της Nina Jankowicz*
Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 ώθησαν την απειλή της παραπληροφόρησης στην πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης. Οι Αμερικανοί σοκαρίστηκαν από τις ρωσικές προσπάθειες να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους με το να διαδίδουν παραπλανητικά αφηγήματα. Δεν είχαν φανταστεί ποτέ ότι μια ξένη δύναμη θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κοινωνικά μέσα και άλλες σύγχρονες τεχνολογίες για να παρεμβαίνει στις εκλογές τους.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, φαίνεται ότι οι ξένοι αντίπαλοι δεν μπόρεσαν να διαταράξουν ουσιαστικά τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2020 –η Υπηρεσία Κυβερνο-ασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών (Cybersecurity and Infrastructure Security Agency, CISA) κήρυξε τις πρόσφατες εκλογές «τις πιο ασφαλείς στην αμερικανική ιστορία». Αλλά η παραπληροφόρηση συνεχίζει να κυκλοφορεί ευρέως στην χώρα καθώς ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αρνείται να αναγνωρίσει τον εκλεγμένο πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν. Θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τη νομιμότητα των αποτελεσμάτων των εκλογών ταξιδεύουν μέσω των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, γεμίζουν τα κύματα ορισμένων κομματικών ραδιοφώνων και τηλεοράσεων, και ξεχύνονται από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο. Το τρέχον αδιέξοδο είναι μια υπενθύμιση ότι η παραπληροφόρηση δεν είναι απλώς μια απειλή από το εξωτερικό -είναι επίσης μια αμερικανική παθογένεια.
Η εγχώρια παραπληροφόρηση πολλαπλασιάστηκε σε αυτό το εκλογικό έτος, συμπεριλαμβάνοντας ισχυρισμούς ότι οι λεγόμενοι αντίφα μαχητές πυροδότησαν πυρκαγιές στα βορειοδυτικά [παράλια] του Ειρηνικού και διαβεβαιώσεις -τροφοδοτούμενες από την διογκούμενη συνωμοσιολογία QAnon- ότι ο Τραμπ σώζει την χώρα από μια ισχυρή κλίκα παιδεραστών. Τέτοιες ψευδείς και άγριες έννοιες έχουν αναπτυχθεί στις κοινωνικές ρωγμές που έχουν διευρυνθεί υπό τον Τραμπ -για παράδειγμα, μεταξύ εκείνων που ζουν σε αγροτικές περιοχές και εκείνων που ζουν σε πόλεις, και εκείνων που βλέπουν τον συστημικό ρατσισμό ως σημαντικό πρόβλημα και εκείνων που δεν [τον αντιλαμβάνονται έτσι]. Αυτές οι διαιρέσεις έχουν επιδεινωθεί από την πανδημία COVID-19, από τα τέσσερα χρόνια της λαϊκιστικής ρητορικής του Τραμπ, και από ένα περιβάλλον κοινωνικών μέσων (social media) που ενθαρρύνει την οργή και τον εξτρεμισμό. Ο Λευκός Οίκος επεδίωξε να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση μόνο όταν ήταν αναγκασμένος να το πράξει και συνεχίζει να ασκεί πίεση στις εταιρείες κοινωνικών μέσων για την δική του πολιτική ευκολία -για παράδειγμα, ανατριχιάζοντας στις αποφάσεις συγκράτησης περιεχομένου που επηρεάζουν τον πρόεδρο, όπως η απόφαση του Twitter να χαρακτηρίσει τα tweet του Trump ως ύποπτα. Οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων ενημέρωσης έχουν πραγματοποιήσει προσωρινές αλλαγές σε επιφανειακό επίπεδο για να περιορίσουν την εξάπλωση ψευδών ισχυρισμών, αλλά συνεχίζουν να κερδίζουν από τις ίδιες τις δομές και τις επιταγές οι οποίες καθοδηγούν τώρα φιλο-Τραμπικές ομάδες επαγρύπνησης από αρνητές της πραγματικότητας, να διαδηλώνουν σε κέντρα καταμέτρησης ψήφων σε όλη την χώρα.
