του Ηλία Κλη*
Δύο είναι τα νέα στοιχεία που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της σημερινής ελληνοτουρκικής κρίσης: το τουρκολιβυκό «Μνημόνιο» και η αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από την εμπλοκή στα τεκταινόμενα της Μεσογείου.
Το καταχρηστικό τουρκολιβυκό «Μνημόνιο» ανέβασε τα ελληνοτουρκικά προβλήματα σε άλλο επίπεδο, επίπεδο πολυδιάστατης κρίσης σε περιοχή ζωτικής σημασίας για τη διεθνή σταθερότητα.
Εκ πρώτης όψεως η «Γαλάζια Πατρίδα» πλήττει την Ελλάδα και τα ελληνικά συμφέροντα, την Κυπριακή Δημοκρατία και τα συμφέροντα των Κυπρίων συνολικά. Έχει όμως σαρωτικές επιπτώσεις στη σταθερότητα στη Μεσόγειο και στα συμφέροντα των περισσότερων χωρών στην ανατολική λεκάνη και πέραν αυτής.
Από χρόνια ήδη ο Ερντογάν προώθησε συγκρουσιακά εγχειρήματα «υψηλού ρίσκου» (πλέον πρόσφατα: Συρία, Λιβύη) με στρατιωτική εμπλοκή, διεκδικώντας ρυθμιστική περιφερειακή ισχύ για την Τουρκία.
Ήρθε έτσι σε τροχιά σύγκρουσης με συγκεκριμένες δυνάμεις λ.χ. η Γαλλία και η Αίγυπτος, που είδαν να διακυβεύονται δικά τους αντίθετα συμφέροντα ή αντιλήψεις ασφαλείας. Ένας ακόμα μεγαλύτερος διεθνής κύκλος, με ενδεικτικά παραδείγματα τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, αντιμετώπισε με σοβαρότατη ανησυχία την τουρκική επιθετικότητα, τον έκδηλο αναθεωρητισμό και την κλιμακούμενη στρατιωτική πίεση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι τουρκικές στρατηγικές επιδιώξεις μετέτρεψαν το ελληνοτουρκικό ζήτημα από διμερή διαμάχη σε οξεία περιφερειακή σύγκρουση με πολλούς συνεμπλεκόμενους.
Έτσι, η προάσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και αντίστοιχα εκείνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελεί φραγμό στην ανάδειξη στην ευρωμεσογειακήγειτονιά μιας ανταγωνιστικής και ανεξέλεγκτης δυνάμεως η οποία χρησιμοποιεί ως βασικά εργαλεία τον εκβιασμό ισχύος, τον αναθεωρητισμό και την αποσταθεροποίηση.
Η ελληνική κυβέρνηση αξιοποίησε κατά το καλύτερο δυνατό τις γεωπολιτικές επιπτώσεις των τουρκικών ενεργειών. Κινήθηκε τάχιστα σε πολλές κατευθύνσεις παρά τις δυσκολίες του σημερινού διαταραγμένου διεθνούς περιβάλλοντος, εξασφαλίζοντας σταδιακά σημαντική υποστήριξη.
Στόχος των τουρκικών πολεμικών απειλών δεν είναι μόνο η χώρα μας αλλά και η διεθνής κοινότητα, ευρωπαϊκή και ατλαντική. Επιδιώκει με τακτικισμούς να εξαναγκάσει συμμάχους και εταίρους να οδηγήσουν την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με τούρκικα μέτρα, αποτρέποντας περαιτέρω διεθνείς αντιδράσεις.
Τούτο θα ανακούφιζε τους διαχειριστές διεθνών σχέσεων σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες. Θα ήταν όμως εξαιρετικά ζημιογόνο όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για τα ευρωπαϊκά και δυτικά συμφέροντα.
Η αποχώρηση της επιρροής αμέσων παρεμβάσεων των ΗΠΑ όπως είχαν λειτουργήσει στο παρελθόν, είναι η άλλη σημαντική νέα παράμετρος. Η αλλαγή βάρους αυξάνει κάθετα τις ευρωπαϊκές ευθύνες.
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ διαθέτει σημαντικά εργαλεία πειθούς, δεδομένης της άθλιας κατάστασης της τουρκικής οικονομίας. Ουδείς επιδιώκει την αποσταθεροποίηση ή την ταπείνωση της Τουρκίας.
