του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και της Σοβιετικής Ενώσεως δύο έτη αργότερα χαιρετίσθηκαν, και δικαίως, ως δύο κοσμοϊστορικά γεγονότα διότι, ιστορικώς κατέρρεε ο κομμουνισμός –ένα από τα δύο βάρβαρα πολιτικά συστήματα, μαζί με τον εθνικοσοσιαλισμό, που γνώρισε ο άνθρωπος στην διάρκεια του 20ου αιώνα.
Έτσι, δεν ήσαν λίγοι αυτοί πίστεψαν ότι η ανθρωπότητα έμπαινε σε μία νέα περίοδο, στην διάρκεια της οποίας η φιλελεύθερη δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς θα ήσαν τα κύρια δομικά χαρακτηριστικά της, πάνω στα οποία θα γινόταν δυνατή η οικοδόμηση ενός κόσμου πιο ειρηνικού και οικονομικά πιο αναπτυγμένου.
Όντως, την δεκαετία που ακολούθησε την πτώση του κομμουνισμού, η δημοκρατία κέρδισε αρκετό έδαφος σε παγκόσμιο επίπεδο και οι χώρες που υιοθέτησαν το καθεστώς αυτό αυξήθηκαν αισθητά. Την ίδια περίοδο, η οικονομία της αγοράς, χάρη στην παγκοσμιοποίηση, εξαπλώθηκε στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη μας και, όπως επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα, πάνω από 600 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από την φτώχεια, ενώ άλλα 200 εκατομμύρια στις αναπτυσσόμενες χώρες σχημάτιζαν μία νέα μεσαία τάξη. Προβλέπεται δε από την εταιρεία συμβούλων McKinsey ότι ο αριθμός αυτός στις αναπτυσσόμενες χώρες, Κίνας συμπεριλαμβανομένης, θα φθάσει τα 600 εκατομμύρια. Θα πρόκειται για την μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο, η οποία το 2020 εκτιμάται ότι θα αντιπροσωπεύει 30 τρισεκατομμύρια δολλάρια.
Είναι σαφές ότι αυτή η εντυπωσιακή ανάδυση των αναπτυσσομένων χωρών αφαιρεί ποσοστό συμμετοχής στον παγκόσμιο πλούτο από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσεως και την Ιαπωνία. Έτσι, η Δύση και η Ιαπωνία, από το 60% του παγκοσμίου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών που είχαν υπό την κατοχή τους το 1990, σήμερα έχουν υποχωρήσει στο 46%, με την συνολική απώλεια σε σταθερές τιμές να αντιπροσωπεύει 106 τρισεκατ. δολλάρια τα είκοσι τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η οικονομική άνοδος των αναπτυσσομένων χωρών πραγματοποιείται, πρωτίστως, μέσω της διεισδύσεως των προϊόντων τους στις αναπτυγμένες αγορές και, δευτερευόντως, με τη ενίσχυση της καταναλώσεως στο εσωτερικό τους. Το γεγονός αυτό είναι και μία από τις αιτίες της ανόδου της ανεργίας στον δυτικό κόσμο, ο οποίος ταυτοχρόνως παρουσιάζει και δημογραφική υστέρηση έναντι των νέων ανταγωνιστών του.
Συμβαίνει επίσης οι νέοι ανταγωνιστές της Δύσεως να έχουν πλέον υπό τον έλεγχό τους και τις πιο ζωτικές πηγές ενέργειας, πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν το δυτικό και το ιαπωνικό οικονομικό οικοδόμημα τα 150 τελευταία χρόνια. Με εξαίρεση δε την χριστιανική Ρωσία, οι πηγές αυτές ελέγχονται πλέον από τον μουσουλμανικό κόσμο –που συμβαίνει να είναι και ο μεγαλύτερος εχθρός της νεωτερικότητος. Είναι, όμως, και ο κόσμος στον οποίον παρατηρείται εντυπωσιακή δημογραφική έκρηξη, μέρος της οποίας κατευθύνεται προς την Δύση. Έτσι, σήμερα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός μόνον της Δυτικής Ευρώπης υπολογίζεται στα 40 εκατομμύρια και είναι υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου προ εικοσαετίας. Εκτιμάται δε ότι περί το 2025 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αριθμεί πάνω από 60 εκατομμύρια μουσουλμάνων, που θα αντιπροσωπεύουν το 12% του συνολικού πληθυσμού της.
