της Rosa Balfour*
Δεν καθίσταται σαφές εάν η βρετανική κυβέρνηση επιδιώκει να εξασφαλίσει προνόμια από τις Βρυξέλλες σχετικά με τη συμφωνία που επικυρώνει την απόσυρση της χώρας από την Ε.Ε., ή αν πιστεύει ότι μπορεί να αποχωρήσει από την Ε.Ε. χωρίς κάποια συμφωνία.
Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο μερών διαβρώνεται ταχέως, αμαυρώνοντας το μέλλον της μεταξύ τους συνεργασίας. Αυτή η συνεργασία είναι απολύτως αναγκαία σε μια εποχή αυξημένων διεθνών εντάσεων.
Ένα νομοσχέδιο για θέματα εσωτερικής αγοράς που υποβλήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση στις 9 Σεπτεμβρίου του 2020, υποδηλώνει ότι ενδέχεται να μην τηρηθούν οι όροι της συμφωνίας αποχώρησης από την Ε.Ε., στους οποίους κατέληξαν τον Ιανουάριο, ωθώντας την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, να υπενθυμίσει στη Μεγάλη Βρετανία την υποχρέωσή της να σέβεται τις διεθνείς δεσμεύσεις της.
Ποτέ δεν θα ήταν εύκολο να υπάρξει συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, και αμυντικής πολιτικής, αλλά είναι γενικώς έντονο το ενδιαφέρον για εξεύρεση πρακτικών λύσεων για συνεργασία σε μια σειρά θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας- από το συντονισμό διεθνών κυρώσεων και την αντιμετώπιση συγκρούσεων εντός της Ευρώπης και Αφρικής, έως και τη συνεργασία για θέματα μετανάστευσης και καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης. Στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών, η Βρετανία και τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αν και εξακολουθούν να βρίσκονται μαζί, υπάρχει μια τάση απομόνωσης.
Η συνεργασία μεταξύ των γνωστών ως «μεγάλων τριών»- Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο- εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ε.Ε., ειδικότερα σχετικά με το Ιράν. Η Γερμανία και η Γαλλία θέλουν να διατηρήσουν τη Βρετανία δεσμευμένη, ενώ το Λονδίνο δεν δέχεται να δεσμευθεί στις ευρωπαϊκές θεσμικές διαδικασίες. Τον Μάρτιο του 2019, ο Γάλλος πρόεδρος, Emmanuel Macron, πρότεινε επίσης ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας για να παραμείνει η Βρετανία εντός της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Ωστόσο, εξέλειπε η διάθεση του Λονδίνου να συνεργαστεί με άλλους Ευρωπαίους κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους καλοκαιριού του 2020. Δεν μπορεί παρά να γεννάται το ερώτημα σχετικά με το αν η απάντηση της Ευρώπης στα γεγονότα στη Λευκορωσία και στη δηλητηρίαση του Alexei Navalny θα ήταν πιο ισχυρή και αποτελεσματική με τη συμβολή της Μεγάλης Βρετανίας (και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εμπλακεί).
Καθώς το Παρίσι και το Βερολίνο διαφωνούν σχετικά με τις στρατηγικές για τη Λιβύη και τα ελληνοτουρκικά στην Ανατολική Μεσόγειο, το Λονδίνο θα μπορούσε κρατήσει τις ισορροπίες προς την εύρεση μιας κοινής ευρωπαϊκής θέσης.
Στα Δυτικά Βαλκάνια, όπου η παρουσία της Μεγάλης Βρετανίας εξακολουθεί να είναι αισθητή, Βρετανοί διπλωμάτες θα μπορούσαν να συμβάλλουν ώστε να αποτραπεί στον Ατλαντικό η εμφάνιση δύο ξεχωριστών διεθνών πρωτοβουλιών στο ζήτημα Σερβίας- Κοσόβου- από τη μία της Ε.Ε., και από την άλλη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε επίσης να ασκήσει πίεση στην Ε.Ε. για μια πιο ισχυρή απάντηση στην παραβίαση δικαιωμάτων στο Χονγκ Κονγκ από την Κίνα. Όσον αφορά την άμυνα, η Βρετανία είναι μία από τις δύο χώρες της Ευρώπης- μαζί με τη Γαλλία- που διαθέτει σημαντική στρατιωτική δύναμη.
Γενικά, είναι δύσκολος ο αγώνας της Ε.Ε. για τη διαμόρφωση κοινών θέσεων σχετικά με την εξωτερική πολιτική, για ζητήματα που αφορούν από τη Ρωσία έως την Κίνα.
Στο παρελθόν, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν σημαντικό για τη διαμόρφωση πολιτικών στα σημερινά ζητήματα που αφορούν την Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και την Ανατολική Ευρώπη, και σε σχέση με τη Ρωσία και Τουρκία. Τώρα, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ απουσιάζουν καταφανώς. Όμως, τόσα χρόνια βρετανικής δέσμευσης στα ευρωπαϊκά ζητήματα δεν μπορούν να χαθούν τόσο εύκολα.
Ακόμα κι αν η Μεγάλη Βρετανία εξελιχθεί στην επονομαζόμενη Παγκόσμια Βρετανία, απαλλαγμένη από τους δεσμούς συνεργασίας με τους προηγούμενους ευρωπαϊκούς της εταίρους, θα έχει ανάγκη από φιλίες, συμμαχίες και εταιρικές σχέσεις για να επιτύχει τους νέους της στόχους.
Για παράδειγμα, οι βλέψεις της Βρετανίας προς τη Ρωσία θα μπορούν να ικανοποιηθούν από τη συνεργασία της τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και με την Ε.Ε.- σε θέματα κυρώσεων και ανταλλαγής πληροφοριών, καταπολέμησης φαινομένων ξεπλύματος χρημάτων και οργανωμένων εγκλημάτων, και για την αντιμετώπιση της εξωτερικής παρέμβασης σε εσωτερικά θέματα.
Η βρετανική κυβέρνηση έχει εκκινήσει αναθεωρητικές διαδικασίες για τη διεθνή της δέσμευση με μια Ολοκληρωμένη Αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της ασφάλειας και της διεθνούς ανάπτυξης. Σε αυτά τα πλαίσια, αν δεν υπάρξει διάλογος με την Ε.Ε. που να τη συμφέρει, η Βρετανία θα επιδιώξει να απαλλαγεί από τους παλιούς της δεσμούς, και να βρει νέες συμμαχίες ώστε να επιτύχει τους στόχους της για μια Παγκόσμια Βρετανία.
Αυτό όμως απαιτεί εμπιστοσύνη και συμφωνία σε ορισμένες βασικές αρχές. Ο κόσμος, όχι μόνο η Ε.Ε. και η Ιρλανδία, αναμένουν να δουν αν το νέο νομοσχέδιο για την εσωτερική αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου «θα παραβιάσει το διεθνές δίκαιο με ένα πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο τρόπο» ως προς τη συμφωνία απόσυρσης που περιλαμβάνει το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία. Αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία, τις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., ίσως ακόμη και τη θέση της Βρετανίας στον κόσμο.
Το Λονδίνο εξετάζει μια εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η Nancy Pelosi, εκπρόσωπος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, απέκλεισε σύντομα οποιαδήποτε συμφωνία εάν υπονομευθεί η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.
Για την Ευρώπη, το Brexit πρέπει να εξεταστεί εκτενώς και μακροπρόθεσμα. Η Ε.Ε. αποδείχθηκε ως ένας δύσκολος διαπραγματευτής, με στόχους. Επέδειξε ένα εξαιρετικό πνεύμα ομοψυχίας στην υπεράσπιση της ενιαίας αγοράς και της κυριαρχίας της Ιρλανδίας, και στην υπονόμευση των επαναλαμβανόμενων προσπαθειών του Ηνωμένου Βασιλείου να διχάσει τα μέλη της.
Αλλά η Ευρώπη μετά το Brexit πρέπει, επίσης, να εστιάσει στην επόμενη συνεργασία, και όχι μόνο στο «διαζύγιο» με τη Μεγάλη Βρετανία και στην κυβέρνηση του Boris Johnson.
Σε έναν κόσμο ασταθή και ανάστατο, το κίνητρο πρέπει να είναι η ενίσχυση των συμμαχιών μεταξύ εκείνων που επιδιώκουν διεθνή σταθερότητα και συνεργασία, και όχι ανταγωνισμό και εχθρότητα. Για να γίνει αυτό, η Ε.Ε. πρέπει να είναι ανοιχτή σε πιο ελεύθερες συμφωνίες με εταίρους, ώστε να προσελκύσει τέτοιες συμμαχίες.
*διευθύντρια, «Carnegie Europe»
**πρώτη δημοσίευση: carnegieeurope.eu