του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Ενώ σύντομα θα ξεκινήσει η αυγή του 2021, με το Φάνη Ζουρόπουλου θα έχουμε συμπληρώσει 30 χρόνια αδιατάρακτης φιλίας. Μια φιλία που έχει έναν κοινό παρονομαστή, που είναι η βαθιά αγάπη για τη δημοσιογραφία. Όχι όμως οποιαδήποτε δημοσιογραφία, και κυρίως όχι αυτήν που μεταβάλει τον δημοσιογράφο σε θεατρίνο, σε καραγκιόζη – εισαγγελέα και σε ευτελή ινστρούχτορα.
Κοινή επίσης η αγάπη μας για τον επαρχιακό τύπο. Ιδρυτής και εκδότης του «Βήματος της Αιγιαλείας» ο Φάνης, γόνος των Παπανδρόπουλων του «Νεολόγου των Πατρών» ο υπογράφων. Γέννημα και θρέμμα του Αιγίου ο συγγραφέας κατά το ήμισυ πατρινός ο φίλος του. Στο ποδόσφαιρο όμως χωρίζαμε. Αν και συμπαθούσα τον Παναιγειάλιο των δεκαετιών 1950-1960, τότε που ήταν ομάδα «μισθοφόρων» όταν έπαιζε με την Παναχαϊκή ήμουν πιο κοντά στους Πατρινούς.
Ας αφήσουμε όμως τους φιλικούς συναισθηματισμούς και ως έλθουμε στο βιβλίο. Ευθύς εξαρχής, πρόκειται για σεμινάριο απλής, έντιμης, ερευνητικής και σοβαρής δημοσιογραφίας. Ο Φάνης Ζουρόπουλος έχει άνευ μοναδικό χάρισμα να βλέπει τα γεγονότα που έτρεξαν και άλλα που τρέχουν ακόμα, με μοναδικό κριτήριο την πραγματικότητα. Δεν αυτοπαγιδεύεται σε αφηρημένα μεγαλειώδη σχέδια «αλλαγής» του ανθρώπου, γιατί πολύ απλά, έχει συνειδητοποιήσει ότι πολύτιμο αγαθό είναι η ζωή όπως κυλάει σήμερα και όχι όπως δήθεν θα θέλαμε να κυλά για τα … εγγόνια μας.
«Από εκεί και πέρα, γράφει στο βιβλίο του, σκέφθηκα ότι θα ήταν ωραίο να καταγραφεί ένας τρόπος ζωής ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τη χειραγώγηση από κόμματα, πολιτικούς, ούτε τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης π.χ. τηλεόραση. Σκέφθηκα ότι 45 χρόνια στο «κουρμπέτι» της δημοσιογραφίας, δεν θα ήταν άσχημο να ξεσκονίσω την μνήμη μου για να γράψω συνταρακτικά γεγονότα (ναι συνταρακτικά…) που έζησα στην περιοχή που … έδρασα, αλλά και πανελλαδικά γιατί το τοπικό πάντα συνδέεται με το εθνικό΄και αντίθετα. Σκέφτομαι επίσης αν μιλήσω για ανθρώπους, οι οποίοι χωρίς να είναι πλούσιοι ήδιάσημοι, έχουν μια αξιοπρόσεκτη προσωπική ζωή στην κόψη του ξυραφιού κυριολεκτικά. Όλοι αυτοί που περιγράφω είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, της γειτονιάς, άνθρωποι των media, άνθρωποι που έχουν σχέση με την τέχνη, που την ασκούν χαμηλόφωνα ή καθόλου, σπάνια στην πρώτη γραμμή! Σε αυτούς εστιάζω και με αυτούς έκανα παρέα. Μπήκα λοιπόν στον πειρασμό να προσπαθήσω να περιγράψω τηνανεπίσημη ιστορία: να αποδώσω τηνεποχή που έζησα, χωρίς να έχει σημασία τί ακριβώς είπαν ο Γιώργος, ο Χρήστος, ο Βαγγέλης, η Κατερίνα, η Ελένη, η Βασιλική, αλλά ότι κάτι ειπώθηκε εδώ, σε αυτή την χώρα που σήμερα είναι κάτω από αυτή τη σκιά, με αυτό το χάος που τη διακρίνει».
Πέραν όμως από τις παραπάνω σεμνές διατυπώσεις, ο Φάνης Ζουρόπουλος, σίγουρα όχι άθελά του, πάει και αρκετά πιο μακρυά.