Πρέπει όμως να επιδιωχθεί η επάνοδός της στους φυσιολογικούς κανόνες διεθνών σχέσεων ιδίως μάλιστα απέναντι στους δύο απειλούμενους εταίρους.
Τούτο συνεπάγεται, σε ότι αφορά την Ελλάδα, όχι μόνο την εγκατάλειψη των πολεμικών απειλών και των στρατιωτικών πιέσεων αλλά και την επιστροφή στη λογική διαπραγματεύσεων υπό αναγνωρισμένους διεθνείς κανόνες και για το συγκεκριμένο αντικείμενο καθορισμού θαλασσίων ορίων.
Το πλαίσιο των κανόνων που έχει κωδικοποιηθεί από τον ΟΗΕ και η κρίση από τα αρμόδια διεθνή δικαιοδοτικά όργανα αποτελεί εγγύηση για τα ελληνικά συμφέροντα και προστασία απέναντι στην «Kazan- Kazan» (διάβαζε: zero- sum) συνολική διαπραγμάτευση «φινλανδοποίησης» που προωθεί με πολεμική υστερία ο πιεζόμενος τούρκος ηγέτης.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική υιοθέτησε ως πάγια προσέγγιση την αποδοχή της υπαγωγής των διαφορών οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας σε Διεθνές Δικαστήριο στο πλαίσιο κανόνων ισχύοντος εθνικού και συμβατικού Διεθνούς Δικαίου: την οδό της Χάγης, η οποία όμως μόνο συναινετικά με τον αντίδικο λειτουργεί. Δεν γίνεται να προσφύγεις μόνος.
Με πρώτο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που προσπάθησε να κινήσει τη δέουσα προκαταρτική διαδικασία με την Τουρκία, την οδό αυτή υποστήριξαν έκτοτε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Ουδεμία, ουδέποτε, την αποκήρυξε.
Η χώρα μας, ως φυσιολογικό μέλος της μεταπολεμικής διεθνούς κοινότητας, έχει αποδειχθεί να τεθούν τα επιχειρήματά της και η τελική διαμόρφωση της οριοθέτησης στην κρίση αρμοδίου Διεθνούς οργάνου, εφόσον όμως η αντίδικη χώρα αποδέχεται ρητά τους ισχύοντες κανόνες όπως έχουν πανηγυρικά κωδικοποιηθεί στο Διεθνές Δίκαιο.
Με άλλα λόγια, αποδέχονται τον «κίνδυνο» τον οποίο μια δικαστική κρίση περιέχει για τον προσφεύγοντα- είτε πρόκειται για κοινή αστική δίκη, είτε για διεθνή δικαιοδοσία. Προϋπόθεση για την ανάληψη του κινδύνου αυτού είναι η ρητή υπαγωγή των διαδίκων στους ίδιους κανόνες κρίσεως, όπως καταγράφονται στη Σύμβαση ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982).
Το τουρκικό σύνθημα περί «μαξιμαλισμού» των ελληνικών αξιώσεων, το οποίο ενίοτε συγκρατούν και ορισμένοι δυτικοί παράγοντες, ακυρώνεται από την πάγια αυτή ελληνική τοποθέτηση. Οι ισχύοντες διεθνείς κανόνες φροντίζουν να καλύπτουν την αντικειμενική αξιολόγηση των πραγματικών στοιχείων, πάντοτε όμωςμέσα στο βασικό πλαίσιο των αναγνωρισμένων από το Διεθνές Δίκαιο δικαιωμάτων που έχει κάθε χώρα.
Ο στόχος που προωθεί η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτός ακριβώς. Η ελπίδα είναι ότι οι έταιροι και σύμμαχοι θα αναλάβουν τον πρόσθετο κόπο να φέρουν την Τουρκία σε μία διαπραγμάτευση με δεδομένους κανόνες και συγκεκριμένο ζητούμενο. Είναι προς συμφέρον όλων, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης.
Αν όχι, η γοητεία του εκβιασμού ισχύος θα επιστρέψει και θα εγκατασταθεί στην πόρτα της Ευρώπης. Εναντίον όλων.
*πρέσβης ε.τ.