Τον κώδωνα κινδύνου για τον τραπεζικό κλάδο της Ευρωζώνης έκρουσε χθες για μία ακόμη φορά η ΕΚΤ, προειδοποιώντας τις ευρωπαϊκές τράπεζες πως δεν πρόκειται να ανακάμψει η κερδοφορία τους πριν από το 2022. Παράλληλα, τις κάλεσε να προβλέψουν μεγαλύτερα κεφάλαια για την κάλυψη της ζημίας από το νέο κύμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η ΕΚΤ επισημαίνει πως η κρίση της πανδημίας βρήκε τις ευρωπαϊκές τράπεζες να μην έχουν ακόμη ανακάμψει από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με την κερδοφορία τους να παραμένει χαμηλή εξαιτίας αφενός των αυστηρών ρυθμίσεων που επεβλήθησαν μετά την κρίση και αφετέρου των χαμηλών επιτοκίων. Ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας, όμως, έχει καταφέρει καίριο πλήγμα στην κερδοφορία των τραπεζών, καθώς η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας επέφερε αυτομάτως και μείωση των εσόδων τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, η απόδοση κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών θα είναι εξαιρετικά μικρή φέτος, στο 1,7%, και θα ανακάμψει στο 3,1% το 2021 για να πλησιάσει τα προ της πανδημίας επίπεδα το 2022 φτάνοντας στο 5%. Σημειωτέον ότι τον Ιούνιο του 2019 η απόδοση αυτή ήταν 6%.
Οπως, όμως, επισήμανε χθες η ΕΚΤ, «η πρόσφατη αύξηση των κρουσμάτων και τα νέα περιοριστικά μέτρα θα οδηγήσουν σε αναθεώρηση επί τα χείρω των εκτιμήσεων για την κερδοφορία των τραπεζών, δεδομένου ότι είναι ακόμη ασαφές πότε θα είναι διαθέσιμα τα εμβόλια για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού».
Η τράπεζα εκφράζει μάλιστα ανησυχία ότι «η διαρκώς χαμηλή κερδοφορία ίσως μειώσει την ικανότητα των τραπεζών να δανείσουν την πραγματική οικονομία τους επόμενους μήνες, καθώς τα επιτόκια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα». Ακόμη πιο δυσοίωνες ήταν, πάντως, οι προειδοποιήσεις της σε ό,τι αφορά το ύψος των προβλέψεων που έχουν ανακοινώσει οι ευρωπαϊκές τράπεζες έναντι του αναμενόμενου νέου κύματος κόκκινων δανείων, αναπόφευκτης συνέπειας της πανδημίας.
Οπως επισημαίνει η ΕΚΤ, οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι χαμηλότερες τώρα σε σύγκριση με εκείνες των προηγούμενων κρίσεων, αλλά και εμφανώς χαμηλότερες των ανταγωνιστριών τους στις ΗΠΑ. Η τράπεζα αποδίδει μάλιστα τις «υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις», όπως τις χαρακτήρισε ο αντιπρόεδρος, Λουίς ντε Γκίντος, στα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις εν τω μέσω της πανδημίας, αλλά και στην πολιτική της ΕΚΤ που περιόρισε σημαντικά τον κίνδυνο των πτωχεύσεων. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι οι προβλέψεις είναι χαμηλές ακριβώς επειδή οι τράπεζες έχουν χαμηλή κερδοφορία. Η τράπεζα προειδοποιεί, έτσι, για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τη στιγμή που θα ανακληθούν τα έκτακτα μέτρα στήριξης και ορισμένες επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Εντονα ανησυχητική και η προειδοποίηση του κ. Λουίς ντε Γκίντος, πως «οι εγγυήσεις και το “πάγωμα” στην αποπληρωμή δανείων ή άλλων υποχρεώσεων ίσως επιμήκυναν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρις ότου η κακή κατάσταση της οικονομίας μεταφραστεί σε κόκκινα δάνεια και ζημίες για τις τράπεζες».
Δεν παρέλειψε, άλλωστε, η τράπεζα να προειδοποιήσει για τις «υπερβολικές» αποτιμήσεις ορισμένων στοιχείων ενεργητικού που εμπεριέχουν τον κίνδυνο αιφνίδιας πτώσης των αξιών αυτών με επώδυνα συνεπακόλουθα για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Απηχεί, έτσι, ανάλογες προειδοποιήσεις τόσο από την αμερικανική Federal Reserve όσο και από το ΔΝΤ σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί για τις αγορές ενδεχόμενη επιδείνωση της πανδημίας και του οικονομικού της αντίκτυπου.
Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους που εγκυμονεί η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. και την ενιαία αγορά, η τράπεζα αναφέρει ότι έχουν «ως επί το πλείστον τεθεί υπό έλεγχο», αφού η Κομισιόν επέτρεψε στους οίκους εκκαθάρισης παραγώγων της Βρετανίας να διατηρήσουν προσωρινά την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά. Κάλεσε, πάντως, τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να μειώσουν την εξάρτησή τους από αυτούς τους οίκους.
Οι κίνδυνοι φαίνεται, όμως, να μην εξαντλούνται σε αυτά που θίγει η ΕΚΤ στην έκθεσή της. Ο απερχόμενος αντιπρόεδρος της εποπτικής αρχής στην ΕΚΤ, Ιβ Μερς, ο οποίος είναι και το παλαιότερο στέλεχος της τράπεζας από το 1998, άφησε χθες ανοικτό το ενδεχόμενο να άρει η ΕΚΤ την απαγόρευση κατά της χορήγησης μερισμάτων. Μιλώντας στους Financial Times, ο κ. Μερς εξέφρασε ανησυχία πως κάποιες τράπεζες ενδεχομένως θα εκμεταλλευθούν τη χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για να χορηγήσουν μερίσματα στους μετόχους τους. Οπως διευκρίνισε, δεν είναι εύκολο να εμμείνει η τράπεζα στην εν λόγω απαγόρευση, που ισχύει από τον Μάρτιο.
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr