του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Οι πατέρες της αμερικανικής δημοκρατίας, στην περίφημη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1776, δηλώνουν ότι «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και έχουν προικιστεί από τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας». Το πρόβλημα, βέβαια, τότε, με τη Διακήρυξη αυτή, ήταν ότι δεν αναφερόταν στο χρώμα των ανθρώπων. Αυτό το κενό συμπληρώθηκε αργότερα και μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων.
Μετά το τέλος του πολέμου αυτού, στο Σύνταγμα προστέθηκε το άρθρο 13 που καταργούσε το θεσμό της σκλαβιάς, πλην όμως οι μαύροι Αμερικανοί μόνον από το 1965 μπορούν να ψηφίζουν κανονικά . Απότοκο των διαφορών μεταξύ Βορρά και Νότου στις ΗΠΑ είναι και το σύστημα εκλογής του προέδρου της χώρας, ο οποίος ακόμα και αν υπερισχύσει σε ψήφους, όπως η Χίλαρι Κλίντον, μπορεί να χάσει την εκλογή λόγω της μη επιλογής του από τους «εκλέκτορες».
Συμβαίνει δε, οι τελευταίοι, να είναι πολύ ισχυροί στο Νότο, παραχώρηση που έγινε από το Βορρά για να ενταχθούν οι κάτοικοι του στην Ομοσπονδία. Σημειώνουμε ότι επειδή οι Πολιτείες του Νότου είχαν μικρότερο λευκό πληθυσμό σε σχέση με τις μεγάλες Πολιτείες του Βορρά, φοβήθηκαν την υπεροχή των Βορείων που θα έβγαζαν μονίμως δικό τους πρόεδρο. Και αυτός εκείνα τα χρόνια ,θα μπορούσε να καταργήσει το καθεστώς της δουλείας.
Ισχυρίστηκαν έτσι ότι οι μαύροι στις νότιες Πολιτείες πρέπει να μετρηθούν ως πολίτες - χωρίς φυσικά ανθρώπινα δικαιώματα. Κι έτσι εξασφάλισαν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό εκλεκτόρων - βάσει του συνόλου του πληθυσμού από το άθροισμα λευκών και μαύρων. Έτσι, εδραίωσαν τη δυνατότητα οι Πολιτείες του Νότου να κρίνουν τον νικητή. Δικαίωμα όχι ασήμαντο για ηττημένους έστω και εμφύλιας πολεμικής σύγκρουσης.
Όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, στον δισεκατομμυριούχο Ντόναλντ Τραμπ, πρόσφεραν μια μοναδική ευκαιρία αφενός μεν να αναρριχηθεί στην εξουσία, αφ’ ετέρου δε να απειλεί με παραμονή σε αυτήν σε περίπτωση ήττας του.
Στο πλαίσιο αυτό, ο απερχόμενος πρόεδρος, αρκετό καιρό πριν την εκλογική αναμέτρηση προετοίμαζε τους μηχανισμούς που θα του επέτρεπαν να πετύχει τα σχέδια του και στο επίπεδο αυτό τον βοήθησαν τόσο ο παλαιολιθικός αμερικανικός αριστερισμός, όσο και οι βιαιότητες των μαύρων μετά τον θάνατο του Τζωρτζ Φλόϋντ μετά από ηθελημένη.. αστυνομική βία.
Η πρόθεση του να κινητοποιήσει τον στρατό για να καταστείλει τα πλιάτσικα και τις βιαιότητες μαύρων διαδηλωτών, μετά το δραματικό συμβάν, είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που απέχει αισθητά από τις αρχές των ιδρυτών της αμερικανικής δημοκρατίας.
Σε άλλες εποχές επίσης παραπέμπει και η πρόταση του για τον σχηματισμό «στρατού λευκών», οι οποίοι το βράδυ των εκλογών θα επιτηρούσαν την εκλογική διαδικασία. Σε δεύτερη φάση, η πρόταση αυτή, μετατράπηκε σε μηχανισμό αποθάρρυνσης των μαύρων να πάνε να ψηφίσουν και σε μέσο προπαγάνδας, η οποία εκ των προτέρων έκανε λόγο για νοθεία στις εκλογές.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, προετοίμαζε για τις ΗΠΑ μια σοβαρή συνταγματική κρίση, η οποία σήμερα είναι ήδη παρούσα.. Διότι τι θα συμβεί αν ο Τραμπ δεν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, επικαλούμενος νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος; Το πιο πιθανό σενάριο είναι να χρειαστεί να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο για το ποιος πραγματικά κέρδισε τις εκλογές. Με φιλική προς τους Ρεπουμπλικάνους Γερουσία ποια θα είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου; Πώς θα αντιδράσει μια έντονα πολωμένη και διχασμένη κοινή γνώμη αν δεν γίνει σεβαστή η απόφασή της; Τι θα κάνει το Κογκρέσο όπου ο νικητής των εκλογών είναι αποδυναμωμένος;
Ποια στάση θα κρατήσει το Δημοκρατικό Κόμμα με το Ανώτατο Δικαστήριο και τη Γερουσία εκτός του ελέγχου του; Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου του Σικάγου Έρικ Πόσνερ, «οι εξελίξεις οδηγούν τους Δημοκρατικούς να παίξουν σκληρό παιχνίδι». Πολλοί προτρέπουν τον εκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να αυξήσει τον αριθμό των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου - από 9 σε 13 - ορίζοντας 4 νέους δικαστές και αποκτώντας έτσι προοδευτική πλειοψηφία 7-6.
Η σημασία αυτής της πρότασης είναι τεράστια. Μια παρόμοια απόπειρα του Ρούζβελτ ηττήθηκε και προκάλεσε μεγάλη πολιτική ζημιά στην προεδρία του. Ο Μπάιντεν, παρά το μετριοπαθές του ένστικτο, δεν έχει απορρίψει αυτή την ιδέα, φοβούμενος την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Όμως το πρόβλημα του Μπάιντεν δεν είναι η Αριστερά – είναι το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην προεκλογική εκστρατεία υποσχέθηκε υγειονομική περίθαλψη και καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας - δυο τομείς προς τους οποίους οι συντηρητικοί δικαστές δείχνουν εχθρότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος αντιμετωπίζει σοβαρότατο δίλημμα. Εάν αυξήσει τον αριθμό των δικαστών, κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη των μετριοπαθών Δημοκρατικών, να βαθύνει την πόλωση και να αμαυρώσει το κύρος του ανώτατου δικαστικού σώματος. Εάν δεν αυξήσει τον αριθμό των δικαστών, θα είναι πολιτικά ανίκανος να προωθήσει οποιαδήποτε αλλαγή. Με την Αμερική σε κρίση, καλόν είναι η Ευρώπη να ξυπνήσει πριν τα απόνερα της αμερικανικής θεσμικής παρακμής την ...μολύνουν!