Ο Μπάιντεν και οι σύμβουλοί του φαίνεται να αναγνωρίζουν την κλίμακα και το εύρος του προβλήματος. Ως δημιουργός γεφυρών και πολιτικός της μεγάλης σκηνής, ο εκλεγμένος πρόεδρος μπορεί να είναι μοναδικά εξοπλισμένος για να ηγηθεί των προσπαθειών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των Αμερικανών σε ξένη και εγχώρια παραπληροφόρηση. Ο Μπάιντεν είναι ο μόνος Αμερικανός που έχει υπογράψει το «Υπόσχεση για την Ακεραιότητα των Εκλογών» (Pledge for Election Integrity), ένα έγγραφο του 2019 που εκπονήθηκε από την διατλαντική μη κερδοσκοπική ομάδα Συμμαχία Δημοκρατιών (Alliance of Democracies). Η ομάδα των κυρίως Ευρωπαίων πολιτικών που υπέγραψαν την δέσμευση υποσχέθηκαν ότι δεν θα «κατασκευάσουν, χρησιμοποιήσουν ή διαδώσουν δεδομένα ή υλικά που παραποιήθηκαν, κατασκευάστηκαν, απεκαλύφθησαν ή εκλάπησαν για παραπληροφόρηση ή προπαγάνδα»? δεν θα μοιράσουν deepfake βίντεο? ούτε θα χρησιμοποιήσουν μη αυθεντικά μέσα, όπως bots, για να ενισχύσουν τα μηνύματά τους. Ο Μπάιντεν πρέπει να συνεχίσει να ηγείται του παραδείγματος και να πείσει τα μέλη του Κογκρέσου και από τους Δημοκρατικούς και από τους Ρεπουμπλικάνους, και τους κρατικούς και τοπικούς αξιωματούχους να δεσμευτούν να τηρήσουν αυτές τις αρχές.
Ωστόσο, μετά από τέσσερα διαδοχικά χρόνια πολιτικοποίησης και πόλωσης, θα χρειαστούν περισσότερα από τις επίσημες υποσχέσεις για την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του δημόσιου διαλόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες και της χειραγώγησης των πληροφοριών από ιδιοτελείς τσαρλατάνους. Η επόμενη διοίκηση θα τα πάει καλύτερα σε αυτόν τον αγώνα μόνο εάν πιέσει για νέες κυβερνητικές δομές και νέα νομοθεσία. Το ιστορικό της διακομματικότητας του εκλεγμένου προέδρου δίνει την ευκαιρία να προωθήσει σαφή, απολιτικά μέτρα για την προστασία της αμερικανικής δημοκρατίας από την τοξική απειλή της παραπληροφόρησης.
ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει πρώτα να διασφαλίσει ότι όλα τα επίπεδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα εκλάβουν στα σοβαρά την απειλή της παραπληροφόρησης. Αυτή η πρόκληση δεν θα πρέπει πλέον να είναι ένα υποθέμα που θα συζητείται με χαμηλούς τόνους πέρα από το επίπεδο που μπορεί να ακούσει ο πρόεδρος, όπως συνέβαινε υπό τον Τραμπ, ο οποίος χαρακτήρισε την παραπληροφόρηση «μια φάρσα» και απέρριψε οποιαδήποτε ενέργεια για την αντιμετώπισή της ως σαν να είναι λογοκρισία. Ως αποτέλεσμα, τα υψηλότερα επίπεδα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ποτέ δεν καταδίκασαν έντονα την διάδοση ψευδών μηνυμάτων, ούτε ο Λευκός Οίκος εξέδωσε ποτέ μια ενοποιητική οδηγία πολιτικής για να καθοδηγήσει τις υπηρεσίες να συνεργαστούν για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης. Κάποιοι μικροί θύλακες της κυβέρνησης -ιδίως η CISA, της οποίας ο διευθυντής, Christopher Krebs, απολύθηκε μέσω προεδρικού tweet αυτήν την εβδομάδα- είχαν να διαχειριστούν το τεράστιο χαρτοφυλάκιο. Όμως, οι επιχειρήσεις πληροφοριών αφορούν κάθε σκέλος της κυβέρνησης. Άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμούν το μέγεθος του προβλήματος. Η βρετανική κυβέρνηση συνεδριάζει με αξιωματούχους της εξωτερικής και της εσωτερικής πολιτικής για να αναπτύξει σχέδια για τον μετριασμό των διαδικτυακών απειλών και να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες κρίσεις όπως η επίθεση της ρωσικής παραπληροφόρησης που ακολούθησε την δηλητηρίαση του Ρώσου πρώην αξιωματικού πληροφοριών, Sergei Skripal, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2018.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να υιοθετήσουν μια παρόμοια προσέγγιση, δημιουργώντας έναν τσάρο της αντι-παραπληροφόρησης στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και την δημιουργία μιας αντίστοιχης διεύθυνσης. Αυτό το γραφείο θα μπορούσε να παρακολουθεί το οικοσύστημα της πληροφόρησης για [να ανακαλύπτει τις] απειλές και να συντονίζει τις αντιδράσεις της πολιτικής όλων των υπηρεσιών. Δεν θα προσπαθούσε να εξυπηρετήσει κανένα ρόλο ελέγχου των γεγονότων ή εποπτείας του περιεχομένου, αποφεύγοντας έτσι τις κατηγορίες περί λογοκρισίας. Κρισίμως, η ομάδα θα συγκεντρώνει ιδέες και απόψεις από έξω από την παραδοσιακή σφαίρα της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Παιδείας και οργανισμών όπως το National Endowment for the Humanities, δύο κλάδους της κυβέρνησης που ασχολούνται άμεσα με τους Αμερικανούς. Η νέα διεύθυνση θα ενθαρρύνει επίσης την συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών με τον ιδιωτικό τομέα και με τις ομάδες της κοινωνίας των πολιτών.
Με αυτήν την πιο ολοκληρωμένη γραφειοκρατική δομή, η διοίκηση του Μπάιντεν θα πρέπει τότε να ρίξει τη ματιά της στο Κογκρέσο. Οι ακροάσεις του Κογκρέσου στην εποχή του Trump σχετικά με την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο ήταν κυρίως ασκήσεις πολιτικού θεάτρου, που δημιούργησαν διαδεδομένα βίντεο μελών του Κογκρέσου να επιπλήττουν στελέχη [του κλάδου] της τεχνολογίας, αλλά [δεν θέσπισαν] καμία πολιτική. Ο Μπάιντεν πρέπει να στηριχθεί στο διακομματικό ιστορικό του και να ενθαρρύνει το Κογκρέσο να ιδρύσει μια ομοσπονδιακή επιτροπή για την εποπτεία και διαφάνεια στο διαδίκτυο. Μια τέτοια επιτροπή θα διασφαλίσει ότι οι πλατφόρμες των social media θα προστατεύονται από κακόβουλο ξένο περιεχόμενο και δεν θα πέφτουν