του Carlos Hernandez-Echevarria*
Οι κανονισμοί από μόνοι τους δεν θα λύσουν το πολύ μεγάλο πρόβλημα της παραπληροφόρησης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, αλλά ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες μπορεί σίγουρα να βοηθήσει.
Καθώς η Ε.Ε. σκέφτεται πώς να θεσπίσει θεμελιώδεις κανονισμούς σχετικά με τις μεγάλες εταιρίες Διαδικτύου, πρέπει να λάβει υπόψη τρόπους ενθάρρυνσης για τις πλατφόρμες αυτές ώστε να συμβάλουν σε μια κοινή προσπάθεια για δημόσιες συζητήσεις βασισμένες σε πραγματικά στοιχεία, καθώς αυτό αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις μας ως κοινωνία: η ποιότητα των παρεχόμενων πληροφοριών προς τους πολίτες, καθώς αυτοί λαμβάνουν αποφάσεις για το κοινό μας μέλλον.
Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο (η έρευνα διενεργήθηκε τον Δεκέμβριο του 2019), πάνω από το 70% των ευρωπαίων πολιτών άνω των 15 ετών δήλωσαν ότι είχαν εντοπίσει ψευδείς πληροφορίες αρκετές φορές το μήνα, ή ακόμα και συχνότερα.
Εάν αυτό δεν είναι αρκετά ανησυχητικό από μόνο του, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η πανδημία που ξέσπασε λίγο αργότερα είχε πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην παραπληροφόρηση: μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Reuters διαπίστωσε ότι οι έλεγχοι πληροφοριών στα αγγλικά αυξήθηκαν κατά 900%, μόνο μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 2020.
Όπως αναφέρει η ίδια έρευνα, «τα πιο συνηθισμένα περιστατικά παραπληροφόρησης αφορούν τις ενέργειες ή τις πολιτικές που λαμβάνουν οι δημόσιες αρχές για την αντιμετώπιση του COVID-19», υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη προς τα μέτρα για τη δημόσια υγεία και θέτοντας σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητά τους.
Πριν από την πανδημία, η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών είχε ήδη δηλώσει ότι οι δημόσιες αρχές πρέπει να είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση των φαινομένων παραπληροφόρησης, αλλά οποιαδήποτε σχετική νομοθετική δράση περικλείει σοβαρούς κινδύνους που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Εάν οποιοσδήποτε κανονισμός ενέχει ακόμη και την παραμικρή προσπάθεια της κυβέρνησης, προκειμένου να περιοριστεί η ελευθερία του λόγου- αναφορικά με το τι είναι αλήθεια και τι είναι παραπληροφόρηση, θα μπορούσε να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Θα ενισχύσει, ακριβώς, τα λαϊκίστικα και μη τεκμηριωμένα επιχειρήματα, τα οποία και σκοπεύει να καταπολεμήσει.
Εάν τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. επιθυμούν ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο κατά της παραπληροφόρησης, ο νόμος πρέπει να διασφαλίσει τη διαφάνεια και τη συνεργασία μεταξύ των βασικών φορέων αυτής της δημόσιας συζήτησης: των κυβερνήσεων, ακαδημαϊκών, κοινωνίας των πολιτών, δημοσιογράφων και ελεγκτών πληροφοριών, και ιδίως τη συνεργασία με τις πλατφόρμες.
Οι διαδικασίες θέσπισης κανονισμών σχετικά με το Διαδίκτυο δεν θα είναι ποτέ εύκολες. Πρόκειται για ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπου ο νόμος μπορεί να καταστεί παρωχημένος πολύ σύντομα. Γι’ αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό να υπάρχει συνεργασία με τις πλατφόρμες, ώστε να βοηθήσουν στις νομοθετικές διαδικασίες.
Ως ελεγκτές πληροφοριών, βλέπουμε καθημερινά τον πολύ σημαντικό ρόλο που έχουν οι πλατφόρμες, όπως η Google, το Facebook, το YouTube και το Twitter στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Κάνουν διαρκώς εκτιμήσεις σχετικά με το περιεχόμενο, που δεν θα πρέπει –πλέον- να είναι αποτέλεσμα μιας απλής εταιρικής και αδιαφανούς διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Όταν διαγράφουν μια ανάρτηση ή επισυνάπτουν μια επεξηγηματική σημείωση σε ένα κομμάτι περιεχομένου - είτε πρόκειται για ένα tweet, είτε μια ανάρτηση στο Facebook ή ένα βίντεο στο Youtube- αυτό ενέχει τεράστια κοινωνική ευθύνη, εάν μάλιστα το κάνουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ανεξάρτητες διαδικασίες ελέγχου.
Όταν αξιολογούν εάν ένα περιεχόμενο είναι παραπλανητικό, ή επικίνδυνο ή παράνομο, λαμβάνουν στην πραγματικότητα μια απόφαση που επηρεάζει το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Τουλάχιστον, πρέπει να υποχρεωθούν από το νόμο να εξηγήσουν δημόσια πώς λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις: Ποια κριτήρια χρησιμοποιούνται; Ποια είναι τα μέτρα που χρησιμοποιούν; Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται από έναν αλγόριθμο, είτε υπό την ανθρώπινη εποπτεία;
Είναι απαραίτητο να υπάρχει διαφάνεια από μέρους των εταιριών αυτών, ώστε να μάθουμε για τις διαδικασίες που ακολουθούν και, τελικά, για να βεβαιωθούμε ότι η κοινωνία έχει λόγο στον επαναπροσδιορισμό τους, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία και, έτσι, περισσότερη αποτελεσματικότητα κατά της παραπληροφόρησης.
Εάν οι πλατφόρμες συμπεριλάβουν ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, ελεγκτές πληροφοριών και δημόσιους υπαλλήλους στο σχεδιασμό και την εποπτεία των διαδικασιών αναθεώρησης, οι φορείς θα αποφύγουν την εικόνα μιας μεμονωμένης οντότητας που αποφασίζει ποιες απόψεις είναι αποδεκτές, και όλοι οι χρήστες θα γνωρίζουν ότι λαμβάνονται αποφάσεις για το περιεχόμενο βάσει δεδομένων και όχι βάσει μιας αντίληψης.
Ως ελεγκτές πληροφοριών, διαδραματίζουμε ήδη έναν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα προς έναν δημόσιο διάλογο βάσει πραγματικών δεδομένων. Στην καθημερινή μας εργασία ασχολούμαστε με εκστρατείες παραπληροφόρησης και παρέχουμε πληροφορίες υψηλής ποιότητας προς αξιοποίηση, για τις πλατφόρμες και για το κοινό. Και αυτό, πράγματι, λειτουργεί. Ανεξάρτητα από τις εσφαλμένες αντιλήψεις, όπως ότι «οι άνθρωποι θα πιστεύουν αυτό που θέλουν να πιστεύουν», ο έλεγχος των πληροφοριών έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός στο να σταματήσει να υπάρχει η εξάπλωση μιας ψευδούς πληροφορίας, που διαφορετικά θα συνεχίσει να αναπαράγεται.
Υπάρχουν, βεβαίως, σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές που αρνούνται να αποδεχτούν οτιδήποτε αμφισβητεί τις απόψεις τους, αλλά δεν πρέπει να έχουν λάθος θεώρηση για το σύνολο της κοινωνίας.
Γενικά, οι ελεγκτές πληροφοριών είναι μικροί οργανισμοί και θα μπορούσαμε επίσης να δεχτούμε κάποια βοήθεια από τις πλατφόρμες, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στη βιωσιμότητα μας, αλλά μπορούν επίσης να κάνουν τη διαφορά στην αποτελεσματικότητα της εργασίας μας. Για παράδειγμα, η κοινοποίηση ποιοτικών δεδομένων με τη βοήθεια ελεγκτών πληροφοριών θα βοηθούσε πάρα πολύ για να κατανοήσουμε πώς κινείται η παραπληροφόρηση μέσα στους ιστοτόπους και πώς η εργασία μας επηρεάζει τη διάδοσή της.
Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν αναγγείλει τον αγώνα κατά της παραπληροφόρησης ως έναν από τους πυλώνες του νέου νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Η συζήτηση έχει μέχρι στιγμής επικεντρωθεί σε πρόσθετες υποχρεώσεις για τις πλατφόρμες και, ενώ ο κανονισμός πρέπει να διασφαλίζει ότι λαμβάνει υπόψη και ότι υποστηρίζει τους σχετικούς φορείς (όπως τους ελεγκτές πληροφοριών), τα θεσμικά όργανα από μόνα τους μπορούν να κάνουν περισσότερα. Αυτή η νέα νομοθεσία πρέπει να ενθαρρύνει πρωτοβουλίες ψηφιακού γραμματισμού, ώστε να εκπαιδεύεται το κοινό και να μπορεί να εντοπίσει την παραπληροφόρηση. Θα πρέπει, ακόμη, να θέσει υψηλότερο στόχο ως προς τη διαφάνεια των δημόσιων οργανισμών.
Ο νέος νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες θα έχει μεγάλες επιπτώσεις στο ποιόν του δημόσιου λόγου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ποιότητα των πληροφοριών στις οποίες θα μπορούν να βασίζονται οι πολίτες κατά τη λήψη αποφάσεων για το κοινό μας μέλλον. Ας βεβαιωθούμε ότι η νομοθεσία θα ανταπεξέλθει σε αυτούς τους στόχους με τρόπο αποτελεσματικό.
*επικεφαλής Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμικής Ανάπτυξης, «Maldita.es»- μια ευρωπαϊκή μη κερδοσκοπική δημοσιογραφική πλατφόρμα και ανεξάρτητος ιστότοπος ελέγχου πληροφοριών, με την μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
**πρώτη δημοσίευση: www.euractiv.com