του Π.Κ. Ιωακειμίδη*
Όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και ελάχιστα με το περίφημο “δίλημμα των φυλακισμένων” (prisoners dilemma) γνωρίζουν ότι η κεντρική προϋπόθεση για τη λύση ενός δύσκολου προβλήματος είναι η ύπαρξη εμπιστοσύνης (trust) μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών . Η δυσπιστία (mistrust) συνιστά το κύριο εμπόδιο στη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων. Και ακριβώς αυτή είναι η κεντρική αιτία για την αδυναμία προσέγγισης Ελλάδας – Τουρκίας. Η μια χώρα καλώς ή κακώς δεν εμπιστεύεται την άλλη. Το χάσμα δυσπιστίας είναι τεράστιο και μεγαλώνει. Για την Ελλάδα, η δυσπιστία απέναντι στην Τουρκία και στα κίνητρά της εστιάζεται σε πέντε σημεία:
1.Πιστεύει ότι η Τουρκία ( ιθύνουσα τάξη) είναι εγγενώς αναθεωρητική, νεοοθωμανική και επεκτατική δύναμη. Επιδιώκει τη συρρίκνωση της χώρας μας με την ανατροπή του καθεστώτος που διαμόρφωσαν οι Συνθήκες Λωζάνης (1923) και Παρισίων (1947). Αυτός είναι ο απώτερος στόχος της Τουρκίας. Παράλληλα θέλει να καταστεί η κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη .
2.Αυτή τη συρρικνωμένη χώρα την θέλει “φινλανδοποιημένη”, όπως δηλαδή τη Φινλανδία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, να λειτουργεί ως οιονεί δορυφόρος μιας ισχυρής Τουρκίας, υπακούοντας στις “εντολές” της κυρίως σε ζητήματα , επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Έστω κι αν ένα καθεστώς φινλανδοποίησης είναι αδιανόητο για μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
3.Η Τουρκία προωθεί αποσχιστική πολιτική στην περιοχή της Θράκης με μοχλό τη Μουσουλμανική μειονότητα της περιοχής και σε εφαρμογή του στόχου για τη συρρίκνωση της χώρας μας.
4.Αναπτύσσει πολιτική ισχύος,/πυγμής για την επιδίωξη των στόχων της έξω από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και γι αυτό άλλωστε δεν προσχωρεί στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982).
5.Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ο διάλογος που λέγει ότι θέλει με την Ελλάδα είναι προσχηματικός και δεν πρόκειται να αποδώσει τίποτα. Είναι χάσιμο χρόνου. Και αυτός είναι ένας λόγος που η Ελλάδα περιορίζει το πεδίο μόνο στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Γιά την Τουρκία, η δυσπιστία απέναντι στην Ελλάδα είναι επίσης βαθειά, καθώς η Άγκυρα φαίνεται να πιστεύει ότι:
1.Η Ελλάδα, βαθύτατα εχθρική απέναντι στην Τουρκία, αποβλέπει στην περικύκλωση ή και διάλυση της Τουρκίας και πάντως στον αποκλεισμό της από την Αν. Μεσόγειο. Και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και κάθε χώρα με εχθρικές σχέσεις πρός την Τουρκία, από Ισραήλ, Αίγυπτο, Σ.Αραβία μέχρι Αρμενία.
2.Η Ελλάδα, εμπνεόμενη ακόμη από τη Μεγάλη Ιδέα, είναι η αναθεωρητική δύναμη καθώς θέλει να μετατρέψει το Αιγαίο σε “ελληνική λίμνη” και να αποκλείσει την ελεύθερη πρόσβαση της Τουρκίας σ αυτό “ερμηνεύοντας με μονομερή τρόπο το Δίκαιο της Θάλασσας”.
3.Η επιδίωξη του διερευνητικού διαλόγου από πλευράς Ελλάδας είναι προσχηματική. Θέλει μέσω του διαλόγου να κερδίσει χρόνο προκειμένου να ενισχύσει την αποτρεπτική, στρατιωτική της δύναμη και να προωθήσει άλλες στρατηγικές στην περιοχή.
4.Η Ελλάδα δεν επιθυμεί ειλικρινώς την επίλυση των διμερών ελληνοτουρκικών προβλημάτων και γι αυτό συρρικνώνει την agenda του διερευνητικού διαλόγου μόνο σε δύο ζητήματα. Μόνο κάτω από πίεση μπορεί η Ελλάδα να συναινέσει στη διεύρυνση της agenda του διαλόγου. (Όθεν και η νέα έξοδος του Ορούτς Ρέις).
Όλα αυτά είναι βέβαια εκατέρωθεν προσλήψεις (perceptions) που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Αλλά οι προσλήψεις διαμορφώνουν εν πολλοίς την πολιτική. Επομένως για να υπάρξει κάποια πρόοδος πρέπει να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της δυσπιστίας. Διαφορετικά χτίζουμε στην άμμο. Πώς; Με τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Και εάν από τη “ρητορική της δυσπιστίας” απομονωθούν τα θεμιτά αιτήματα/θέσεις της κάθε πλευράς ως βάση για διάλογο/διαπραγμάτευση. Και με τερματισμό βέβαια μονομερών ενεργειών. Δύσκολη άσκηση...
*ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Πρεσβευτής – Σύμβουλος του ΥΠΕΞ