θύματα κομματικής προκατάληψης. Οι νομοθέτες θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τις εταιρείες των social media να αναφέρουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν κατά την επινόηση αλγορίθμων και για τον έλεγχο του περιεχομένου, με στόχο την δημιουργία ενός πιο διαφανούς και δημοκρατικού Διαδικτύου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μείνει θλιβερά πίσω από τους ομολόγους τους στην θέσπιση και εφαρμογή της νομοθεσίας για την αντι-παραπληροφόρηση. Κοινής λογικής, διακομματικά νομοσχέδια όπως ο Νόμος για τις Ειλικρινείς Διαφημίσεις (Honest Ads Act), ο οποίος θα καθιστούσε την χρηματοδότηση και την στόχευση των διαδικτυακών πολιτικών διαφημίσεων πιο διαφανή και ο οποίος λογίζει τον Lindsey Graham, τον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή από τη Νότια Καρολίνα, μεταξύ των συνυποστηρικτών του, αποστερήθηκε μια ψηφοφορία στην Γερουσία από τον ηγέτη της πλειοψηφίας της Γερουσίας, Mitch McConnell, Ρεπουμπλικάνο από το Κεντάκι. Ένα νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων και το οποίο οδήγησε το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation) και τις Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών, Μηχανικών και Ιατρικής (National Academies of Sciences, Engineering, and Medicine) να πραγματοποιήσουν έρευνα για την παραπληροφόρηση σχετικά με την πανδημία COVID-19 -συμπεριλαμβανομένων απειλών που ενδέχεται να επηρεάσουν την εμπιστοσύνη του κοινού σε ένα μελλοντικό εμβόλιο- δεν κέρδισε κανέναν Ρεπουμπλικανικό υποστηρικτή και δεν πέρασε από την Επιτροπή Υγείας, Παιδείας, Εργασίας και Συντάξεων της Γερουσίας. Ακόμη και τέτοιοι καλόπιστοι και απολιτικοί νόμοι έχουν πέσει θύματα της οργής στο Καπιτώλιο. Το Κογκρέσο πρέπει να αναγνωρίσει ότι η παραπληροφόρηση δεν είναι κομματικό ζήτημα, αλλιώς κινδυνεύει να παραμελήσει περαιτέρω το καθήκον του να προστατεύει τους δημοκρατικούς κανόνες και πρακτικές.
Οι σοβαρές προσπάθειες για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης θα απαιτήσουν ανάλογο προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να κοιτάξει προς τους συμμάχους που έχουν δεκαετίες εμπειρίας σχετικά με την παραπληροφόρηση. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν πραγματοποιήσει διαγενεακές επενδύσεις για την ανάπτυξη προγραμμάτων media και ψηφιακού αλφαβητισμού τόσο για φοιτητές όσο και για ανθρώπους σε ηλικία ψήφου. Αυτά τα προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων των φινλανδικών προσπαθειών να κάνουν μέχρι και τα νηπιαγωγεία εγγράμματα στα media και τα προγράμματα προσέγγισης της σουηδικής κυβέρνησης που εστιάζουν στην απειλή της παραπληροφόρησης, βοηθούν τους ανθρώπους να μάθουν πώς να πλοηγούνται στο ολοένα και πιο φρενήρες διαδικτυακό περιβάλλον, έτσι ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν ψευδή ή κακόβουλα μηνύματα. Στοιχεία από την Ουκρανία δείχνουν ότι μακροπρόθεσμα, αυτά τα προγράμματα αλλάζουν τις συμπεριφορές και κάνουν τους πολίτες λιγότερο ευάλωτους στην χειραγώγηση. Εκτός από την χρηματοδότηση αυτών των προγραμμάτων σε σχολεία και πανεπιστήμια, η διοίκηση του Μπάιντεν θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να ενδυναμώσει τις δημόσιες βιβλιοθήκες -για τις οποίες το 78% των Αμερικανών πιστεύει ότι είναι «έμπιστες και αξιόπιστες» πηγές πληροφοριών- για να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τον αλφαβητισμό στα media.
