των Θ. Καρούνου και Π. Στεφανέα*
Αν δει κανείς την Ευρωπαϊκή Ενωση ως μια ενιαία οντότητα ψηφιακής οικονομίας σε διεθνές επίπεδο, παρατηρεί ότι, ενώ έχει αναπτυχθεί σημαντικά σε επίπεδο αξιοποίησης και κατανάλωσης ψηφιακών αγαθών και υπηρεσιών, υπολείπεται στην παραγωγή λογισμικού και τεχνολογικών υποδομών. Επίσης, υπολείπεται σημαντικά στις μεγάλες πλατφόρμες, αφού οι σημαντικότερες έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Χρειάζεται να γίνουν παρεμβάσεις σε πολιτικό επίπεδο και στη συνέχεια να εκφραστούν και ρυθμιστικά, για να αποκατασταθεί μια υγιής δυναμική στην ευρωπαϊκή αγορά. Η ενθάρρυνση επενδύσεων στο ευρωπαϊκό έδαφος είναι ένας αναγκαίος παράγοντας.
Η Ε.Ε. έχει εξελιχθεί σημαντικά ως ενιαία ψηφιακή αγορά τα τελευταία χρόνια λόγω της εφαρμογής της ομώνυμης ευρωπαϊκής πολιτικής (European Digital Singe Market) από το 2015 έως το 2019. Βασικές παρεμβάσεις της αφορούσαν την ψηφιακή συνδεσιμότητα (connectivity), το ανθρώπινο δυναμικό, τη χρήση των διαδικτυακών υπηρεσιών και την ενοποίηση των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας – όλες αυτές οι παράμετροι έχουν αυξηθεί σημαντικά στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια.
Ο ψηφιακός δείκτης της Οικονομίας και της Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index), που καταγράφει αθροιστικά τις προηγούμενες τέσσερις παραμέτρους, έχει ανέλθει από την περιοχή κάτω του 40 το 2015, σε πάνω από 60 το 2020. Υπάρχουν δηλαδή οι προϋποθέσεις για να μπορέσουν να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας νέας εκκίνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, ειδικά μετά την πανδημία, όπου η ψηφιακή οικονομία αναμένεται να έχει τον ρόλο βασικού αναπτυξιακού εργαλείου. Ομως, η ανάπτυξη της ψηφιακής αγοράς δεν συμπαρασύρει αυτόματα και τις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας σε ευρωπαϊκό έδαφος, καθότι οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες του χώρου δεν επενδύουν αρκετά σε υποδομές και θέσεις εργασίας στην Ενωση. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αναστραφεί για να μπορέσει να επιβιώσει η πραγματική οικονομία της Ε.Ε. Η πρόκληση αφορά τον μετασχηματισμό της από μια μεγάλη ψηφιακή αγορά σε μια ισχυρή και βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία. Κάτω από ποιες νέες συνθήκες η άυλη ψηφιακή επιχειρηματικότητα μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας;
Πριν από δύο μήνες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το όραμά της για την ψηφιακή Ευρώπη του 2030. Ενας από τους τέσσερις προτεινόμενους πυλώνες αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, έτσι ώστε το 2030 το 75% των εταιρειών να χρησιμοποιεί τεχνολογίες υπολογιστικού νέφους, τεχνητής νοημοσύνης και μεγάλων δεδομένων. Ιδανικά μέχρι τότε το 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα έχει ένα στοιχειώδες επίπεδο ψηφιακής υποδομής. Για να επιτευχθεί αυτό με τρόπο ώστε να προσθέτει αξία στην πραγματική ευρωπαϊκή οικονομία απαιτείται πρόοδος της έρευνας και ανάπτυξης της βιομηχανίας λογισμικού.
Το λογισμικό βρίσκεται στη βάση των εφαρμογών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, όπως για παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία, η χημική και φαρμακευτική βιομηχανία και οι μεταφορές: όλες βρίσκονται σε ανάπτυξη στην Ε.Ε. Νέες πλευρές της βιομηχανίας λογισμικού σε συνεργασία με ερευνητικές ομάδες μπορούν να αναπτυχθούν, όπως το λογισμικό για τη διασφάλιση της ποιότητας των προγραμμάτων, η επαλήθευση της ορθότητας των προγραμμάτων, τομείς στους οποίους η ευρωπαϊκή έρευνα πρωτεύει διεθνώς. Η έρευνα για τις τεχνολογίες λογισμικού (software engineering) θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί περισσότερο, να δοθεί μεγαλύτερη προτεραιότητα σε τομείς όπως η κατασκευή και ο σχεδιασμός του λογισμικού και οι διαδικασίες της τεχνολογίας λογισμικού, έτσι ώστε να αποτελέσουν βάση τεχνολογικής ανάπτυξης για την προοπτική μιας προηγμένης ψηφιακής οικονομίας της Ευρώπης. Για να μπορούν αξιοποιηθούν ισότιμα, τα αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να είναι διαθέσιμα ως ανοικτό λογισμικό και ανοικτά δεδομένα, γιατί συνιστούν δημόσια ψηφιακά αγαθά για τον τρέχοντα 21ο αιώνα και προϋπόθεση για την ψηφιακή επιχειρηματικότητα σε τοπικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το σημερινό διεθνές ψηφιακό ισοζύγιο λειτουργεί εις βάρος της Ε.Ε., αφού οι μεγάλες πλατφόρμες έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Το μέγεθος της Ε.Ε. είναι αρκετό για να «υποχρεώσει» εταιρείες από τρίτες χώρες και ειδικά από τις ΗΠΑ να επενδύσουν παραπάνω στην Ευρώπη; Με τον ελάχιστο διεθνή φορολογικό συντελεστή του 15% στις επιχειρήσεις, που συμφωνήθηκε στο G7 στις αρχές Ιουνίου, η Ε.Ε. εκτιμάται ότι θα αποκτήσει, αν τελικά δρομολογηθεί από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, περισσότερα φορολογικά έσοδα αλλά όχι απαραίτητα περισσότερες επενδύσεις ειδικά στην ψηφιακή οικονομία. Ισως να απαιτηθεί μια επιπλέον ρύθμιση που να αφορά την κατ’ αναλογία υποχρεωτική επένδυση μέρους των υποδομών μιας εταιρείας σε ευρωπαϊκό έδαφος, εφόσον απευθύνεται στην ευρωπαϊκή ψηφιακή αγορά.
Η Ε.Ε. διαθέτει ένα ισχυρό όπλο. Πρωτοπορεί στο να θέτει τους διεθνείς κανόνες για τις αναδυόμενες τεχνολογίες. Αυτό θα πρέπει να κάνει και για να προσελκύσει επενδύσεις στις ψηφιακές υποδομές, χωρίς να κτίσει τείχη προστατευτισμού, προωθώντας μια «νόμιμη ψηφιακή μοίρα (μερίδα)» επενδύσεων από όλες τις διεθνείς εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ενιαία ψηφιακή αγορά. Με τέτοιες πρωτοβουλίες, η Ε.Ε., εκτός από το να θέτει παγκόσμια πρότυπα για τις αναδυόμενες νέες τεχνολογίες, θα παραμείνει η πιο ανοικτή οικονομία για το εμπόριο και τις επενδύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι όποιος αξιοποιεί την ψηφιακή αγορά της να αποδέχεται και να σέβεται τους κανόνες της. Το ερώτημα βέβαια είναι ποιοι πρέπει να είναι τελικά αυτοί οι κανόνες. Κάτω από ποιες συνθήκες η άυλη ψηφιακή επιχειρηματικότητα μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας;
*ερευνητής στο ΕΜΠ και επίκουρος καθηγητής στο ΕΜΠ
**πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr