της Judy Dempsey
Επικρατεί αναταραχή σε περιοχές της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε θέση να δράσει.
Οι αντιδράσεις της Ε.Ε. στις συνεχείς ειρηνικές διαδηλώσεις στη Λευκορωσία- όπου οι δυνάμεις ασφαλείας γίνονται όλο και πιο βίαιες- προκαλούν ντροπή. Η Ε.Ε. παρακολουθεί αμέτοχη τον πόλεμο Αρμενίας- Αζερμπαϊτζάν. Δεν υπάρχει τέλος στις αναταραχές που προκαλεί η Ρωσία στην ανατολική Ουκρανία.
Όσον αφορά την Νότια Ευρώπη- είτε πρόκειται για το χάος στη Λιβύη, είτε για την πολιτική παράλυση στον Λίβανο, τον αδιάκοπο πόλεμο στην Υεμένη ή την καταστροφή της Συρίας- ο ρόλος της Ευρώπης παραμένει παθητικός. Η Ευρώπη έριξε την ευθύνη στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν. Βρίσκονται σε φάση αναδιαμόρφωσης της γεωστρατηγικής εικόνας της περιοχής.
Η στρατηγική αδυναμία της Ευρώπης θα επιδεινωθεί.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού, που σαρώνει όλη την Ευρώπη, φαίνεται πως θα αποδυναμώσει την οικονομική ένωση και θα την οδηγήσει σε εσωστρέφεια. Ακόμη και αν ούτε τα σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν ταρακουνούν τους Ευρωπαίους, τότε σίγουρα θα το κάνει η πανδημία.
Ο κορονοϊός επηρεάζει ήδη τόσες πτυχές της ζωής μας, ώστε θεωρείται πλέον κομμάτι της. Φαίνεται ότι οι χώρες από μόνες τους δεν μπορούν να ξεπεράσουν την πανδημία και να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές της συνέπειες. Απαιτείται μια συλλογική, πολυμερή προσπάθεια ώστε να υπάρξει ανάκαμψη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2020 παρακολουθούνται στενά από την Ευρώπη.
Σχετικά με τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι ούτε οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, ούτε οι συγκρούσεις στα σύνορα της Ε.Ε. που κεντρίζουν το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Το αντίθετο ισχύει για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Υπάρχει η ελπίδα και επιθυμία ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, θα νικηθεί- με διαφορά- από τον Δημοκρατικό υποψήφιο, Joe Biden.
Υπάρχει, επίσης, στο υποσυνείδητο η ιδέα ότι τυχόν νίκη του Biden- εάν οι κάλπες αποδειχθούν σωστές- θα αποκαταστήσει την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ και θα οδηγήσει, για ακόμη μια φορά, στην αποκατάσταση των υπερατλαντικών σχέσεων. Αυτή είναι απλώς η μεγάλη επιθυμία. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν αποδεχθούν ότι βρισκόμαστε σε μια νέα κανονικότητα.
Η προηγούμενη κανονικότητα βασίζονταν στην παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ και σε ένα πολυμερές σύστημα που οικοδομήθηκε μετά το 1945. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτή η «αρχιτεκτονική» αποδείχθηκε ανθεκτική. Η ιδεολογική σύγκρουση κινητοποίησε τη Δύση, αλλά δημιούργησε ταυτόχρονα πνευματικό εφησυχασμό. Αυτή είναι και η αδυναμία της Ευρώπης.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση και τις νέες προκλήσεις για την ηγεμονία της Δύσης, ειδικά από την Κίνα, αλλά και από το Ιράν και την Τουρκία, άφησε την Ευρώπη χωρίς κίνητρα. Και, μάλιστα, σε επικίνδυνο βαθμό.
Οι συγκρούσεις στα σύνορα της Ε.Ε. επιβεβαιώνουν την κατάρρευση της πολυμερούς τάξης μετά το 1945. Όμως, καθώς παραπονιόμαστε για το τέλος της και για την παγκόσμια κυριαρχία του Trump, είναι σαν να αποφεύγουμε τα σημαντικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαίοι, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα των ΗΠΑ.
Το πιο σημαντικό ζήτημα είναι πώς να ανοικοδομήσουμε την πολυμέρεια. Αυτό δεν αφορά μόνο την ενίσχυση του συστήματος εμπορικών συναλλαγών βάσει κανονισμών, και το άνοιγμα αγορών για πιο φτωχές χώρες. Αφορά επίσης την ασφάλεια, ιδίως την ενίσχυση του ελέγχου του οπλισμού και την αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων.
Τόσο ο έλεγχος των όπλων, όσο και ο μη πολλαπλασιασμός τους, απασχολούν και πάλι τον Trump. Στο μεταξύ, η Ρωσία και η Κίνα μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν την έλλειψη αμερικανικής ηγεσίας. Αλλά η διάδοση δεν είναι προς το συμφέρον τους, με δεδομένο την αυξανόμενη ικανότητα της Ινδίας, της Βόρειας Κορέας και του Πακιστάν, ιδίως λαμβάνοντας υπόψιν τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν.
Η στάση της Ευρώπης σε αυτά τα θέματα ασφάλειας ήταν παραπάνω από απογοητευτική. Οι ηγέτες της Ε.Ε. συνεχίζουν να υπερασπίζονται την πολυμέρεια, αλλά μένουν μόνο στα λόγια. Το επιχείρημα είναι ότι όταν πρόκειται για τον έλεγχο των όπλων, πρέπει να ηγηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες- και μετά θα ακολουθήσει η Ευρώπη.
Αλλά αντί να περιμένουμε τον Λευκό Οίκο να αναλάβει τον έλεγχο των όπλων και τα ζητήματα ασφάλειας, τι γίνεται αν οι Ευρωπαίοι- με επικεφαλής τη Βρετανία και τη Γαλλία, τις δύο πυρηνικές δυνάμεις της- αναλάβουν την πρωτοβουλία;
Θα ήταν τόσο δύσκολο για ένα σύνολο δημοκρατικών χωρών- συμπεριλαμβάνοντας και την Αργεντινή, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, την Νέα Ζηλανδία, τη Νότια Αφρική και την Νότια Κορέα, μεταξύ άλλων- που όλες έχουν προβλήματα ασφάλειας, να δοκιμάσουν να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες για τον έλεγχο των όπλων; Και να γίνει αυτό δημόσιο ζήτημα;
Η ζοφερή πραγματικότητα είναι ότι το καθεστώς ελέγχου των πυρηνικών όπλων καταρρέει γρήγορα. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια ώστε να εμπλακεί η Κίνα στον χώρο της ασφάλειας και για να έρθει η Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Επομένως, όποιος γίνει ο επόμενος πρόεδρος της Αμερικής, οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να αποφασίσουν εάν θα ωριμάσουν και θα αναλάβουν την ευθύνη σχετικά με την πολυμέρεια και τα θέματα παγκόσμιας ασφάλειας- ή αν θα συνεχίσουν να παραπονιούνται και να περιμένουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να ηγηθούν. Η επιλογή τους πρέπει να γίνει ξεκάθαρη.
*πρώτη δημοσίευση: carnegieeurope.eu