του Σωτήρη Ντάλη*
Στον απόηχο της εισβολής στο Καπιτώλιο κάποιων εκατοντάδων παλαβών υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ, το αμερικανικό - Κογκρέσο «πιστοποίησε» τη νίκη του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Ένας εξουσιομανής και αδίστακτος τύπος που βρέθηκε στην κορυφή της αμερικανικής διοίκησης μετέτρεψε την ισχυρότερη χώρα του κόσμου σε τριτοκοσμική δημοκρατία και η επίθεση στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 θα μείνει στην Ιστορία ως μια επίθεση που υποκινήθηκε από έναν εν ενεργεία πρόεδρο που συνέχισε να ψεύδεται αβάσιμα για το αποτέλεσμα των νόμιμων εκλογών, ως μια στιγμή μεγάλης ατίμωσης και ντροπής για το αμερικανικό έθνος, όπως υπογράμμισε εύστοχα ο Μπαράκ Ομπάμα.
Ένας αναστοχασμός με αφορμή τα τραγικά γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου μας επιβεβαιώνει την «αντοχή» του Τραμπ στην εκλογική του βάση και το γεγονός πως οι ΗΠΑ είναι πλέον βαθιά διχασμένες. Ο Τραμπ, ο πιο ισχυρός λαϊκιστής ηγέτης στη Δύση εξαιτίας και μόνο του αξιώματος που κατείχε, με ισχυρή πολιτική βάση και υπό στήριξη από μια «λαϊκιστική διεθνή» που έχει συσπειρωθεί διαδικτυακά για να διακηρύξει την υποστήριξή της προς τους απανταχού λαϊκιστές, άντεξε στις εκλογές και επιχείρησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας οι ΗΠΑ είδαν πως είχαν για πρόεδρο έναν τηλεαστέρα, έναν φυγόπονο, έναν κλόουν που δεν μπορούσε να αδράξει την ευκαιρία της κρίσης και να τη δει ως πρόκληση. Την αντιμετώπισε ως μια αναποδιά που έπρεπε να αγνοηθεί, ως ένα εμπόδιο στον τρόπο ζωής του και όταν έχασε τον έλεγχο της κατάστασης έριξε τις ευθύνες στους κυβερνήτες των Πολιτειών.
Υπό τον πρόεδρο Τραμπ οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την επιρροή τους σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, και κατέγραψαν έναν ιδιαίτερο «αναχωρητισμό» από περιοχές όπως η Μεσόγειος, δημιουργώντας ένα μεγάλο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό κενό. Χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία με στοχευμένες κινήσεις γεμίζουν σήμερα αυτό το κενό.
Οι ΗΠΑ αυτά τα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ έδειξαν σαν να μην είχαν τη δύναμη να μείνουν στην κορυφή. Υπό τον Τραμπ ξέχασαν γιατί η ηγετική θέση είναι σημαντική όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και την ευρωατλαντική κοινότητα.
Όσο για την άποψη που «αναδύθηκε» σε πολλές εγχώριες αναλύσεις, πως και οι δύο υποψήφιοι περίπου τα ίδια συμφέροντα εξέφραζαν και πως σε τελική ανάλυση ο Τραμπ δεν ήταν κακός για την Ελλάδα, ας μην τη σχολιάσουμε περαιτέρω.
Περιμένοντας τη νέα αμερικανική διοίκηση να «επιδιορθώσει» και να συμφιλιώσει τις ΗΠΑ πριν εμπλακεί με τα διεθνή ζητήματα για να μπορέσει να ηγηθεί και πάλι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία μετέχει η Ελλάδα εδώ και σαράντα χρόνια (σε κάποιους δεν αρέσει να το θυμίζουμε!), πρέπει να προχωρήσει το 2021 και ως γεωπολιτική δύναμη, με περισσότερη στρατηγική σκέψη, περισσότερα μέσα και σύγκλιση συμφερόντων. Απέναντι στους παράγοντες αποσταθεροποίησης όπως είναι η ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ και προκειμένου να αντιμετωπιστούν δύσκολα ζητήματα όπως είναι η παρατεταμένη κρίση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, χρειάζεται περισσότερη ευρωπαϊκή κυριαρχία και στρατηγική αυτονομία.
Σε σχέση με την Κίνα η ΕΕ θα επιδιώξει ενίσχυση των σχέσεων με το Πεκίνο. Στην άλλη πλευρά του ευρωατλαντικού κόσμου, η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να αποκαταστήσει την ηρεμία στις σχέσεις με το Πεκίνο, αρκεί να αρνηθεί να κλιμακώσει την ένταση. Πρέπει να φτάσουμε σε ένα τρίγωνο σταθερότητας ΗΠΑ - ΕΕ - Κίνας.
Ο Μπάιντεν με έναν εξωστρεφή πατριωτισμό και έμφαση στην πολυμέρεια και διεθνή συνεργασία θα βοηθήσει τις ΗΠΑ να επιστρέψουν στη διεθνή σκηνή.
*αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου- πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση το βιβλίο του «Mare Nostrum: Μετατοπίσεις στον γεωπολιτικό χάρτη της Μεσογείου»