του Πέτρου Λιάκουρα*
Η εκτίμηση περί χαμηλών προσδοκιών για την άτυπη πενταμερή της Γενεύης τελικά δεν διαψεύστηκε. Και αυτό διότι δεν διαπιστώθηκε σύμπτωση στη διερεύνηση κοινού εδάφους ή αντίληψης, ούτε εάν συντρέχουν προϋποθέσεις να αρχίσει διαπραγμάτευση επίλυσης, όπως στόχευε με τη συνάντηση το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Με δεδομένη την πρόταση των έξι σημείων των Τουρκοκυπρίων για την αλλαγή του πλαισίου προς μια εντελώς αντίθετη προσέγγιση, την εταιρική σχέση δύο ανεξάρτητων κρατών μετά από αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των δύο πλευρών, ευλόγως τίθεται το ερώτημα, πώς θα ήταν εφικτό να καταλήξει η άτυπη συνάντηση σε μια κοινή αντίληψη για τα επόμενα βήματα.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά επέμεινε, σύμφωνα με την εντολή του ΟΗΕ, υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και προκειμένου να αναχαιτίσει τις ακραίες απαιτήσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς για δύο κράτη, υπέβαλε νέα προσαρμοσμένη πρόταση περί αποκεντρωμένης ομοσπονδίας. Όπως δηλώθηκε επίσημα, η πρόταση αφορά σε παραχώρηση περισσότερων εξουσιών από τη συζητούμενη κεντρική ομοσπονδία προς τις κοινότητες/πολιτείες.
Προσωπική εκτίμηση είναι ότι πίσω από τη διακηρυγμένη πρόταση Τουρκίας/Τουρκοκυπρίων περί δύο κρατών, πιθανόν να υπολανθάνει η -- πιο ωφέλιμή τους - έντονα αποκεντρωμένη Ομοσπονδία. Η δε πρότασή τους περί κυρίαρχης ισότητας, προφανώς αποτελεί αντίδραση στην ελληνοκυπριακή παλινωδία επί της αρχής της πολιτικής ισότητας, που είναι θεμέλιο της συγκρότησης ομοσπονδίας.
Ο Γενικός Γραμματέας είχε ζητήσει νέες ιδέες στην άτυπη συνάντηση, αλλά γενικώς κινήθηκε στο πλαίσιο εντολής του. Μετά από τις επαφές με τους ηγέτες των κοινοτήτων, διαπιστώθηκε αγεφύρωτο χάσμα. Με τη δήλωσή του, της τελευταίας ημέρας, ότι δεν παραδίδει την εντολή ούτε εγκαταλείπει την προσπάθεια, προανήγγειλε την ανανέωση της άτυπης συνάντησης εντός του καλοκαιριού.
Η τουρκική/τουρκοκυπριακή πρόταση περί κυρίαρχης ισότητας και δύο ανεξάρτητων κρατών ως προϋπόθεση δεν θα γινόταν αποδεκτή σε οποιοδήποτε στάδιο επίσημης ή άτυπης διαδικασίας. Η μονομερής ανακήρυξη της αυτοαποκαλούμενης ανεξάρτητης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» κηρύχθηκε άκυρη και ανυπόστατη από το Συμβούλιο Ασφαλείας (ψηφίσματα 541/1983, 550/1984), διότι συνδέθηκε με την παράνομη χρήση βίας - εισβολή του 1974 - (Γνωμοδότηση Διεθνούς Δικαστηρίου περί Κοσόβου, 2010) και δεν παράγει νόμιμο αποτέλεσμα. Διαφορετικά θα έπρεπε να συναινούσε το parental state, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία. Στο νομικό αυτό πλαίσιο κινείται η τουρκοκυπριακή πρόταση. Όμως, θεωρείται απίθανο να συμβεί το ενδεχόμενο να νομιμοποιούσε η ελληνοκυπριακή κοινότητα με τη συναίνεσή της ένα τουρκοκυπριακό κράτος, δηλαδή να επικύρωνε την απαγορευμένη απόσχιση. Εξάλλου και οι Τουρκοκύπριοι προσβλέπουν με την επανένωση στη σχέση τους με την ΕΕ.
Αυτονοήτως στο πλαίσιο διευθέτησης και βιωσιμότητας της αναζητούμενης ομοσπονδίας, πρέπει να εδραιωθούν η πολιτική ισότητα των Κοινοτήτων/πολιτειών υπό μια αποκεντρωμένη ομοσπονδία και ένα λειτουργικό/ενοποιητικό πρότυπο της κοινής διακυβέρνησης του κεντρικού ομοσπονδιακού κράτους.
Συμπέρασμα: Η άτυπη συνάντηση επιβεβαίωσε ότι κάθε προηγούμενη διάσκεψη είναι καλύτερη από την επόμενη. Δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις ότι ο χρόνος λειτουργεί θετικά ως προς την επιδιωκόμενη λύση. Αντιθέτως, λειτουργεί αντίστροφα. Ούτε γυρίζει πίσω για να επανεξεταστούν χαμένες ευκαιρίες επίλυσης. Οι προτάσεις της Τουρκίας/Τουρκοκυπρίων περί κυρίαρχης ισότητας δύο κρατών είναι απόρροια στερεότυπης αντίληψης που καλλιεργήθηκε σταδιακά από το ελληνοκυπριακό «όχι» στο σχέδιο Ανάν.
Γεννάται το ερώτημα: quo vadis;
Προς το παρόν, τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας κατηγορηματικά τάσσονται υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και αντιτίθεται στα σχέδια της Τουρκίας. Οι αλλεπάλληλες παλινωδίες και αποτυχίες επίλυσης προσδίδουν αρνητικό πρόσημο της πορείας προς την επανένωση. Η επιμονή όμως για επεξεργασία μιας λειτουργικής ομοσπονδίας της Κύπρου, αντί άλλης λύσης, θα είναι καθοριστική. Μια μόνιμη διευθέτηση πρέπει να ικανοποιεί το αμοιβαίο όφελος ευημερίας και ασφάλειας δύο σύνοικων κοινοτήτων. Ο δρόμος είναι μακρύς. Η μη λύση δεν είναι λύση.
*καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς