του Βασίλη Σιταρά
Σε προηγούμενη μελέτη μας, εκθέσαμε τις οικονομικές, (εμπορικές, επενδυτικές και ενεργειακές) σχέσεις της Τουρκίας με ορισμένες μετασοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας οι οποίες κατοικούνται, ως επί το πλείστον, από τουρκογενείς πληθυσμούς. Και είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γείτων χώρα κατάφερε, αμέσως μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, να «διεισδύσει» πολλαπλώς στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αποκομίζοντας σημαντικά οφέλη. Τι γίνεται, όμως, σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής οικονομίας, με την ίδια την Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία, γεωπολιτικά, αποτελεί μείζονα ανταγωνιστή της Τουρκίας για περιφερειακή ηγεμονία;
Η ανά χείρας μελέτη θα προσπαθήσει να αναδείξει ότι οι ρωσοτουρκικές οικονομικές σχέσεις εμφανίζονται λίαν ισχυρές και μάλιστα, σε τροχιά εμβάθυνσης. Διότι, όπως έχει ήδη υποστηρίξει η βιβλιογραφία, στην πράξη παρατηρείται μια απόπειρα «στεγανοποίησης» (compartmentalization) των οικονομικών σχέσεων από τις πολιτικές: οι άρχουσες ελίτ σκοπίμως διαχωρίζουν την οικονομική συνεργασία από τους επιμέρους, ενίοτε σημαντικούς, γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, και την αφήνουν να προχωρήσει απρόσκοπτα, ως αμοιβαία επωφελή (win-win). Αυτός ο πραγματισμός, βεβαίως, δεν σημαίνει πως μείζονες πολιτικές κρίσεις δεν έχουν κατά καιρούς επιδράσει, έστω και πρόσκαιρα, στις οικονομικές σχέσεις: το επεισόδιο του αεροπλάνου Su-24 (βλ. παρακάτω) οδήγησε σε καθίζηση των διμερών συναλλαγών το 2015/6. Αναγνωρίζουμε ότι, για την πληρότητα της ανάλυσης, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από παρουσίαση των οικονομικών σχέσεων της Τουρκίας με την Σοβιετική Ένωση (λ.χ. δάνειο Λένιν προς Κεμάλ το 1923 και κομβικής σημασίας συμφωνία οικονομικής συνεργασίας το 1967), όμως αδυνατούμε να το πράξουμε, ελλείψει χώρου. Αναγκαστικά θα περιοριστούμε στις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπου οι πατερναλιστικές μορφές των κ.κ. Πούτιν και Ερντογάν δεσπόζουν απόλυτα στο πολιτικό στερέωμα Μόσχας και Άγκυρας, αντίστοιχα. Ειδικά, δε, κατά την δεκαετία του 2010 και παρά την κρίση εξαιτίας του Su-24, παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών. Κατά την άποψή μας, Ρωσία και Τουρκία αποτελούν σήμερα οιονεί στρατηγικούς εταίρους (παρά τα αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα σε πολλά επί μέρους θέματα και το ΝΑΤΟϊκό, επομένως αντιρωσικό, status της τελευταίας σε επίπεδο αρχιτεκτονικής διεθνούς ασφάλειας).
Ειδικότερα, δύο κοσμογονικής σημασίας εξελίξεις, ή αλλιώς «game-changers», υπήρξαν, πρώτον, η κατασκευή, από την ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom, πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη ΝΑ Τουρκία (με τέσσερις αντιδραστήρες) και, δεύτερον, η εξαγωγή στην Τουρκία ενός ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος τελευταίας τεχνολογίας. Η μεν πρώτη εξέλιξη βασίζεται, μετά από πάρα πολλά έτη προεργασίας, σε μια διακρατική συμφωνία του 2010 και ξεκίνησε να υλοποιείται το 2018, η δε δεύτερη σε ένα συμβόλαιο αγοράς το οποίο υπογράφηκε το 2017. Οι μέχρι πρότινος υφιστάμενοι οικονομικοί δεσμοί των δύο, όσο σημαντικοί κι αν ήταν, δεν μπορούν να συγκριθούν με την στενή συνεργασία σε αυτούς τους δύο τόσο ευαίσθητους τομείς. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν η «έκταση» των σχέσεων (τουλάχιστον με βασικό κριτήριο τον όγκο του διμερούς εμπορίου αγαθών) δεν είναι τόσο μεγάλη σήμερα, όσο ήταν στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, λ.χ. το 2008, η «ένταση» εντυπωσιάζει.
Η πρώτη, λοιπόν, βασική θέση της ανά χείρας μελέτης είναι ότι η πολιτική οικονομία των διμερών σχέσεων Ρωσίας και Τουρκίας οφείλει να προσεγγίζεται πρωτίστως με ποιοτικούς και όχι ποσοτικούς όρους: ιδιαίτερα κρίσιμες θεωρούνται εκείνες οι συνεργασίες που ενέχουν έντονες υποδηλώσεις ασφάλειας. Γενικά, η εικαζόμενη βοήθεια (έστω και σε επίπεδο προειδοποίησης) του Πούτιν προς τον Ερντογάν στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 ήταν το πλέον κρίσιμο γεγονός, το οποίο στην συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκε πολλαπλώς. Όχι μόνο το επεισόδιο του Su-24 θεωρήθηκε λήξαν -είχε προηγηθεί, άλλωστε, απολογητική επιστολή- αλλά πλέον οι δύο χώρες ήλθαν εγγύτερα από ποτέ ίσως στο παρελθόν, παρά τις επιμέρους διαφορές τους: ακόμη και η πρόσφατη (Φθινόπωρο 2020) ανακατάληψη του Ορεινού Καραμπάχ από το Αζερμπαϊτζάν, με εμφανέστατη τουρκική υποστήριξη, δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί χωρίς την πρότερη «συνεννόηση» Άγκυρας-Μόσχας.
Πάντως, διαπρεπείς Τούρκοι αναλυτές κάνουν πολύ συχνά λόγο, και δη με έμφαση, περί «ασύμμετρης αλληλεξάρτησης»: σε τελική ανάλυση, υποστηρίζουν, η Άγκυρα είναι πολύ περισσότερο εξαρτημένη οικονομικά από τη Μόσχα και όχι το αντίθετο. Θεωρούν, και έμμεσα προειδοποιούν την ηγεσία τους, ότι η Τουρκία παραμένει το πιο «ευάλωτο» (vulnerable) μέρος της εξίσωσης, καθώς μια μεγάλη κρίση στις διμερείς σχέσεις και, επομένως, μια καθίζηση των οικονομικών συναλλαγών, θα την έβλαπτε πολύ περισσότερο, παρά την Ρωσία. Ως εκ τούτου, καταλήγει η άποψη αυτή, η πλευρά εκείνη που «έχει το πάνω χέρι», δηλαδή η ρωσική, δύναται να ασκήσει και μεγαλύτερη επιρροή, γενικότερα, επί της άλλης (asymmetry in the economic relationship provides a «source of influence» for the stronger party). Η άποψη αυτή, αν και φαινομενικά ορθή, δεν πρέπει να μας κάνει να λησμονούμε το μείζον γεγονός, το οποίο επιχειρεί να αναδείξει η ανά χείρας μελέτη ως δεύτερη βασική θέση της: υπό φυσιολογικές συνθήκες, δηλ. εκτός περιόδων κρίσης, ο μεγαλύτερος ωφελημένος της διμερούς οικονομικής σχέσης, όπως τουλάχιστον έχει εξελιχθεί από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι σήμερα και, ιδίως, όπως προβλέπεται να προχωρήσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2020, είναι σαφώς η Τουρκία.
ΔΙΜΕΡΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Οι δύο χώρες, καίτοι αμφότερες μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO), έχουν επιλέξει να ενσωματωθούν σε διαφορετικά σχήματα περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης: η μεν γείτων μετέχει στην Τελωνειακή Ένωση της ΕΕ από 31/12/1995, η δε Ρωσία αποτελεί τον πρωτεργάτη της μικρότερης Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (2015), μετεξέλιξη της αντίστοιχης Ευρασιατικής Τελωνειακής Ένωσης (2010). Ο πολύ «χαλαρός» Οργανισμός Συνεργασίας του Εύξεινου Πόντου, στον οποίο αμφότερες μετέχουν από συστάσεώς του, το 1992, δεν προσφέρει, κατά γενική ομολογία, καμία ουσιαστική οικονομική ολοκλήρωση. Αυτή, λοιπόν, η απουσία μεταξύ των δύο ενός προνομιακού εμπορικού καθεστώτος εκτρέπει μοιραία το τουρκικό εμπόριο -πλην αγροτικών προϊόντων- προς την Δύση, μια εξαγωγική αγορά υψίστης σημασίας για την Άγκυρα: αθροιστικά, η ΕΕ απορροφά περί τα 70 δισ. δολάρια τουρκικών εξαγωγών ετησίως ή 20 φορές τον όγκο των εξαγωγών της γείτονος προς Ρωσία! Ειδικά, δε, η «τριπλέτα» Γερμανίας (13,8 δισ. δολάρια), Ηνωμένου Βασιλείου (9,7 δισ. δολάρια) και Ιταλίας (8,3 δισ. δολάρια) αποτελούσαν τις μείζονες αγορές των τουρκικών προϊόντων το 2019, που δεν μπορούν να υποκατασταθούν από ισοδύναμες.
Φυσικά, η ύπαρξη ή μη οικονομικής ολοκλήρωσης δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει το διεθνές εμπόριο. Ένας δομικός και, επομένως, πάρα πολύ σημαντικός δείκτης ονομάζεται «συμπληρωματικότητα» μεταξύ των αγαθών εκείνων που εξάγει η μια χώρα και εκείνων τα οποία εισάγει η άλλη (trade complementarity index, TCI). Όταν ο δείκτης αυτός είναι 0, το διμερές εμπόριο είναι αδύνατο, ενώ στη μέγιστη δυνατή τιμή του, το 1, οι συνθήκες είναι ιδανικές. Μια κλασική μελέτη του 2017, που εξετάζει την περίοδο από το 1992 έως και το 2014, συμπεραίνει ότι, στην διάρκεια αυτών των 23 ετών, ο TCI των τουρκικών εξαγωγών προς τις εισαγωγές της Ρωσίας ανήλθε από το 0,38 στο 0,52, ενώ το 2013 είχε φτάσει και στο 0,54. Ομοίως, ο TCI των ρωσικών εξαγωγών προς τις εισαγωγές της γείτονος πήγε από το 0,39 στο 0,53.
Στατιστικά, οι διμερείς εμπορικές σχέσεις Μόσχας και Άγκυρας είναι αξιοσημείωτες, αλλά εξακολουθούν να υπολείπονται του ιστορικού υψηλού στο οποίο είχαν ανέλθει το 2008: με βάση τουρκικά στατιστικά στοιχεία, το 2019 ο όγκος του διμερούς εμπορίου Τουρκίας-Ρωσίας, δηλ. το σύνολο εξαγωγών και εισαγωγών, ανήλθε σε 23,5 δισ. δολάρια, υπολειπόμενος -από την τουρκική οπτική γωνία- μονάχα του όγκου εμπορίου με την Γερμανία (σχεδόν 30 δισ. δολάρια). Είναι αλήθεια πως το 2008 είχε φτάσει στο ιστορικό υψηλό των 37,8 δισ. δολάρια, 60% πάνω από το επίπεδο του 2019. Εντούτοις, η δυσθεώρητη επίδοση του 2008 είναι μάλλον παραπλανητική, καθώς οφείλεται εν πολλοίς στο ιστορικό υψηλό που κατέγραψαν τότε οι υδρογονάνθρακες, βασική εξαγωγική κατηγορία της Ρωσίας προς Τουρκία. Στην συνέχεια, ο όγκος εμπορίου φυσιολογικά κατέρρευσε, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά την τριετία από 2012 μέχρι και 2014 κυμάνθηκε επίσης σε λίαν ικανοποιητικά επίπεδα: ο μέσος όρος της περιόδου εκείνης ήταν 32,2 δισ. δολάρια ετησίως, 37% πάνω από το 2019. Σε κάθε περίπτωση, έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος, εάν αναλογιστούμε ότι το 2000, που η Ρωσία βρισκόταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, ο όγκος εμπορίου ανερχόταν σε μόλις 4,5 δισ. δολάρια. Η διαφορά του 2019 με το 2000 είναι πενταπλάσια.
Αξιοσημείωτη ήταν η δήλωση της Τουρκάλας υπουργού Εμπορίου, κας Pekcan, κατά την 16η Σύνοδο της Μικτής Οικονομικής Επιτροπής Συνεργασίας, που έλαβε χώρα στην Αττάλεια τον Ιούλιο του 2019: «Ο όγκος του διμερούς εμπορίου πρέπει να ανέλθει το ταχύτερο δυνατόν στα … 100 δισ. δολάρια», είχε πει η κα Pekcan, απηχώντας δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν τον Απρίλιο του ίδιου έτους στη Μόσχα. Πρόκειται, προφανώς, για ευσεβή πόθο, που πάρα πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί στο ορατό μέλλον. Στις τουρκικές εισαγωγές αγαθών ύψους 181 δισ. δολάρια το 2019, η Ρωσία κατέλαβε για άλλη μια φορά την πρώτη θέση παγκοσμίως (δηλαδή ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Τουρκίας) με μερίδιο 11%, ήτοι κάτι παραπάνω από 20 δισ. δολάρια, ακολουθούμενη από τις Κίνα και Γερμανία, με περίπου 16 δισ. έκαστη. Αντίθετα, στις τουρκικές εξαγωγές αγαθών, συνολικού ύψους 153,2 δισ. την ίδια χρονιά, η Ρωσία κατέλαβε μόλις την δέκατη θέση με 3,45 δισ. δολάρια, όσο περίπου και η πολύ μικρότερη Ρουμανία. Για την ακρίβεια, οι τουρκικές εξαγωγές αγαθών προς την Ρωσία το 2019 ήταν ακριβώς οι μισές από το ιστορικό υψηλό του έτους 2013 (7 δισ. δολάρια).
Σύμφωνα με λίαν εμπεριστατωμένη μελέτη του Εμπορικού Γραφείου της Πρεσβείας μας στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 2020, τα κύρια τουρκικά προϊόντα που εξήχθησαν στην Ρωσία κατά την διάρκεια του 2019 ήταν αγροτικά προϊόντα (22%), μηχανές-ηλεκτρικές συσκευές και μέρη αυτών (15,5%), κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα (14,8%), υλικά μεταφοράς (14,1%), μέταλλα και τεχνουργήματα (7,2%), και πλαστικά (6,4%). Όλα τα ανωτέρω στοιχεία, όμως, αφορούν τις καταγεγραμμένες ή επίσημες συναλλαγές: μεγάλο πρόβλημα ειδικά στις τουρκικές εξαγωγές προς Ρωσία αποτελεί το άτυπο παρεμπόριο, επονομαζόμενο επίσης «εμπόριο της βαλίτσας»: από την εποχή της Περεστρόικα μέχρι και σήμερα, ένας τεράστιος όγκος τουρκικών προϊόντων διοχετεύεται στην Ρωσία εκτός των θεσμοθετημένων καναλιών διανομής και χωρίς να καταγραφεί στα Τελωνεία. Κύρια είδη τέτοιου εμπορίου είναι ρούχα και ιδίως τα δερμάτινα, υποδήματα, αξεσουάρ, κοσμήματα, υφαντά, χαλιά κλπ. Τούρκοι αναλυτές ανεβάζουν το ύψος του παρεμπορίου από 8 έως και 10 δισ. δολάρια ετησίως στην περίοδο μέχρι το 2014, ακόμη και σήμερα δε περί τα 4,5 δισ. δολάρια, επομένως είναι κατά τι μεγαλύτερο από τις επίσημες τουρκικές εξαγωγές! Συνεπώς, το σύνολο των τουρκικών προϊόντων τα οποία φτάνουν, με οποιοδήποτε μέσο, στην Ρωσία πλησιάζει τα 8 δισ. δολάρια.
Από την οπτική γωνία της Μόσχας, η Άγκυρα δεν είναι τόσο σημαίνων εμπορικός εταίρος, παραμένει όμως, σε κάθε περίπτωση, σημαντικός. Και δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι ίδιας σπουδαιότητας, καθώς η τουρκική οικονομία είναι μικρότερη από την ρωσική ως προς το ΑΕΠ, οι δε εξαγωγές της Ρωσίας, συνολικά προς τον κόσμο, είναι κατά συντριπτικά μεγαλύτερες: 423 δισ. δολάρια το 2019 ή 2,75 φορές όσο οι τουρκικές. Την χρονιά εκείνη, ο όγκος του διμερούς εμπορίου με την Τουρκία αντιπροσώπευε λιγότερο από το 4% του ρωσικού όγκου εμπορίου παγκοσμίως. Για σύγκριση, πρώτος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας το 2029 ήταν η Κίνα, με 16,5% επί του όγκου διμερούς εμπορίου. Την ίδια χρονιά, η Τουρκία κατέλαβε την τέταρτη θέση ως προορισμός ρωσικών εξαγωγών με μερίδιο σχεδόν 5%, μετά από τις Γερμανία (13,4%), Ολλανδία (10,6%) και Κίνα (6,6%). Ακόμη πιο μικρή, δε, ήταν η σημασία της Τουρκίας ως προμηθευτή της Ρωσίας το 2019: είχε μερίδιο επί της ρωσικής αγοράς μόνο 2% και βρισκόταν στην 11η θέση παγκοσμίως. Μια απολύτως ειδική περίπτωση αποτελεί η Αυτόνομη Δημοκρατία του Ταταρστάν, με τουρκογενή πληθυσμό. Εκεί το «ειδικό βάρος» της γείτονος είναι δυσανάλογα μεγάλο: ο όγκος του εμπορίου το 2019 ανήλθε σε 481 εκατ. δολάρια, αυξημένος κατά 53% σε σχέση με το 2019, και, μάλιστα, το ισοζύγιο ήταν σαφώς πλεονασματικό υπέρ της Τουρκίας (εξαγωγές 271 εκατ. δολάρια και εισαγωγές 210 εκατ. δολάρια). Κατά την τελευταία του επίσκεψη εργασίας στην Τουρκία, προς το τέλος του 2020, ο πρόεδρος του Ταταρστάν, Rustam Minnikhanov, ενθάρρυνε, για πολλοστή φορά, τουρκικές εταιρείες να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρη την Ρωσία.
Κατά κανόνα, τα ρωσικά προϊόντα που κατευθύνονται στην τουρκική αγορά είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ιδίως δε ενεργειακές πρώτες ύλες (βλ. παρακάτω). Αυτό άλλαξε στο τέλος του 2017, όταν η Τουρκία υπέγραψε μια σύμβαση ύψους 2,5 δισ. δολαρίων για την αγορά του πυραυλικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 (στα ρωσικά: C-400 ??????), σχεδίασης και κατασκευής της εταιρείας ΝΡΟ Almaz. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2019 και οι πρώτες επιχειρησιακές δοκιμές έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 2020. Μέχρι την πρώτη δοκιμή, είχαν ήδη παραδοθεί αεροπορικώς 4 συστοιχίες με 36 μονάδες βολής και 192 αναχαιτιστικά βλήματα. Η απόκτηση του S-400 οδήγησε σε μεγάλη κρίση τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, που κατέληξε στην αποπομπή της πρώτης από το διεθνές πρόγραμμα κατασκευής του «αόρατου» μαχητικού αεροσκάφους F-35 (2019) και, προσφάτως, σε πολλές ακόμη κυρώσεις. Αυτό που ελάχιστοι ανέφεραν, ειδικά στην Ελλάδα, είναι πως το 55% του κόστους αγοράς των S-400 καλύφθηκε από ρωσικό δάνειο.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα ρωσικά στατιστικά στοιχεία, οι βασικές κατηγορίες προϊόντων οι οποίες εξήχθησαν, το 2019, προς Τουρκία ήταν οι εξής: ορυκτά καύσιμα (41%), «απόρρητες συναλλαγές» (24,4%), μέταλλα-τεχνουργήματα αυτών (14,9%) και αγροτικά προϊόντα, σχεδόν αποκλειστικά σιτηρά (8,5%). Η κατηγορία «απόρρητες συναλλαγές» αφορά βεβαίως τους S-400. Όπως έχουμε ήδη γράψει πρόσφατα, μετά την ανακοίνωση αγοράς από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, τον Σεπτέμβριο του 2020, 18 γαλλικών αεροσκαφών τύπου Dassault Rafale, η Τουρκία συζητάει πλέον την προμήθεια ρωσικών μαχητικών Sukhoi Su-35S ή και των ακόμη πιο προηγμένων Sukhoi Su-57. Οίκοθεν νοείται ότι παράλληλα θα πρέπει να αγοραστεί και το αντίστοιχο «πακέτο» οπλισμού. Εάν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι μια εξέλιξη καταρχήν στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, με αξία περί τα 4 ή 5 δισ. δολάρια, η οποία, όμως, θα μετακινήσει και τις τεκτονικές πλάκες της γεωπολιτικής στην περιοχή μας…
Στο εμπόριο υπηρεσιών, το ισοζύγιο είναι έντονα πλεονασματικό υπέρ της Τουρκίας: τουρκικές εξαγωγές 7,6 δισ. δολαρίων και εισαγωγές μόλις 1,2 δισ. δολαρίων το 2019. Ειδικά, δε, στην «βιομηχανία» του τουρισμού, μια πάρα πολύ σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος για την Τουρκία, το 15,6% των διεθνών τουριστικών αφίξεων ή σχεδόν 7 εκατ. επισκέπτες το 2019 προέρχονταν από την Ρωσία, αύξηση 18% σε σχέση με ένα έτος πριν. Ακολούθησαν, αρκετά πιο πίσω, η Γερμανία με 5 εκ. αφίξεις και η Βουλγαρία με 2,7 εκατ. (το σύνολο των διεθνών αφίξεων της γείτονος το 2019, πλην δηλαδή ενσκήψει η πανδημία, ήταν περίπου 45 εκατ.). Ακόμη και στους Ρώσους αστυνομικούς -μια πολυάριθμη ομάδα άνω των 2,5 εκατ. μαζί με συζύγους και τέκνα- έχει πλέον επιτραπεί να κάνουν τις οικογενειακές διακοπές τους στην Τουρκία. Η παραπάνω τάση δεν είναι καθόλου τυχαία: πρόκειται για δύο χώρες που έχουν αμφότερες υποτιμημένα ή «μαλακά» νομίσματα, επομένως η Τουρκία είναι πιο ελκυστικός προορισμός για τον μέσο Ρώσο από την Ευρώπη και ειδικά από την ζώνη του ευρώ. Οι περισσότεροι, άλλωστε, Ρώσοι τουρίστες κατευθύνονται στην περιοχή της Αττάλειας, όπου λειτουργούν μεγάλες τουριστικές μονάδες σχετικά χαμηλού κόστους, με πακέτα φιλοξενίας «all inclusive». Το αεροδρόμιο της Αττάλειας, τους καλοκαιρινούς μήνες, έχει απευθείας σύνδεση με 30 ρωσικές πόλεις, ακόμη και της Σιβηρίας. Από την άνοιξη του 2019, μάλιστα, ορισμένες τουρκικές τράπεζες άρχισαν να κάνουν αποδεκτές συναλλαγές και με την ρωσική πιστωτική κάρτα Mir, η οποία δημιουργήθηκε το 2014, μετά τις κυρώσεις λόγω Κριμαίας, και σήμερα αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% της αγοράς τέτοιων καρτών στην Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, οι διμερείς οικονομικές σχέσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ευμετάβλητες, διμερείς πολιτικές σχέσεις. Μια αναμφισβήτητα δραματική στιγμή υπήρξε η κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού τζετ Su-24 από τουρκικό F-16 τον Νοέμβριο του 2015 στο μέτωπο της Συρίας. Αυτό το γεγονός εξόργισε τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν και είχε τρεις βασικές συνέπειες, που φάνηκαν ανάγλυφα στα μεγέθη του επόμενου έτους: Πρώτον, επιβλήθηκε απαγόρευση επιβατικών πτήσεων «charter» από την Ρωσία προς την Τουρκία, επιφέροντας ισχυρότατο πλήγμα στον τουρισμό της δεύτερης: μόλις 866.000 Ρώσοι επισκέφθηκαν την Τουρκία το 2016, οι περισσότεροι από τον Αύγουστο και μετά, όταν πλέον οι διμερείς πολιτικές σχέσεις είχαν αποκατασταθεί. Δεύτερον, από 1/1/2016 ανεστάλη μονομερώς, από ρωσικής πλευράς, η εφαρμογή της -πολύ σημαντικής- διμερούς συμφωνίας του 2010 η οποία προέβλεπε ταξίδια χωρίς θεώρηση (visa-free regime), με εξαίρεση μόνο τους Τούρκους υπηκόους που διέθεταν ήδη άδεια παραμονής στην Ρωσία. Τρίτον, εφαρμόστηκε εμπάργκο στις εξαγωγές των τουρκικών φρούτων και λαχανικών, πλήττοντας έτσι ένα βασικό εξαγωγικό προϊόν το οποίο κατευθυνόταν στη ρωσική αγορά.
Γενικά, από τις ρωσικές κυρώσεις εκείνης της εποχής, επλήγη περίπου το 15% των τουρκικών εξαγωγών προς Ρωσία. Σημειωτέον πως έκτοτε οι εξαγωγές τουρκικών αγροτικών προϊόντων προς την Ρωσία έχουν ανακάμψει στα 650 εκατ. δολάρια, αλλά ουδέποτε επέστρεψαν στα προ 2016 επίπεδα, ούτε πρόκειται να επιστρέψουν στο ορατό μέλλον. Αυτό διότι η Ρωσία ακολούθησε, κατά την τελευταία πενταετία, μια επιτυχημένη πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών στον αγροτικό τομέα, αναπτύσσοντας την εγχώρια παραγωγή. Συγκρατείται, πάντως, το γεγονός ότι, ακόμη και σε εκείνες τις δραματικές στιγμές του 2015/6, ο Πούτιν ούτε καν διανοήθηκε να διακόψει την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου προς την Τουρκία (βλ. σχετικό κεφάλαιο παρακάτω), μολονότι κάτι τέτοιο θα γονάτιζε την γείτονα. Αυτό, για όσους τονίζουν, ή μάλλον υπερτονίζουν, πόσο «ευάλωτη» είναι η Τουρκία εξαιτίας της «ασύμμετρης οικονομικής αλληλεξάρτησης».
ΞΕΝΕΣ ΑΜΕΣΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ-FDI
Αναμφίβολα, αυτός είναι ο πλέον δύσκολος να «χαρτογραφηθεί» τομέας διμερούς οικονομικής συνεργασίας: τα σχετικά στατιστικά στοιχεία παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις, ανάλογα με τις πηγές. Μια ευρέως επικρατούσα αντίληψη εκφρασμένη από πολιτικά χείλη, η οποία, όμως, δεν φαίνεται να έχει έρεισμα σε αξιόπιστες πηγές, είναι πως η κάθε πλευρά έχει μέχρι σήμερα επενδύσει στην άλλη περί τα 10 δισ. δολάρια. Εν ολίγοις, παρατηρείται συμμετρία FDI. Σύμφωνα με την μάλλον πιο έγκυρη Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, το συνολικό απόθεμα (outward FDI stock) ρωσικών άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία ανερχόταν σε 6,03 δισ. δολάρια στις 31/12/2019, μειωμένο κατά 26,7% σε σχέση με τα 8,23 δισ. δολάρια της 31/12/2018 (ουσιαστικά λόγω της υπόθεσης Deniz Bank, βλ. παρακάτω). Εν ολίγοις, οι ρωσικές άμεσες επενδύσεις, μέχρι τότε, αντιπροσώπευαν το 4% επί των συνολικών ξένων επενδύσεων (163 δισ.) στην οικονομία της γείτονος. Ομοίως, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας αναφέρει το συνολικό απόθεμα των τουρκικών άμεσων επενδύσεων στην Ρωσία στις 31/12/2019 σε 1,26 δισ. δολάρια, στα ίδια περίπου επίπεδα με ένα έτος νωρίτερα (1,28 δισ. δολάρια). Πρόκειται για αμελητέο ποσοστό της τάξης του 0,3% επί του συνολικού αποθέματος (464 δισ.) ξένων επενδύσεων στην οικονομία της Ρωσίας, σύμφωνα με την πλέον έγκριτη πηγή, την UNCTAD.
Αλλά και ποιοτικά, οι ρωσικές επενδύσεις στην Τουρκία επικεντρώνονται σε κλάδους «μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας και προστιθέμενης αξίας» από τις αντίστοιχες τουρκικές στην Ρωσία. Ειδικότερα, από όσες παραμένουν ενεργές (ή πρόκειται να ολοκληρωθούν σύντομα), ξεχωρίζουν οι εξής, κατά χρονολογική σειρά:
1.Η μεγαλύτερη ιδιωτική πετρελαϊκή εταιρεία της Ρωσίας είναι η Lukoil του 70χρονου Vagit Alekperov, αζερικής καταγωγής. Έχοντας παρουσία στην Τουρκία ήδη από το 1998, εισήλθε δυναμικά στην αγορά λιανικής το 2006 και σήμερα λειτουργεί 650 πρατήρια καυσίμων, μια συνολική επένδυση περίπου 1 δισ. δολαρίων και μερίδιο αγοράς 5%.
2.Η ανέγερση μιας μεγάλης χαλυβουργίας στην Αλεξανδρέττα από τη Magnitogorsk Metals ή MMK (2007-11), σε συνεργασία με τον Τούρκο εταίρο Atakas. Μάλιστα, αυτή η επένδυση της Αλεξανδρέττας περιλαμβάνει και ιδιωτικό λιμένα, με απευθείας πρόσβαση στην ΕΕ, έναν από τους πιο σημαντικούς του είδους σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
3.Από τον Σεπτέμβριο του 2014, η ρωσική αυτοκινητοβιομηχανία GAZ Group παράγει στην Τουρκία (Sakarya), την οικογένεια μοντέλων «Gazelle Next», δηλ. ελαφρύ φορτηγό, βαν, ασθενοφόρο κλπ.
4.Την άνοιξη του 2018, ξεκίνησε να υλοποιείται, με ρωσικά κεφάλαια, η μεγαλύτερη εκατέρωθεν ξένη επένδυση όλων των εποχών: ο πυρηνικός σταθμός του Ακούγιου (βλ. παρακάτω). Μετά την πλήρη ανάπτυξη του συγκεκριμένου έργου, ο όγκος των εν ενεργεία ρωσικών επενδύσεων στην γείτονα αναμένεται να τριπλασιαστεί.
Σημειωτέον ότι δύο σημαντικές ρωσικές επενδύσεις στην Τουρκία, αμφότερες του 2012, δεν είναι πια ενεργές: Η πρώτη αφορούσε την απόκτηση της τράπεζας Deniz Bank από την ρωσική Sberbank, έναντι τιμήματος 3,6 δισ. δολαρίων. Ήταν η μεγαλύτερη εξαγορά τουρκικής τράπεζας από ξένο επενδυτή στην Ιστορία. Εντούτοις, στα μέσα του 2019 επήλθε συμφωνία μεταπώλησης της Deniz Bank στον εμιρατινό όμιλο NBD έναντι 2,77 δισ. δολαρίων. Το μειωμένο σε σχέση με το 2012 τίμημα οφείλεται στην κακή πλέον κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Η δεύτερη ήταν η εξαγορά θερμοηλεκτρικού εργοστασίου (Trakya CCGT ή Tekirdag B) στην Ανατολική Θράκη, κατασκευής του 1999 και ισχύος 478 MW, από την ρωσικών συμφερόντων Inter RAO. Η καύσιμη ύλη της μονάδας αυτής είναι ρωσικής προέλευσης φυσικό αέριο. Τελικά, η συμμετοχή της Inter RAO μεταβιβάστηκε στο τουρκικό Δημόσιο στις 5/6/2019.
Ως προς τις πολύ μικρότερες επενδυτικές ροές από Τουρκία προς Ρωσία, ξεχωρίζουν οι εξής: Ο τιτάνας των οικιακών συσκευών, Beko, εισήλθε στην ρωσική αγορά το 1997, αρχικά ως εξαγωγέας. Το 2006, εγκαινίασε εργοστάσιο στην περιοχή Βλαδιμίρ, το οποίο παράγει 3.000 πλυντήρια και 2.000 ψυγεία την ημέρα. O μεγάλος ανταγωνιστής της Beko, η Vestel (μέλος του Ομίλου Zorlu), διατηρούσε επίσης εργοστάσιο στην Ρωσία, το οποίο, όμως, φέρεται να έχει κλείσει σήμερα. Προ ολίγων ετών, Beko και Vestel κατείχαν αθροιστικά το 10% της ρωσικής αγοράς οικιακών συσκευών. Στην Ρωσία λειτουργούν επίσης ζυθοποιίες της γνωστής Anadolu Efes, με μερίδιο αγοράς 15% στην εγχώρια αγορά μπύρας, και οκτώ υαλουργίες του κολοσσού Sisecam.
Μολονότι η δραστηριότητα στο εξωτερικό των μελετητικών και κατασκευαστικών εταιρειών δεν συνιστά, κατ’ ανάγκην, ξένη επένδυση (εξαρτάται από το ποιος βάζει τα κεφάλαια…), την εντάσσουμε στο παρόν υποκεφάλαιο. Η πρώτη τουρκικών συμφερόντων κατασκευαστική που δραστηριοποιήθηκε στην αχανή βόρεια χώρα υπήρξε η ΕΝΚΑ Insaat ve Sanayi, ήδη από την ύστερη σοβιετική περίοδο. Η ίδια, το 1995, υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την πόλη της Μόσχας, ιδρύοντας την θυγατρική Moskva Krasnye Holmy (MKH). Μέχρι σήμερα η MKH έχει αναπτύξει και διαχειρίζεται η ίδια υψηλής κατηγορίας (prime) real estate ωφέλιμης επιφάνειας 156.000 τ.μ. Δύο ακόμη εταιρείες του κλάδου που εισήλθαν στην σοβιετική αγορά, κατά την δεκαετία του 1980, ήταν η επίσης γιγαντιαία TEKFEN και η ALARKO. Σημειωτέον πως ο πραγματιστής Τουργκούτ Οζάλ, αρχικά ως Πρωθυπουργός (1983-1989) και κατόπιν ως Πρόεδρος (1989-1993), ήταν εκείνος που «έσπρωξε» τις τουρκικές κατασκευαστικές -και όχι μόνο- εταιρείες να δραστηριοποιηθούν στην ΕΣΣΔ και, λίγο μετά, στην Ρωσία. Μείζων «παίκτης» σήμερα στην Ρωσία είναι και η τουρκική Limak, η οποία, τον Ιανουάριο του 2020, ξεκίνησε ένα εμβληματικό αυτοκινητόδρομο πέριξ της μουσουλμανικής περιοχής Ουφά (Ufa East Exit Highway), με ορίζοντα αποπεράτωσης την τετραετία. Ειδική περίπτωση αποτελεί η περίφημη Ronesans Holding: αυτή ιδρύθηκε το 1993 με έδρα μεν την Αγία Πετρούπολη, αλλά από τον κραταιό Τούρκο επιχειρηματία Erman Ilicak. Η «Αναγέννηση» έφθασε να είναι σήμερα η 23η μεγαλύτερη στον κόσμο μεταξύ των κατασκευαστικών και δραστηριοποιείται σε ολόκληρο σχεδόν τον μετα-σοβιετικό χώρο. Στην ίδια την Ρωσία, έχει κατασκευάσει, μεταξύ πολλών άλλων, τα δύο ψηλότερα κτίρια της Ευρώπης, σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη.
Εν κατακλείδι, η Ρωσία είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη ξένη αγορά παγκοσμίως για τις κατασκευαστικές της γείτονος: σύμφωνα με εκτίμηση της κας Masumova, υλοποίησαν στην ΕΣΣΔ και κατόπιν στην Ρωσία, μέχρι το θέρος του 2016, πρότζεκτ συνολικού ύψους 64 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων 3 δισ. δολάρια αφορούσαν αθλητικές εγκαταστάσεις για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σότσι (έλαβαν χώρα στις αρχές του 2014). Πρόκειται για σημαντικό ποσοστό επί της συνολικής δραστηριότητάς τους στο εξωτερικό, η οποία την εποχή εκείνη έφθανε τα 325 δισ. δολάρια. Αλλά και στην συνέχεια, οι τουρκικές κατασκευαστικές ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας σημαντικά έργα για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, που διεξήχθη στη Ρωσία το καλοκαίρι του 2018. Τον Δεκέμβριο του 2020, η επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ τοποθετούσε τα ολοκληρωμένα από τουρκικές εταιρείες πρότζεκτ στην Ρωσία στα 76 σχεδόν δισ. δολάρια. Από την άλλη, οι ρωσικές εταιρείες του κλάδου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες από την Τουρκία, τουλάχιστον μέχρι την περίπτωση του υπό κατασκευή σήμερα Ακούγιου. Αξιόλογη εξαίρεση αποτελούσε το μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα Ντερινέρ στον Πόντο, ένα έργο διεθνούς κοινοπραξίας/consortium, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής Technostrozexport (1998-2012). To σχετικό πρωτόκολλο συνεργασίας είχε υπογραφεί στη Μόσχα ήδη από το 1994 και θεωρείται ως η πρώτη, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, σημαντική διμερής συμφωνία στον οικονομικό τομέα και δη στα έργα υποδομής.
Το Μάρτιο του 2017, τέλος, οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνία για σύσταση κοινού επενδυτικού Ταμείου (joint investment Fund), με αρχικό κεφάλαιο ύψους 1 δισ. δολαρίων ή 900 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για σύμπραξη, με ισότιμο βαθμό συμμετοχής, των υφιστάμενων κρατικών επενδυτικών Ταμείων (sovereign wealth Funds), ήτοι του ρωσικού RDIF και του τουρκικού TWF. Πάντως, στα τέσσερα έτη που μεσολάβησαν από την σχετική ανακοίνωση, δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο προς υλοποίηση: η κακή σήμερα οικονομική κατάσταση και των δύο χωρών δεν προσδίδει αισιόδοξες προοπτικές στο εγχείρημα, αν και η συμβολική σημασία του είναι προφανής…
ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΩΓΟΥΣ ΑΕΡΙΟΥ ΣΤΟ ΑΚΟΥΓΙΟΥ
Η Τουρκία, λόγω πληθυσμού 83 εκατομμυρίων ανθρώπων και ισχυρής μεταποίησης, είναι μια ενεργοβόρα χώρα, με μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων και ιδίως υδρογονανθράκων. Ως εκ τούτου, η εγγύτητά της με την ενεργειακή υπερδύναμη Ρωσία δρομολογεί μοιραία μια από τις πιο στενές ενεργειακές σχέσεις στην Ευρασία, τουλάχιστον μέχρι σχετικά πρόσφατα… Ως προς το αργό πετρέλαιο, το μερίδιο της Ρωσίας στην τουρκική αγορά είναι σταθερά γύρω στο 10%, αξιόλογο μεν, αλλά σε καμιά περίπτωση ηγετικό. Από την άλλη, το γεγονός ότι πάνω από 150 εκατ. τόνοι ρωσικού αργού διοχετεύονται ετησίως στην παγκόσμια αγορά μέσω των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, τα οποία ελέγχει η Τουρκία βάσει της Συνθήκης του Montreux (1936), είναι μια σημαντική παράμετρος προς συνεκτίμηση.
Ακόμη πιο ισχυρή είναι η ρωσική παρουσία στην τουρκική αγορά φυσικού αερίου, την ταχύτερα αναπτυσσόμενη σε ολόκληρη την, με ευρεία έννοια, Ευρώπη. Ήδη από την εποχή του «Ψυχρού Πολέμου», λοιπόν, και, συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1984, η Τουρκία, με πρωτεργάτη πάλι τον τότε πρωθυπουργό Τ. Οζάλ, υπέγραψε ιστορική Διακυβερνητική Συμφωνία προμήθειας φυσικού αερίου από την Σοβιετική Ένωση. Το συμβόλαιο ήταν 25τους διάρκειας και το αέριο θα έφθανε στην περιοχή της Πόλης μέσω του επονομαζόμενου «Διαβαλκανικού» (Trans Balkan) αγωγού, μήκους σχεδόν 900 χιλ. Οι σχετικές παραδόσεις προς την τουρκική κρατική εταιρεία αερίου, την BOTAS, ξεκίνησαν το 1987/8 με αρχική ποσότητα 1,5 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Μάλιστα, όπως αναφέρουν οι Ozel και Ucar, οι όροι της τότε συμφωνίας δεν προέβλεπαν πληρωμή σε «σκληρό» νόμισμα, αλλά με αντιπραγματισμό (barter), δηλαδή ισόποσες εξαγωγές τουρκικών προϊόντων: ήταν η πρώτη μεγάλη ευκαιρία -επίσημης τουλάχιστον- τοποθέτησης τουρκικών προϊόντων στην ρωσική αγορά…
Εντούτοις, ο «Διαβαλκανικός» αγωγός (ο οποίος, σημειωτέον, τροφοδοτεί και την Ελλάδα, μέσω της Βουλγαρίας) ήταν εξαρτημένος από τροφοδότες-αγωγούς διερχόμενους μέσω Ουκρανίας. Την εποχή του Πούτιν, δηλαδή από το 2000 και εφεξής, η Ρωσία αποφάσισε να παρακάμψει σταδιακά την ουκρανική οδό διέλευσης, ούτως ώστε να στερήσει τα σχετικά τέλη διέλευσης από το Κίεβο, αλλά και να το θέσει υπό καθεστώς ομηρίας, καθώς, σε περίπτωση διμερούς κρίσης, δεν θα μπορεί να παρακρατεί ποσότητες προοριζόμενες για άλλους πελάτες. Αυτή η στρατηγική παράκαμψη της Ουκρανίας, αναφορικά με τους προορισμούς Βαλκάνια και Τουρκία, υλοποιήθηκε τελικά με δύο άκρως εμβληματικά πρότζεκτ offshore (υποθαλάσσιων) αγωγών. Αμφότεροι διέρχονται από τον πυθμένα της Μαύρης Θάλασσας σε μεγάλα βάθη έως και 2.200 μέτρα και έχουν απόληξη την Τουρκία, ένας στην Σαμψούντα του Πόντου και ο άλλος στο ευρωπαϊκό τμήμα αυτής.
