του Γιώργου Ν. Τζογόπουλου*
Πριν από μία περίπου βδομάδα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έγιναν η τρίτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, μετά την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε με ισχυρή μεσολάβηση της αμερικανικής διπλωματίας αποτελεί σημαντική εξέλιξη και εμπλουτίζει τη συζήτηση για το μέλλον της Μέσης Ανατολής. Μπορούν να γίνουν δέκα αρχικές παρατηρήσεις, χωρίς, προφανώς, να υπάρχουν πάντα ξεκάθαρες απαντήσεις.
Πρώτον, το Ισραήλ κερδίζει έδαφος στην προσπάθειά του να δείξει ότι βασικό πρόβλημα της αστάθειας στη Μέση Ανατολή δεν είναι πλέον η μη επίλυση του Παλαιστινιακού αλλά η συμπεριφορά του Ιράν. Οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν χάσει την υποστήριξη του αραβικού κόσμου. Ομως, από τότε που ξεκίνησε η Αραβική Ανοιξη, οι προτεραιότητες αρκετών αραβικών χωρών έχουν μεταβληθεί.
Δεύτερον, η δέσμευση του Ισραήλ να μην προχωρήσει σε προσάρτηση εδαφών της Δυτικής Οχθης, δημιουργεί ίσως ζήτημα εθνικής ασφάλειας στη χώρα όσον αφορά τα ανατολικά σύνορά της αλλά ενισχύει την ισραηλινή διπλωματική θέση στο διεθνές πεδίο. Ο Τζο Μπάιντεν έχει ταχθεί εναντίον της προσάρτησης, όπως και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε περίπτωση νίκης του Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο, πάντως, ίσως το θέμα έλθει ξανά στο τραπέζι.
Τρίτον, ο Τραμπ δείχνει ότι είναι σε θέση να χειρίζεται ορισμένα θέματα εξωτερικής πολιτικής με επιτυχία. Βλέποντας προς τις προεδρικές εκλογές, ο ίδιος προσπαθεί ενδεχομένως να κινητοποιήσει τους Ευαγγελιστές, πολλοί από τους οποίους θεωρούν ότι η συμφωνία Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων θα συμβάλει στην ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Τέταρτον, ο πρωθυπουργός Μπένζαμιν Νετανιάχου αποκομίζει πολιτικό όφελος σε μια περίοδο που το Ισραήλ αντιμετωπίζει σημαντικά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω του κορωνοϊού. Το ενδεχόμενο νέων πρόωρων εκλογών, για τέταρτη φορά σε ενάμιση χρόνο, ήδη συζητείται σε ισραηλινά ΜΜΕ. Ο κυβερνητικός εταίρος Μπένι Γκαντς το απορρίπτει.
Πέμπτον, η συμφωνία Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ξεφεύγει από το ζήτημα της ασφάλειας και σχετίζεται με ζητήματα τουρισμού και ανταλλαγών. Για παράδειγμα, ισραηλινοί πολίτες ήδη θέλουν να ταξιδέψουν στο Αμπου Ντάμπι ή στο Ντουμπάι. Αν όλα κυλήσουν ομαλά, θα πρόκειται για κάτι παραπάνω από μία «ψυχρή ειρήνη», όπως συμβαίνει μεταξύ Ισραήλ – Αιγύπτου ή Ισραήλ – Ιορδανίας.
Εκτον, άλλες αραβικές χώρες μπορεί να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Παραδείγματα αποτελούν το Μπαχρέιν και το Ομάν. Ωστόσο καλό είναι να αποφεύγεται η γενίκευση, καθώς κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. H Σαουδική Αραβία, που θεωρείται υποψήφια από αρκετούς αναλυτές, δεν θέλει, ακόμα, να χάσει την υποστήριξη των Παλαιστινίων.
Εβδομον, εκτιμάται ότι ένα από τα κίνητρα της Αμερικής είναι οι πωλήσεις όπλων σε χώρες του Περσικού Κόλπου, ξεκινώντας από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σημειώνεται πως η Ρωσία έχει ήδη αναπτύξει το στρατηγικό της δόγμα για την περιοχή, όπου η Κίνα είναι επίσης παρούσα. Το Ισραήλ πάντως προσπαθεί να καθησυχάσει την κοινή γνώμη ότι η Ουάσιγκτον δεν θα πουλήσει μαχητικά F-35 ως μέρος της συμφωνίας του με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ογδοον, η Παλαιστινιακή Αρχή αλλά και η Χαμάς έχουν καταδικάσει τη συμφωνία. Το πρόβλημα όμως για τους Παλαιστινίους είναι πως η εύρεση λύσης στο Παλαιστινιακό δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση για ορισμένες αραβικές χώρες, ώστε να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. H Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται στο πλευρό των Παλαιστινίων αλλά χωρίς δυνατότητα πολιτικής επιρροής.
Ενατον, η Τουρκία καταδικάζει από την πλευρά της τη συμφωνία Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και παίρνει το μέρος των Παλαιστινίων, θεωρώντας την υποστήριξη που τους προσφέρει βασική πτυχή στην προσπάθειά της να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου. Η αντιπαράθεση Τουρκίας – Σαουδικής Αραβίας για τα πρωτεία στον μουσουλμανικό κόσμο είναι μέχρι στιγμής βασικός λόγος που η δεύτερη παραμένει επιφυλακτική να ακολουθήσει τα βήματα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Η αντιπαράθεσή τους εντείνεται.
Kαι, δέκατον, η κοινή πλεύση Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και η αντιπάθειά τους έναντι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας διευκολύνουν τις δράσεις τους υπέρ του Χαφτάρ στη Λιβύη. Αν και η πολιτική των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο θέμα αυτό είναι ξεκάθαρη, υπάρχουν ελάχιστες διαθέσιμες πληροφορίες για τη στάση του Ισραήλ. Το τελευταίο δεν είναι απαραίτητα κακό. Και ποια η θέση της Ελλάδας μέσα σε όλα αυτά; Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών καλωσόρισε τη συμφωνία Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Από εκεί και πέρα όμως ο άμεσος αντίκτυπος στο εθνικό συμφέρον είναι περιορισμένος. Μια χώρα που απολαμβάνει δύο σημαντικά αγαθά για την περιοχή, την ειρήνη και τη δημοκρατική σταθερότητα, κάθε άλλο παρά έχει να κερδίσει, αγκαλιάζοντας δυσνόητους – συχνά καθοριζόμενους από θρησκευτικές προτεραιότητες – συσχετισμούς δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Προτεραιότητα είναι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με άλλες χώρες και όχι η προσπάθεια αναζήτησης αμφιλεγόμενου οφέλους από μια συμφωνία που δεν αφορά την Ελλάδα για λόγους επικοινωνιακούς.
*Fellow στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies και στο ΕΛΙΑΜΕΠ, και διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
**πρώτη δημοσίευση: www.tovima.gr