Προσφέρει μια εύγλωττη και απόλυτα κατανοητή διάσταση της πολιτικής, που είναι όμως ακατάλληλη για «ψεκασμένους». Γράφει:
«Κάποτε ρώτησα την Έλλη Αλεξίου «γιατί απέτυχε ο Μαρξισμός;» και μου απάντησε «Μα δεν εφαρμόστηκε πουθενά για να αποτύχει»… Δεν το νομίζω. Απέτυχε γιατί ήταν μια όμορφη και σοβαρά δομημένη θεωρία για τότε που την εμπνεύστηκε ο Μαρξ, αλλά δεν άντεξε στις τεράστιες αλλαγές του πλανήτη, που μοιραίως ακολούθησε και η ανθρωπότητα. Δεν άντεξε γιατί η «πάλη των τάξεων» δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την πόλη του ανθρώπου να ρυθμίσει μόνος του την ζωή του και να βρει την ευτυχία που αυτός επιθυμεί,. Η ευτυχία δεν είναι σαν το … ακαθάριστο εθνικό προϊόν, είναι διαφορετική για κάθε άνθρωπο…».
Πολύ σημαντικά αυτά τα τελευταία λόγια. Το δικαίωμα της διαφοράς, είναι αυτό που θεμελιώνει την ύπαρξη. Είναι αυτό, μεταξύ άλλων, που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την αγέλη των ζώων. Πρόκειται για κορυφαίο υπαρξιακό δικαίωμα που κάποιοι το αποσιωπούν γιατί τους χαλάει τη σούπα. της εξουσίας.
Εξυπακούεται βέβαια ότι το δικαίωμα αυτό, στις ανθρώπινες κοινωνίες δεν νοείται να γίνεται εργαλείο καταπίεσης. Αυτή η διαπίστωση δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να γράψει:
«Με λίγα λόγια όταν ζήσεις από κοντά στα εξουσιαστικά κέντρα βλέπεις ότι είναι αδύνατον να κυβερνήσεις αθώα. Μόνο αφελείς, μονοθεματικοί ή ιδεοληπτικοί πιστεύουν το αντίθετο. Η δημοσιογραφία σε βοηθάει να δεις από κοντά τον «δημόσιο βίο» και να διαπιστώσεις ότι έχει τη δική του ηθική, ου είναι τελείως διαφορετική από την ιδιωτική. Όπως ο καλός γιατρός θα κόψεις χέρια και πόδια για να σώσει τον ασθενή, έτσι και ο καλός κυβερνήτης, αν χρειαστεί, θα πάρει δύσκολες αποφάσεις ανάλογα με τη συγκυρία. Θα περικόψει εισοδήματα, θα διασφαλίσει την δημόσια τάξη με βία, θα συνεργαστεί με τον αντίπαλο, θα επιβάλει φόρους… Γι’ αυτό και μπροστά στις μαζικές διαμαρτυρίες που είδα άπειρες στη ζωή μου, είμαι πάντα επιφυλακτικός. Ναι μεν το «δίκιο του λαού» αλλά υπάρχει και η «ευθύνη του ηγέτη» που τελικά δεν μπορεί να κυβερνά ποτέ αθώα!...
Και επειδή είμαι πάντα υπέρ της «μεσαίας λύσης» της μη χρήσης βίας και της απόλυτης Δημοκρατίας, πιστεύω ότι ο ηθικός κώδικας ενός ηγέτη, δεν έχει σημασία αν διοικεί κράτος, Δήμο, Περιφέρεια, ή δημόσια μονάδα, πρέπει να είναι ο Μακιαβελικός συνδυασμός στρατηγικής ευφυΐας, δύναμης, τόλμης, πονηριάς και αυτοπειθαρχίας, όλα μαζί στην υπηρεσία μιας δυνατής ευημερούσας και ευνομούμενης πολιτείας. Ο Μακιαβελικός ηγέτης πρέπει να θέτει διαρκώς στον εαυτό του ένα ερώτημα: Πώς θα διασφαλίσω το συμφέρον της οντότητας που διοικώ;….
Επειδή όμως υπάρχει ο κίνδυνος ο ηγέτης που διέπεται από την Μακιαβελική αρετή να εκτραπεί, να οδηγηθεί σε παράνομες ή ανήθικες αυτό-εξυπηρετικές πρακτικές (περίπτωση Τραμπ…) στην Δημοκρατία πρέπει να είμαστε πιο απαιτητικοί. Για να ασκείται σωστά η Μακιαβελική συμβουλή πρέπει να συνδυάζεται σωστά με την Αριστοτελική αρετή, παρόλο που η δεύτερη αντιστρατεύεται την πρώτη!...»
Λόγια σοφά αυτά τα τελευταία, αποτελούν ένα ξεκάθαρο έναυσμα για την ανάγνωση ενός συναρπαστικού βιβλίου, του οποίου οι 200 σελίδες μπορούν να «ρουφηχτούν» μέσα σε μια μέρα.