Ο πρώτος ιστορικά υποθαλάσσιος αγωγός, προς τις ακτές του Πόντου, μια συμφωνία ήδη από την εποχή του Ρώσου προέδρου Μπόρις Γιέλτσιν, ονομάστηκε «Γαλάζιο Ρεύμα»/Blue Stream και λειτούργησε εμπορικά στις αρχές του 2003. Είναι συνολικού μήκους 1.213 χιλιομέτρων (εκ των οποίων τα 373 χλμ. στην ρωσική ξηρά, μόνο 396 χλμ. υποθαλάσσια και 444 χλμ. στην τουρκική ξηρά μέχρι την Άγκυρα) και χωρητικότητας 16 δισ. κ. μ. ετησίως. Ο δεύτερος χρονολογικά, προς την Ανατολική Θράκη, ονομάζεται «Τουρκικό Ρεύμα»/Turkish Stream, ξεκίνησε να υλοποιείται το 2017 και τέθηκε σε εμπορική λειτουργία μόλις τον Ιανουάριο του 2020. Έχει μήκος κάτω από την θάλασσα 930 χιλιόμετρα και δύο παράλληλους σωλήνες χωρητικότητας 15,75 δισ. κ.μ. ετησίως έκαστος. Αυτός, όμως, δεν προορίζεται να καλύψει μόνο τις τουρκικές ανάγκες, βασικά γύρω από την ευρύτερη Κωνσταντινούπολη, αλλά και των Βαλκανίων, γενικότερα, μέσω του δεύτερου σωλήνα.
Παρά την επιτυχή ολοκλήρωση και απρόσκοπτη εμπορική λειτουργία των φαραωνικών Blue Stream και Turkish Stream, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η εξής μείζων εξέλιξη στην ρωσοτουρκική ενεργειακή σχέση: η Τουρκία φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να διαφοροποιήσει σε επαρκή βαθμό τις πηγές της σε φυσικό αέριο και, επομένως, να μειώσει την εξάρτηση από τον Βορρά. Έτσι, οι τουρκικές εισαγωγές αερίου από Ρωσία, που είχαν φτάσει τα 27,6 δισ. κ. μ. το 2017 (δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της Gazprom μετά την Γερμανία), διολίσθησαν στα 22,8 δισ. κ. μ. το 2018 και έτι περαιτέρω στα 14,6 δισ. κ. μ. το 2019. Αντίθετα, κατά την δεκαετία 2009 με 2019 η γείτων έδωσε μεγάλη έμφαση στις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), οι ποσότητες του οποίου σταδιακά υπερδιπλασιάστηκαν: από 6 δισ. κ. μ. το 2009 σε σχεδόν 13 δισ. κ. μ. το 2019. Ένας βασικός πλέον προμηθευτής της Τουρκίας σε LNG, εκτός από τις φίλες αραβικές χώρες όπως η Αλγερία και το Κατάρ, είναι οι ΗΠΑ. Προς συμπλήρωση της εικόνας, η Τουρκία το 2019 εισήγαγε επίσης φυσικό αέριο, μέσω αγωγών, και από Ιράν (7,4 δισ. κ. μ.) και Αζερμπαϊτζάν (9,2 δισ. κ. μ.). Επομένως, το 2019 ο βαθμός εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο είχε μειωθεί στο 33%, ακριβώς στο ήμισυ από το 66% που είχε φθάσει το 2005, και το 2020, για το οποίο δεν υπάρχουν ακόμη οριστικά στοιχεία, έχει σίγουρα πέσει κάτω από το 30%. Στον βαθμό, δε, που όντως ισχύουν οι ανακοινώσεις του κ. Ερντογάν περί ανακάλυψης κοιτάσματος φυσικού αερίου της τάξης των 320 δισ. κ. μ. στη Μαύρη Θάλασσα (θέρος 2020), οι εισαγωγές από Ρωσία, μέσω των δύο ανωτέρω αγωγών, κινδυνεύουν να μειωθούν ακόμη περισσότερο.
Η συγκεκριμένη, ασφαλώς στρατηγική, επιλογή της Άγκυρας να απαγκιστρωθεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό από το ρωσικό αέριο έχει σίγουρα προκαλέσει την δυσαρέσκεια της Μόσχας. Εφέτος, το 2021, εκπνέει η σύμβαση-μαμούθ μεταξύ BOTAS και OAO Gazprom το μέγα ερώτημα είναι εάν αυτή θα ανανεωθεί και για ποια ποσότητα. Υπάρχουν, βεβαίως, και ανεξάρτητοι εισαγωγείς ρωσικού αερίου στην Τουρκία, όμως είναι πολύ μικρότεροι. Σε κάθε περίπτωση, εάν αθροίσουμε την χωρητικότητα του Blue Stream και του ενός μόνο σωλήνα του Turkish Stream, δηλαδή εκείνου που αφορά την τουρκική αγορά (καθώς ο δεύτερος σωλήνας προσβλέπει, όπως προείπαμε, στα Βαλκάνια), αυτή πλησιάζει τα 32 δισ. κ.μ. ετησίως, αλλά εμφανίζεται σήμερα αναξιοποίητη σε ποσοστό 72%, εφόσον επιβεβαιωθεί η εκτίμηση της έγκυρης ρωσικής εφημερίδας Kommersant για εξαγωγές προς Τουρκία μόλις 9 δισ. κ.μ. το 2020 (το πρώτο εξάμηνο του έτους, ανήλθαν σε 4,68 δισ. κ.μ. ή 42% χαμηλότερα από το πρώτο εξάμηνο του 2019). Προσωπικά, εκτιμούμε ότι το 2020 το Αζερμπαϊτζάν ξεπέρασε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, την Ρωσία ως ο μείζων προμηθευτής της τουρκικής αγοράς αερίου.
Αυτές οι εξελίξεις στο εμπόριο φυσικού αερίου (καθίζηση των ρωσικών εξαγωγών προς Τουρκία μετά το 2017) θα έπρεπε, κατά την άποψή μας, να προβληματίσουν τους Έλληνες αναλυτές-θιασώτες της άκαμπτης «γεωπολιτικής της ενέργειας». Η σχολή αυτή εστιάζει, μάλλον υπερβολικά, στην γεωπολιτική διάσταση των αγωγών και της έχουμε ήδη ασκήσει κριτική σε μελέτη μας από το 2014: ασφαλώς και οι συγκεκριμένοι αγωγοί σφυρηλατούν, καταρχήν, ισχυρούς και φαινομενικά μακροχρόνιους δεσμούς αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα εμπλεκόμενα κράτη. Ουδείς, όμως, εγγυάται πως θα χρησιμοποιούνται για πάντα στο έπακρο της δυναμικότητάς τους: το μόλις 28% που φαίνεται να είναι η χρήση των Blue Stream και Turkish Stream κατά το 2020 το επιβεβαιώνει. Ειδικά, δε, για την Ρωσία του Πούτιν, αυτοί αποτελούν ίσως περισσότερο ένα μέσο προκειμένου να προσδώσει πολύτιμη απασχόληση στην εγχώρια βιομηχανία ατσαλοσωλήνων, παρά ένα αποτελεσματικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής (πλην, βεβαίως, του εκπεφρασμένου στόχου πίεσης της Ουκρανίας).
Σε μια άλλη μελέτη μας, το 2017, είχαμε αναφερθεί στη «ρωσική διπλωματία της ατομικής ενέργειας». Μετά από χρόνια συνομιλιών, ρωσικός όμιλος υπό τον κρατικό τιτάνα Rosatom ανέλαβε να κατασκευάσει τον πρώτο πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ιστορία της Τουρκίας στην πόλη Ακούγιου, κοντά στη Μερσίνα και απέναντι από την Κύπρο. Πρόκειται για φαραωνικό σε διαστάσεις πρότζεκτ: τέσσερις αντιδραστήρες τελευταίας τεχνολογίας, VVER-1200, και συνολικής ισχύος 4.800 MW, δηλαδή το 8-9% των ετήσιων αναγκών της γείτονος σε ηλεκτρισμό. Η διακρατική συμφωνία Ρωσίας-Τουρκίας υπεγράφη τον Μάιο του 2010 -όλως τυχαίως μαζί με το προαναφερθέν visa-free καθεστώς- και κυρώθηκε από τη μεν τουρκική Εθνοσυνέλευση τον Ιούλιο, από την δε ρωσική Δούμα τον Νοέμβριο. Λίγο μετά, συστάθηκε η εταιρεία AKKUYU NUCLEAR JSC, με την εξής σύνθεση:
Για πρώτη φορά παγκοσμίως, η Rosatom εφήρμοσε στην περίπτωση του Ακούγιου το μοντέλο ανάπτυξης BOO (build, own, operate): η δυσθεώρητη κεφαλαιουχική δαπάνη των 23-25 δισ. δολαρίων θα καταβληθεί εξολοκλήρου από ρωσικές πηγές, η ιδιοκτησία, τουλάχιστον για τα πρώτα έτη, θα ανήκει στους Ρώσους και, τέλος, αυτοί θα είναι υπεύθυνοι για την λειτουργία του. Υπάρχει η δυνατότητα μεταβίβασης σε Τούρκους επενδυτές ποσοστού έως 49% και, μάλιστα, το καλοκαίρι του 2017 είχε υπογραφεί σχετικό μνημόνιο συναντίληψης με τρεις κραταιούς ομίλους, οι οποίοι το επόμενο έτος υπαναχώρησαν. Οίκοθεν νοείται ότι, με εξαίρεση τα «κρίσιμα» εξαρτήματα (components), τα οποία κατασκευάζονται στην Ρωσία, υποκατασκευστικό έργο θα ανατεθεί και σε Τούρκους προμηθευτές.
Εντούτοις -και αυτό είναι ίσως το πλέον σημαντικό- το προσωπικό (πάνω από 3.000 άτομα), θα είναι μεικτό: και Ρώσοι αλλά και Τούρκοι. Μάλιστα, με ρωσικά έξοδα, εκατοντάδες Τούρκοι μεταβαίνουν στη Μόσχα (Ινστιτούτο MEPhI) και την Αγία Πετρούπολη (Πολυτεχνείο SPbPU) για εκπαίδευση σε θέματα τέτοιων εργοστασίων, 7ετούς συνολικά διάρκειας, μαζί με την πρακτική άσκηση στην ίδια την Rosatom: η πρώτη «σειρά» από 35 άτομα Τούρκων πυρηνικών επιστημόνων αποφοίτησε επιτυχώς τον Μάρτιο του 2018, η δεύτερη με 53 άτομα τον Φεβρουάριο του 2019 και η τρίτη με 54 άτομα τον Φεβρουάριο του 2020. Παραμένει μέγα ερώτημα ή, μάλλον, επτασφράγιστο μυστικό σε ποιον τελικά βαθμό η Rosatom, με τη συγκατάθεση, βεβαίως, του Κρεμλίνου, θα προβεί σε ουσιαστική μεταφορά τεχνογνωσίας προς την φιλοξενούσα χώρα. Η τελευταία, δυστυχώς, αν και συμβαλλόμενο μέρος της ΝΡΤ (Συνθήκης για τη μη Διασπορά Πυρηνικών) δεν έχει κρύψει τις φιλοδοξίες της για ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου: υπενθυμίζουμε ότι, το Σεπτέμβριο του 2019, ο ίδιος ο Ερντογάν είχε προβεί στην παρακάτω αποκαλυπτική δήλωση: «Μερικές χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές (…) Αλλά μας λένε ότι δεν έχουμε εμείς δικαίωμα να διαθέτουμε πυρηνικά! Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να αποδεχθώ».
Ο πρώτος πυρηνικός αντιδραστήρας των 1.200 MW, ο Ακούγιου 1, ξεκίνησε όντως να κατασκευάζεται τον Μάρτιο του 2018, παρουσία των κ.κ. Πούτιν και Ερντογάν, και, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, αναμένεται να παράξει τον πρώτο ηλεκτρισμό εντός του 2023, ακριβώς στην 100η επέτειο από την ανακήρυξη της τουρκικής δημοκρατίας. Θα ακολουθήσουν άλλοι τρεις αντιδραστήρες ίδιας ακριβώς ισχύος, ένας ανά έτος από το 2024 έως και το 2026. Το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αυτή την στιγμή φαντάζει μάλλον αισιόδοξο, αλλά και μια καθυστέρηση 1-2 ετών δεν θα ήταν τραγική. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι πως πρόκειται για κίνηση πολύ υψηλού ρίσκου: σε κάθε περίπτωση, η απόσβεση των 23-25 δισ. δολαρίων θα γίνει σε αρκετές δεκαετίες (ούτως ή άλλως η ωφέλιμη διάρκεια ζωής του εν λόγω εργοστασίου είναι τουλάχιστον 60 έτη). Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια και από τους τέσσερις αντιδραστήρες δεν απορροφηθεί από την αγορά και δη στις υψηλές τιμές τις οποίες τους έχουν υποσχεθεί οι Τούρκοι, η βιωσιμότητα της επένδυσης καθίσταται αμφίβολη. Με άλλα λόγια, οι Ρώσοι είναι εκείνοι που εξαρτώνται από την τήρηση των συμφωνηθέντων εκ μέρους της γείτονος και όχι το αντίθετο…
ΝΙΚΗΤΕΣ ΚΑΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ
Η επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει την οικονομική και εμπορική συνεργασία ως «την κινητήρια δύναμη» των διμερών σχέσεων. Πράγματι, ουδέν παράδοξο υπάρχει στην ρωσοτουρκική προσέγγιση στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Αντικειμενικά γεγονότα που την ευνοούν και τα οποία δεν επιδέχονται αμφισβήτησης είναι τα εξής: Πρώτον, είναι αμφότερες αρκετά μεγάλες αγορές και γεωγραφικά κοντά (τις χωρίζει μόνον ο Εύξεινος Πόντος, όχι τρίτες χώρες). Επομένως, είναι λογικό να συνεργαστούν οικονομικά, ειδικά μετά την αποδοχή του δόγματος της «στεγανοποίησης». Δεύτερον, ο δείκτης συμπληρωματικότητας εισαγωγών/εξαγωγών μεταξύ των δύο διαρκώς βελτιώνεται. Τρίτον, δεν δεσμεύονται από κανόνες προστασίας του ανταγωνισμού και απαιτήσεις διαφάνειας, όπως συμβαίνει στα 27 κράτη της ΕΕ. Όπως έχουμε ήδη αναλύσει το 2014, ο προκάτοχος αγωγός του Turkish Stream, ο South Stream (διπλάσιος σε χωρητικότητα με 63 δισ. κ. μ. ετησίως) ήταν ασύμβατος με τις διατάξεις της ΕΕ γνωστές ως «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο». Αυτό οδήγησε την Ρωσία στην άδοξη εγκατάλειψή του, καθώς θα διέσχιζε χώρες της ΕΕ, και σε αναγκαστική στροφή στην… Τουρκία, όπου, βεβαίως, δεν ισχύουν οι κοινοτικές ρυθμίσεις. Και, τέταρτον, ο ολοένα πιο πατερναλιστικός χαρακτήρας αμφότερων των καθεστώτων επιτρέπει μεγάλες συμφωνίες σε χρόνο-ρεκόρ, εφόσον δοθεί εντολή άνωθεν…
Τελικά, με βάση όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η ανησυχία του καθηγητή κ. Kostem και άλλων αναλυτών της γείτονος περί μιας «ευάλωτης» Τουρκίας έναντι της Ρωσίας, λόγω «ασύμμετρης αλληλεξάρτησης» στο διμερές οικονομικό πεδίο, κρίνεται υπερβολική. Ακόμη κι αν ίσχυε, σε γενικές γραμμές, πριν από μερικά χρόνια, εν έτει 2021 ισχύει πολύ λιγότερο: προκειμένου να απομακρύνει την Άγκυρα, στον βαθμό του δυνατού, από τους κόλπους της Δύσης, η Μόσχα της έχει προσφέρει «γη και ύδωρ»: από τα πλέον σύγχρονα οπλικά της συστήματα (αντιαεροπορικοί πύραυλοι και μαχητικά αεροσκάφη) και δη με χαμηλότοκο δάνειο, μέχρι τη μεγαλύτερη επένδυση που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ από ρωσική εταιρεία στο εξωτερικό (Ακούγιου, 23-25 δισ. δολάρια). Είναι, δε, βασική αρχή των διεθνών οικονομικών σχέσεων ότι οι επενδύσεις σε μια ξένη χώρα αποτελούν, εκ της φύσεώς τους, δηλαδή λόγω του πιο μόνιμου χαρακτήρα τους, πολύ πιο «ριψοκίνδυνη» επιχειρηματική κίνηση από το διμερές εμπόριο. Μεταξύ των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ξένες επενδύσεις είναι και ο ρυθμιστικός, δηλαδή μια δυσμενής αλλαγή νομοθεσίας στο κράτος υποδοχής, η οποία θα καταστήσει ασύμφορη την επένδυση. Οι Τούρκοι αναλυτές εστιάζουν, κακώς, στο διαχρονικό εμπορικό πλεόνασμα της Ρωσίας έναντι της Τουρκίας (το οποίο, στην πραγματικότητα, είναι πολύ μικρότερο ή και ανύπαρκτο, εφόσον συμπεριλάβουμε το εμπόριο υπηρεσιών και το περιβόητο «εμπόριο της βαλίτσας») και όχι στο πολύ μεγαλύτερο, ειδικά, δε, μετά την ολοκλήρωση του Ακούγιου, απόθεμα ρωσικών επενδύσεων στη γείτονα.
Και το πιο σημαντικό: η εμπειρία από τις μέχρι σήμερα κρίσεις καταδεικνύει πως αυτές υπήρξαν είτε εξωγενείς, όπως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική του 2008, είτε πολιτικής μεν προέλευσης, αλλά με ευθύνη της ίδιας της Τουρκίας (επεισόδιο κατάρριψης Su-24 το 2015). Αντίθετα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η Ρωσία είναι παραδοσιακά προβλέψιμη και ουδέποτε επιχείρησε να προκαλέσει ή να εκβιάσει τον μείζονα οικονομικό εταίρο της. Όπως, δε, έχει ήδη επισημανθεί, αυτή είναι, σε τελική ανάλυση, η «ευάλωτη» από μια θεωρητική παύση των εξαγωγών σιτηρών προς τη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της, την Τουρκία (6 εκ. τόνους ετησίως). Στην εποχή του LNG και των αγωγών από πολλαπλές πηγές, η ενεργειακή ασφάλεια της Τουρκίας εξαρτάται σε μικρό μόνο βαθμό από την Ρωσία: υπάρχουν εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού, ικανές να καλύψουν το σύνολο, σχεδόν, της τουρκικής ζήτησης σε φυσικό αέριο, συν από το άρτι ανακοινωθέν κοίτασμα της Μαύρης Θάλασσας.
Συμπερασματικά, η Τουρκία εισάγει μεν αγαθά πολύ μεγαλύτερης αξίας από Ρωσία, αλλά είναι πιο εύκολο να τα υποκαταστήσει από τρίτους προμηθευτές, λ.χ. ενεργειακούς. Αντίθετα, οι ρωσικές εξαγωγές προς Τουρκία πολύ πιο δύσκολα θα κατευθυνθούν αλλού. Όσο για τις τουρκικές εξαγωγές, ισχύει απόλυτα η επισήμανση των Ozel και Ucar ότι η Ρωσία παραείναι μικρή αγορά για να υποκαταστήσει την ΕΕ ως κύριος προορισμός τους. Μόνον τα 7 εκατομμύρια Ρώσοι τουρίστες δεν είναι εύκολο να υποκατασταθούν στο σύνολό τους, αλλά μια τυχόν απώλειά τους θα πλήξει μόνο την ευρύτερη Αττάλεια. Τέλος, μπορεί μεν ο περιβόητος πυρηνικός σταθμός Ακούγιου να μοιάζει, φαινομενικά, με «ρωσικό φρούριο επί τουρκικού εδάφους», αλλά, εάν δεν μπορέσει να κάνει απόσβεση των 25 δισ. δολαρίων, η Ρωσία θα είναι η χαμένη… Όπως ακριβώς δεν διέκοψε ποτέ την παροχή αερίου προς την γείτονα, ούτε καν κατά τη μεγάλη κρίση του 2015/6, έτσι και στο μέλλον δεν θα έχει συμφέρον να απειλήσει την ενεργειακή ασφάλεια της Τουρκίας μέσω κλεισίματος των 4 αντιδραστήρων, διότι θα ζημιωθεί τα μέγιστα. Από την οπτική γωνία της γείτονος (και χωρίς να αναφερθούμε καν στο θέμα της μεταφοράς πυρηνικής τεχνογνωσίας), η Τουρκία θα έχει κάνει, μετά την ολοκλήρωση του Ακούγιου, ένα γιγαντιαίο βήμα προς την ενεργειακή της ανεξαρτησία και θα εξοικονομήσει πολλά δισ., σε βάθος χρόνου, από τη μείωση εισαγωγών υδρογονανθράκων. Από αυτήν, λοιπόν, την πολυεπίπεδη σχέση -όπως, βεβαίως, και από τις οικονομικές της σχέσεις με τις τουρκογενείς χώρες του μετασοβιετικού χώρου- κερδίζει περισσότερα η Άγκυρα.
Αυτή η προσέγγιση δεν νοείται να διαφεύγει της προσοχής της Αθήνας: δεν πρέπει να αυταπατώμεθα (όπως ενίοτε συμβαίνει σε μερικούς κύκλους, παραδοσιακά ρωσόφιλους…) ότι οι ιστορικοί, θρησκευτικοί και πολιτισμικοί δεσμοί μας με τη Μόσχα θα μπορούσαν ίσως να αντισταθμίσουν μια πολυεπίπεδη και αμοιβαίως επωφελή συνεργασία, ειδικά, δε, με τη μορφή που έχει πλέον προσλάβει μετά τον σταθμό του Ακούγιου και τους αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400. Η Μόσχα, όπως, άλλωστε, και το Βερολίνο εντός της ΕΕ, έχει σήμερα πολύ μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην γείτονα, τα οποία δεν δύναται να παραβλέψει. Βαρυσήμαντη ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg, το Μάρτιο του 2020, τόνιζε, και ορθώς, πως «είναι πολλά τα λεφτά» πίσω από την αγαστή σχέση των Πούτιν και Ερντογάν. Υπάρχει, τέλος, ένας ακόμη -καταλυτικός- παράγοντας προς συνεκτίμηση (βλ. την αγγλική έκφραση «The elephant in the room») τον οποίο αναγκαστικά δεν αναφέραμε καθόλου εδώ: η Λ. Δ. Κίνας και η κοσμοϊστορική πρωτοβουλία της «Ζώνη και Οδός» (BRI). Η σκιά της είναι ήδη βαριά πάνω και από Ρωσία και Τουρκία, καθώς, παρά τις υπέρμετρες φιλοδοξίες τους, στερούνται των απαραίτητων κεφαλαίων προκειμένου να τις υλοποιήσουν. Μακροπρόθεσμα, ο κινεζικός γίγαντας αναμένεται να τις διατρήσει αμφότερες και, μάλιστα, έχει ήδη ξεκινήσει να το πράττει. Η διείσδυση αυτή δέον όπως αποτελέσει το θέμα μελλοντικής ανάλυσης…
*πρώτη δημοσίευση: «Foreign Affairs The Hellenic Edition»