Το ετήσιο συμπόσιο της ΕΚΤ βρίσκει τους κορυφαίους κεντρικούς τραπεζίτες στον πλανήτη αντιμέτωπους με μεγάλες προκλήσεις και ακόμη μεγαλύτερα ερωτήματα. Το σημαντικότερο όλων: Γιατί η νομισματική πολιτική δεν αποδίδει πια στον βαθμό που απέδιδε στο παρελθόν και ποιος θα πρέπει να είναι ο νέος ρόλος της σε ένα κόσμο που δοκιμάζεται από την πανδημία, αλλά και αλλάζει ραγδαία.
Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει το Reuters το μόνο στο οποίο φαίνεται να συμφωνούν όλοι προς το παρόν είναι πως βιώνουμε μία μετάβαση σε μία νέα οικονομική τάξη. Η παγκοσμιοποίηση και όσοι αντιδρούν σε αυτήν, αισθανόμενοι ότι δεν εισέπραξαν οφέλη ή και έχασαν, η κλιματική κρίση, ο ταχύτατος ψηφιακός μετασχηματισμός, η αυτοματοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη, οι ανισότητες, η γήρανση του πληθυσμού, η πανδημία- όλα αλλάζουν τις καταναλωτικές συνήθειες. Και αλλάζοντας τις συνήθειες διατηρούν υπό ισχυρότατη πίεση τον πληθωρισμό, που όχι μόνο δεν προσεγγίζει το 2%, αλλά συχνά τα τελευταία χρόνια υποχωρεί και υπό το μηδέν.
«Όποιοι και εάν είναι οι διαρθρωτικοί παράγοντες πίσω από την πτώση των φυσικών επιτοκίων, η πτωτική τάση συνιστά μεγάλη πρόκληση για το υφιστάμενο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής» έγραψε ο Κλάους Άνταμ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μανχάιμ, σε έκθεση που θα παρουσιαστεί στο συμπόσιο. Η αποτυχία των κεντρικών τραπεζιτών να επιτύχουν τους στόχους τους αμφισβητεί ουσιαστικά ένα βασικό στοιχείο της νομισματικής θεωρίας: το γεγονός ότι ο πληθωρισμός διαδραματίζει πάντα ρόλο στην πολιτική και ότι οι τιμές αυξάνονται όσο η ανεργία μειώνεται.
Παρόλο που η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν κρατήσει τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος επι χρόνια και έχουν υπερδιπλασιάσει τον ισολογισμό τους από το 2015 σε σχεδόν 15 τρισ. δολάρια, δεν έχουν καταφέρει να τονώσουν τον πληθωρισμό. Ακόμη και πριν από την πανδημία ήταν σε επίμονα υποτονικά επίπεδα, ενώ τώρα στην Ευρωζώνη κινείται υπό το μηδέν. Η FED αν και πέτυχε προς στιγμήν τον δικό της στόχο δεν κατάφερε ποτέ να ομαλοποιήσει την πολιτική της. Αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στον πληθωρισμό και δοκιμάζει συνεχώς τα όρια των άλλων εργαλείων πολιτικής, αγοράζοντας τεράστιες ποσότητες κρατικού χρέους.
Η εκτεταμένη χρήση της ποσοτικής χαλάρωσης, τα αρνητικά επιτόκια και η διαρκής καταφυγή σε «ανορθόδοξα», αντισυμβατικά όπλα έχει ως αποτέλεσμα οι κεντρικές τράπεζες να έρχονται αντιμέτωπες με οξεία κριτική, ακόμη και με νομικές προσφυγές. Ωστόσο στον «θαυμαστό, καινούργιο κόσμο» δεν έχουν μάλλον άλλη επιλογή από το να πειραματιστούν και να τολμήσουν. Μετά την πανδημία, που έρχεται να οξύνει τις ανισότητες, πλήττοντας σε μεγαλύτερο βαθμό τους φτωχούς, η κορυφαία και επίμονη πρόκληση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν είναι η κλιματική αλλαγή- με παρόμοιες συνέπειες. Και για να είναι αποτελεσματικές θα πρέπει να επανεξετάσουν το ρόλο, τους στόχους και τη στρατηγική τους.
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr