του Κωνσταντίνου Φίλη*
Η επικράτηση του Μπάιντεν προκάλεσε μούδιασμα στην Άγκυρα. Είναι ενδεικτικό ότι η τελευταία συνεχάρη τον νέο πρόεδρο της Γουινέας, αλλά καθυστέρησε χαρακτηριστικά να το κάνει με τον Μπάιντεν. Τρεις είναι οι κυρίες ανησυχίες της Τουρκικής ηγεσίας, δύο τακτικές και μια στρατηγική. Στο τακτικό επίπεδο, χάρη στην ιδιαίτερη σχέση Τράμπ-Ερντογάν, ο πρώτος απολάμβανε μια τύποις ασυλία σε προσωπικά και εθνικά ζητήματα. Στην υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank, η οποία ταλανίζει την αμερικανική Δικαιοσύνη από την στιγμή που αποκαλύφθηκε η παραβίαση των κυρώσεων που είχε επιβάλει η Ουάσινγκτον στην Τεχεράνη, και μάλιστα από αυτή τη διαδικασία φαίνεται να πλούτισαν αρκετά στελέχη σχετιζόμενα με το περιβάλλον Ερντογάν, ο Τράμπ παρακώλυσε τη δικαστική διερεύνηση. Επίσης, στο θέμα του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματόςS-400 ο Λευκός Οίκος όχι μόνο κώφευε στις εκκλήσεις του Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα, αλλά και μετατόπισε την αμερικανική θέση ώστε έτσι αντί της λήψης μέτρων για την εξαγορά των S-400 η κόκκινη γραμμή να είναι η ενεργοποίηση τους. Ωστόσο, ακόμη και όταν η Άγκυρα προέβη σε δοκιμές, ο Τράμπ βρισκόμενος στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου, δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση.
Υπάρχει, πάντως, μια στρατηγική διάσταση για τον τρόπο διαχείρισης του Ερντογάν και της Τουρκίας από την νέα αμερικανική ηγεσία. Ο Τούρκος πρόεδρος είχε βρει τον τρόπο να έχει απευθείας πρόσβαση σε έναν πρόεδρο, ο οποίος, εκτός από το ότι απέδιδε τεράστια σημασία στις διαπροσωπικές σχέσεις (και δη με έλξη σε αυταρχικούς ηγέτες), ήταν συν τοις άλλοις και αδαής περί την εξωτερική πολιτική. Ετσι ο πολύπειρος Ερντογάν είχε την δυνατότητα να παρακάμπτει την αμερικανική γραφειοκρατία και να πείθει τον Τράμπ για το δίκαιο των απόψεων του, εξασφαλίζοντας τις ανάλογες δεσμεύσεις. Με τον Μπάιντεν, από την άλλη, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να εποικοδομηθεί σχέση εμπιστοσύνης( δεν υπήρχε ιδιαίτερη συμπάθεια μεταξύ τους όταν ο πρώτος ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΆ και υπάρχουν πληροφορίες ότι του χρεώνεται ακόμη και η συν-ενορχήστρωση του αποτυχημένου πραξικόπημα τος), ενώ ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα κινηθεί πιο θεσμικά, εισακούγοντας και τις προτάσεις των αρμοδίων υπουργείων, ενώ δεν φαίνεται να έχει λόγο να μπλοκάρει αποφάσεις του Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Τούρκο πρόεδρο, όμως, θα προκύψει αν η νέα αμερικανική ηγεσία θέσει όρους και προϋποθέσεις για την επαναπροσέγγιση με την Άγκυρα, την οποία αργά ή γρήγορα θα επιχειρήσει. Σε αυτή την περίπτωση, η τελευταία, έχοντας ενισχύσει το αποτύπωμα της σε σειρά καταστάσεων που ενδιαφέρουν (λιγότερο ή περισσότερο) την Ουάσινγκτον, θα προσπαθήσει να το <<πουλήσει>> για να πάρει όσα περισσότερα μπορεί στην διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει. Το θετικό για την Τουρκία είναι πως, εξαιτίας της αποστασιοποίησης των ΗΠΆ από αρκετές περιφερειακές εξελίξεις, η πρώτη έχει χαρτιά να ανταλλάξει, το αρνητικό είναι νια πως τα συμφέροντα τους είναι διιστάμενα σε διάφοραπεδία, οπότε πιθανόν οι ΗΠΆ να απαιτήσουν ή να επιδιώξουν την ευθυγράμμιση της Τουρκίας ώστε να πάψει να θίγει τα συμφέροντα τους. Η Ελλάδα, από την μεριά της, οφείλει έγκαιρα να διαμορφώσει ένα δικό της ολοκληρωμένο και οραματικό σχέδιο για την ευρύτερη περιοχή (ΝΆ Ευρώπη και Άνατολική Μεσόγειο), να το παρουσιάσει και να το διαπραγματευτεί με την νέα αμερικανική ηγεσία. Άσφαλώς, η ατζέντα μας πρέπει να έχει θετικό πρόσημο, να είναι πολύ θεματική (με έμφαση εκεί όπου η Άθήνα έχει περισσότερα να προσφέρει), να μην αποκλείει κανένα κράτος, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας (αλλά η σ περίληψη του να βασίζεται σε κοινά αποδεκτού όρους και συμπεριφορές), να λύνει προβλήματα, προσφέροντας λύσεις και στις ΗΠΆ, σε μια περιοχή και συγκυρία αυξανόμενο ανταγωνισμού από Ρωσία και Κίνα. Άλλωστε, ο βαθμός δυσκολίας για την Ουάσινγκτον, σε περίπτωση που θέλει να ανακάμψει μερικώς η συνολικά, ει αι σημαντικός δεδομένου ότι έχουν αλλάξει πολλά ακόμη και σε σχέση με το 2016.
*εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ& αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1