Η διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει να ενισχύσει τα δημόσια media, προκειμένου να παρέχει πιο νηφάλιες εναλλακτικές στην «φωτιά και τσεκούρι» των ειδήσεων των καλωδιακών μέσων. Οι αμερικανικοί κομματικοί ειδησεογραφικοί τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί βοήθησαν στην πόλωση και την δυσπιστία για τα μέσα ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χώρες που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην παραπληροφόρηση, όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τείνουν να επενδύουν σε ένα ισχυρό δημόσιο οικοσύστημα media. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξοδεύουν το μηδαμινό ποσό του 1,35 δολαρίου ανά άτομο ετησίως στην Εταιρεία Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (Corporation for Public Broadcasting), παρά τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα της Υπηρεσίας Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (Public Broadcasting Service, PBS) είναι πιο αξιόπιστο από εκείνο των κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ανταγωνιστών. Οι τοπικές συνεργασίες της PBS και της Εθνικής Δημόσιας Ραδιοφωνίας (National Public Radio) είναι μερικές φορές οι μόνοι σταθμοί σε περιοχές που διαφορετικά θα αποτελούσαν ερήμους ειδήσεων? εν τη απουσία τους, οι κομματικές σκουπιδο-ειδήσεις (junk news) θα αναλάμβαναν τον ρόλο [της ενημέρωσης]. Μια λειτουργική δημοκρατία εξαρτάται από το ότι το κοινό έχει πρόσβαση σε έγκυρες πληροφορίες τις οποίες μπορεί να εμπιστευτεί. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να υποστηρίξει τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, και όχι να απειλήσει (όπως έκανε ο Τραμπ τον Φεβρουάριο) να μειώσει την χρηματοδότησή τους
ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΡΩΓΜΕΣ
Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι θα πρέπει να μπορούν να στηρίξουν αυτές τις πολιτικές. Αλλά αυτά τα μέτρα απλώς θα ξεκινήσουν να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της διαδικτυακής παραπληροφόρησης. Η εμπιστοσύνη του κοινού στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει καταρρεύσει σε τέτοιο βαθμό που η παραπληροφόρηση είναι πιθανό να πολλαπλασιαστεί ακόμη και ενόψει των συντονισμένων κυβερνητικών προσπαθειών για την καταπολέμησή της. Εβδομήντα εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν τον Τραμπ, έναν υποψήφιο που διαδίδει ενεργά παραπληροφόρηση για να κινητοποιήσει και να ενεργοποιήσει τους υποστηρικτές του. Ο Μπάιντεν και η εκλεγμένη αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις επέμειναν ότι η διοίκησή τους θα κυβερνά όλους τους Αμερικανούς? πρέπει να υπολογίσουν την τρομακτική πρόκληση της επιδιόρθωσης των πολιτικών και κοινωνικών ρήξεων που επέτρεψαν στην παραπληροφόρηση να αναπτυχθεί. Δεν υπάρχει γρήγορη λύση για τη γεφύρωση αυτών των ρηγμάτων, μια πρόκληση που απαιτεί, για παράδειγμα, την καλύτερη αντιμετώπιση ζητημάτων όπως ο συστημικός ρατσισμός. Αλλά η ομάδα Μπάιντεν-Χάρις φαίνεται έτοιμη να αναλάβει το έργο. Η οικοδόμηση μιας ανθεκτικότητας στην παραπληροφόρηση που θα διαρκέσει απαιτεί, τουλάχιστον, μια αφοσιωμένη και προσεκτική κυβέρνηση.
Οι ξένοι αντίπαλοι και οι εγχώριοι φορείς παραπληροφόρησης απέτυχαν να διαταράξουν τις εκλογές του 2020, αλλά η χώρα μόλις που το απέφυγε. Η διοίκηση Μπάιντεν δεν μπορεί να είναι εφησυχασμένη ή μυωπική. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη περάσει τέσσερα χρόνια αρνούμενη να αντιμετωπίσει αυτήν την αυξανόμενη κρίση. Χωρίς μια σοβαρή ένεση [της αίσθησης του] επείγοντος στα υψηλότερα επίπεδα και μια κατανόηση ότι η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης ξεκινά με την καλή διακυβέρνηση, το χάος της εποχής του Τραμπ θα αποδειχθεί ότι είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
*συνεργάτις για την Παραπληροφόρηση στο Πρόγραμμα Καινοτομίας Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Κέντρο Wilson και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο How to Lose the Information War: Russia, Fake News, and the Future of Conflict
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr