προεξεχούσης της Γερμανίας, να δώσει τελικά χρόνο στον Ερντογάν ώστε να συνεχίσει την επίδειξη σημαίας, με τις ερευνητικές βόλτες του «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Το προβληματικό της υπόθεσης είναι ότι το Βερολίνο αλλά και άλλα κράτη-μέλη (Ιταλία, Ισπανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Μάλτα) «διάβασαν» την κατάσταση με στρεβλό τρόπο, ωσάν να αναζητούσαν άλλοθι προκειμένου, τουλάχιστον προσώρας, να μη βάλουν πίεση στην Τουρκία, την ίδια ώρα που απαιτούν την ελληνική συναίνεση για την επιβολή κυρώσεων στο δικτατορικό καθεστώς της Λευκορωσίας.
Δηλαδή, η ΕΕ καθίσταται μια α λα καρτ ένωση αρχών και αξιών, θέλοντας να τιμωρήσει τον Λουκασένκο για την εκλογική νοθεία και τη δεσποτική του διακυβέρνηση, ώστε να τον υποχρεώσει σε αναδίπλωση/παραίτηση αλλά επιλέγει να δώσει χρόνο, αν όχι να αφήσει (για πόσο;) σχεδόν στο απυρόβλητο τον Ερντογάν, με τον κίνδυνο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Ελλάδα να ελλοχεύει. Δυστυχώς, παρά την αποτελεσματική διπλωματική κινητικότητα των τελευταίων μηνών, στο σκέλος της επικοινώνησης των ελληνικών θέσεων εξακολουθούμε να πάσχουμε. Προφανώς, οι συσχετισμοί στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν τροποποιούνται από τη μία στιγμή στην άλλη και απαιτείται συστηματική δουλειά προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Όπως, επίσης, είναι δεδομένο ότι κράτη, όπως η Γερμανία, διστάζουν έναντι της επιβολής κυρώσεων διότι συνυπολογίζουν τον αντίκτυπο στα συμφέροντά τους. Εξίσου, η Μέρκελ αμφιταλαντεύεται, έχοντας την εμπειρία τής σχεδόν άκαμπτης στάσης της Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Επιπλέον, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός έκθεσης στην τουρκική οικονομία (επενδύσεις, εισαγωγές-εξαγωγές, χρηματοπιστωτικός τομέας) τόσο περισσότεροι και οι ενδοιασμοί.
Έτσι, όμως, η ΕΕ οδηγείται σε μια αδιέξοδη πολιτική ομηρείας από την Τουρκία. Πώς αλλιώς να εκληφθεί το γεγονός ότι το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, που έχει καταγγελθεί από σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα, περίπου εξισώνεται με την καθ’ όλα νόμιμη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, μόνο και μόνο επειδή αιφνιδιάστηκε η γερμανική προεδρία ως προς το timing. Ή πώς η εξ αρχής παράνομη τουρκική NAVTEX, που παραβιάζει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, χαρακτηρίζεται από τον Μπορέλ «ναυτικές κινητοποιήσεις», προσφέροντας χρόνο και περιθώρια ελιγμών στον Ερντογάν. Ακόμη χειρότερα, στην κυπριακή ΑΟΖ, περιοχή οριοθετημένη μέσω διακρατικών συμφωνιών, η Άγκυρα δεν διεξάγει μόνο σεισμικές έρευνες αλλά και ερευνητικές γεωτρήσεις (έστω τύποις).
Η ΕΕ και κράτη του διαμετρήματος της Γερμανίας οφείλουν να αναθεωρήσουν άμεσα την πολιτική του κατευνασμού, προτού η ζημιά για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα γίνει ανεπανόρθωτη. Η οριοθέτηση ευρωπαϊκών κόκκινων γραμμών έναντι της αλαζονικής τουρκικής ηγεσίας είναι απαραίτητη, αφενός για να μετριαστεί η επιθετικότητά της και αφετέρου για να κανονικοποιηθούν οι συνθήκες ώστε να καταστεί εφικτός τόσο ο ευρωτουρκικός όσο και ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Υπό οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για δομικότερες προκλήσεις. Η Ελλάδα είναι μαθημένη και προετοιμασμένη, η ΕΕ, όμως, μπορεί να αντεπεξέλθει μίας ακόμη περιφερειακής κρίσης;
*εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ, κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)