του Νίκου Ανδρουλάκη*
Η εκλογή Μπάιντεν με 306 εκλέκτορες έναντι 232 του Τραμπ ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο μετά την οδυνηρή εμπειρία της Προεδρίας του δεύτερου. Είναι μία ευκαιρία για την μεταβολή της γενικευμένης ατμόσφαιρας ανασφάλειας και αστάθειας που κυριάρχησε επί μακρόν τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στο διεθνές περιβάλλον.
Ήδη πριν από τις εκλογές, ήταν διάχυτη η παραδοχή ότι αυτές οι προεδρικές εκλογές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, το αποτέλεσμα των οποίων θα καθόριζε τον κόσμο όχι μόνο για τα επόμενα 4 χρόνια αλλά και αρκετά περισσότερο. Το εξώφυλλο του περιοδικού ΤΙΜΕ που άλλαξε για πρώτη φορά το λογότυπό του σε VOTE, τονίζοντας την σημασία των εκλογών αλλά και η πολύ αυξημένη συμμετοχή, η οποία ξεπέρασε κάθε προσδοκία αποτελούν κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα της ελπίδας που είχε δημιουργηθεί.
Σήμερα, με την εκλογή του Μπάιντεν να αποτελεί γεγονός, τίθεται το ερώτημα. Μπορεί ο ερχομός του να εισαγάγει ένα νέο ύφος και ήθος στη διεθνή πολιτική σκηνή; Μπορεί δηλαδή σε μία οδυνηρή συγκυρία για την ανθρωπότητα να σηματοδοτήσει μία προοδευτική στροφή, σβήνοντας το διχαστικό εθνικιστικό αποτύπωμα του Τραμπ;
Το δημόσιο ύφος του Τραμπ χαρακτηρίστηκε από ναρκισιστικό κυνισμό και διχαστικό λόγο. Συχνά, εξέπεμψε σκεπτικισμό απέναντι στην επιστήμη φλερτάροντας με τη συνωμοσιολογία, κάτι που έγινε ορατό στην καταστροφική διαχείριση της πανδημίας, αλλά και στην άρνηση του να αποδεχθεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Πρόκρινε την όξυνση των αντιπαραθέσεων μετά τις διαμαρτυρίες κατά της αστυνομικής βίας από το κίνημα Black Lives Matter, προσπαθώντας αντί να ενώσει τη χώρα, να εκμεταλλευθεί τη σύγκρουση για το μικροπολιτικό του συμφέρον.
Τελικά, οι Αμερικανοί εξέλεξαν το ακριβώς αντίθετό του, τον ορθολογικό και μετριοπαθή Δημοκρατικό Μπάιντεν πιστεύοντας ότι μπορεί να ενώσει τη χώρα ξανά, επιλέγοντας πολιτικές κοινωνικής συνοχής και άμβλυνσης των ανισοτήτων. Στο εσωτερικό της χώρας, προτίθεται να ενισχύσει την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και ασφάλειας, ώστε η κάλυψή του να φτάσει στο 97% των πολιτών, χωρίς όμως να υιοθετεί την πρόταση του Γερουσιαστή Σάντερς για τη δημιουργία ενός αποκλειστικά δημόσιου συστήματος ασφάλισης. Ταυτόχρονα έχει προαναγγείλει ότι θα καταργήσει τις φορολογικές περικοπές που πέρασε ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος, ώστε ακόμα και «οι πλουσιότεροι Αμερικανοί να πληρώσουν το μερίδιο που δίκαια τους αναλογεί».
Αν και πάντα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι σχετικά με τις προσδοκίες που μπορεί να έχει κάποιος από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, η εκλογή του πρώην Αντιπροέδρου, είναι ένα σημάδι επιστροφής σε μία κανονικότητα στις διεθνείς σχέσεις. Ενώ μέχρι τώρα μείζονες αποφάσεις λαμβάνονταν βάσει των προσωπικών συμφερόντων του Προέδρου Τραμπ και ανακοινώνονταν από το Twitter, ο Μπάιντεν αναμένεται να ακολουθήσει μία πιο παραδοσιακή τακτική, ακολουθώντας το δρόμο της διαλεκτικής και της συνεννόησης.