Συνεπώς, ήδη τίθεται ένα σοβαρό πρόβλημα για την Ευρώπη –αυτό της νομίμου και παρανόμου εισόδου στον χώρο της πληθυσμών μέρος των οποίων αντικειμενικά είναι εχθρικοί προς τον πολιτισμό της, τις παραδόσεις της, την θρησκεία της, αλλά και την ιστορία της.
Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος από τους πληθυσμούς αυτούς ενσωματώνεται για οικονομικούς λόγους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και υιοθετεί τις δημοκρατικές τους αρχές. Ωστόσο, δυστυχώς, την τελευταία δεκαετία, ένα αυξανόμενο κομμάτι όχι μόνον αρνείται την ενσωμάτωση αυτή, αλλά κάνει ό,τι μπορεί και για να υπονομεύσει τις δημοκρατικές αξίες και αρχές των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αντλεί, όμως, από αυτές όλα τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που του προσφέρουν.
Έτσι, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν δημιουργηθεί ισχυροί πληθυσμιακοί θύλακες ακραίου ισλαμισμού, μέσα στους οποίους αναπτύσσεται η εγκληματικότητα και κυρίως η τυφλή βία. Κατά τον Γάλλο πρώην εισαγγελέα για την τρομοκρατία στην Γαλλία κ. Α.Μπρυγκέρ, οι διασυνδέσεις οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας στην Ευρώπη γίνονται όλο και πιο στενές και αποτελούν ένα πολύ επικίνδυνο καρκίνωμα για την δημοκρατία.
Όπως μάς έλεγε προσφάτως στην Ρώμη ο Ιταλός καθηγητής Γεωπολιτικής κ.Τζιοβάννι Ντονίνι, οι παραπάνω ομάδες στηρίζονται και χρηματοδοτούνται αφειδώς από τα αποκαλούμενα «κράτη-μαφίες», των οποίων η αιχμή του δόρατος βρίσκεται στα Βαλκάνια. Στόχος αυτών των «κρατών» δεν είναι η ανατροπή κυβερνήσεων και η κατάληψη της εξουσίας, αλλά η απλή εξόντωση του αντιπάλου. Οι εγκέφαλοι που θέλουν να καταστήσουν παγκόσμια την ισλαμική πανώλη δεν ενδιαφέρονται ούτε για χρήμα, το οποίο διαθέτουν υπεράφθονο, ούτε για εξουσία, την οποίαν επίσης κατέχουν στα κράτη όπου κυριαρχούν. Μοναδικός στόχος τους είναι η εξόντωση του αντιπάλου. Γι αυτό, στα διάφορα ισλαμικά ιερατεία οι «πιστοί» δεν διδάσκονται πώς να ενεργήσουν πολιτικά για να ανατρέψουν έναν αντίπαλο, αλλά εμποτίζονται με μίσος για να τον δολοφονήσουν με όποιο ύπουλο μέσον είναι προσφορότερο.
Αυτή λοιπόν είναι μια πρώτη και σοβαρή πρόκληση για τις δημοκρατίες –οι οποίες, ταυτοχρόνως, υφίστανται και ισχυρούς εσωτερικούς κραδασμούς, απότοκους της οικονομικής κρίσεως. Η δε απάντηση στην πρόκληση αυτή, πέρα από τις υπεραπλουστεύσεις, απαιτεί σοβαρή επεξεργασία και γνώση. Γεγονός το οποίο, επίσης, αφ’ εαυτό, συνιστά πρόκληση.