Ένα αρκετά ελπιδοφόρο μήνυμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι ότι μία από τις πρώτες αποφάσεις της νέας κυβέρνησής θα είναι η επαναφορά των ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή. Ενδιαφέρεται ακόμα να αποκαταστήσει τη σχέση των ΗΠΑ με διεθνής οργανισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, και επιθυμεί την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με τους συμμάχους της Αμερικής. Παράλληλα, επικρίνει το Brexit πιστεύοντας στη δύναμη της Ενωμένης Ευρώπης και φαίνεται να ασκεί οξεία κριτική στους χειρισμούς της βρετανικής κυβέρνησης και την πρόθεσή της να παραβιάσει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής που έφερε την ειρήνευση στο νησί της Ιρλανδίας. Παράλληλα, υιοθετεί νέα τακτική όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, χωρίς να τής δίνει άφεση αμαρτιών, αλλά επιδιώκοντας να επενδύσει στη νομιμότητα.
Όσον αφορά την περιοχή μας, στην Ανατολική Μεσόγειο, διαφαίνεται μία προοπτική αλλαγής πολιτικής των ΗΠΑ στην ελληνοτουρκική διένεξη, που μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της εκτόνωσης της έντασης. Μέχρι στιγμής ο Τραμπ είχε επιλέξει το ρόλο αμέτοχου παρατηρητή, ενώ δεν έχει κρύψει το θαυμασμό του για το πρόσωπο του Ερντογάν, χαρακτηρίζοντάς τον «ηγέτη παγκοσμίου εμβέλειας» και προσωπικό του φίλο. Άλλωστε αν αληθεύουν όσα είχε πει ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του, ο Πρόεδρος Ερντογάν είχε απευθείας πρόσβαση στον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο όποτε επιθυμούσε. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν έχει αναπτύξει διαύλους επικοινωνίας με την ελληνική ομογένεια και σε παρέμβασή του, μέσω της εφημερίδας «Εθνικός Κήρυκας» της Νέας Υόρκης, είχε ζητήσει από την κυβέρνηση Τραμπ να ασκήσει πίεση στην Τουρκία, ώστε να σταματήσει τις παράνομες προκλήσεις της έναντι της Ελλάδας. Κατέκρινε τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ενώ πολλές φορές σε δηλώσεις του αναφέρθηκε στο δίκαιο της θάλασσας, υποστηρίζοντας τις ελληνικές θέσεις.
Βέβαια δεν θα πρέπει να έχουμε αυταπάτες ότι ξαφνικά η πολιτική των ΗΠΑ θα αλλάξει άρδην, ή ότι ο Λευκός Οίκος θα παρέμβει δυναμικά για την υποστήριξη των Ελληνικών θέσεων. Σίγουρα θα υπάρχουν αλλαγές και αυτές φαίνεται να είναι θετικές. Όμως ο Μπάιντεν, όπως και κάθε άλλος Αμερικανός Πρόεδρος θα προτάξει τα αμερικανικά συμφέροντα. Άλλωστε, μπορεί ο Τραμπ να φεύγει σε περίπου δύο μήνες, αλλά όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των εκλογών, ο λαϊκισμός και ο απομονωτισμός που εξέφραζε παραμένουν ισχυροί εντός των ΗΠΑ. Ένα πρώτο τεστ για την ανθεκτικότητα του «τραμπισμού» θα αποτελέσουν και οι επαναληπτικές εκλογικές αναμετρήσεις στις 5 Ιανουαρίου στη Τζόρτζια για τον έλεγχο της Γερουσίας στο Κογκρέσο. Σήμερα, όμως, ας σταθούμε στο μεγάλο γεγονός: Η νίκη του Μπάιντεν συνοδεύεται και από την ελπίδα επικράτησης ενός νέου κλίματος στις διεθνείς σχέσεις που τέσσερα χρόνια είχαμε ξεχάσει. Είναι η ευκαιρία μέσα από έναν ειλικρινή διάλογο των δύο παιχτών που βρίσκονται στις δύο όχθες του Ατλαντικού να ενισχυθεί η πολυμερής συνεργασία και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου που τόσο έχει ανάγκη η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα οι πιο αδύνατοι, σε μία εποχή τεκτονικών αλλαγών.
*Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ - Μέλος S&D
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Το Καρφί"