του N. Peter Kramer
Η Angela Merkel δήλωσε ότι η απόφαση των υπολοίπων ηγετών της Ε.Ε. να απορριφθεί η ιδέα της για την πραγματοποίηση Συνόδου Κορυφής με τον Vladimir Putin κατέδειξε ότι «δεν εμπιστευόμαστε πολύ ο ένας τον άλλον». Ήταν μια σπάνια ένδειξη απογοήτευσης από μία πολιτικό που φημίζεται για την αυτοκυριαρχία και ψυχραιμία της.
Η διαφωνία για τη Σύνοδο Κορυφής με τη Ρωσία επισκίασε το ζήτημα της (πιθανότατα) τελευταίας Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. για μια από τους μεγαλύτερους ηγέτες της Ε.Ε. Η Merkel πρόκειται να παραιτηθεί φέτος μετά από 16 χρόνια ως Γερμανίδα καγκελάριος, ενώ οι έντονες συζητήσεις κατά τη διάρκεια της Συνόδου δεν ήταν για αυτήν μια ήρεμη αποστολή- όπως όλοι θα περίμεναν. Η Merkel από τη μακρά εμπειρία της στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Ε. έδειξε την ικανότητα να «διαβάζει» τους συνομιλητές της και να χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα προς όφελός της. Αλλά αυτή τη φορά, απέτυχε αυτή η προσέγγισή της.
Μετά τη Σύνοδο Κορυφής, η Merkel εξήγησε πώς οδηγήθηκε στην ιδέα για μια Σύνοδο Κορυφής με τη Ρωσία, παρουσιάζοντας ως έναν από τους κύριους λόγους την ιδέα μιας συνάντησης μεταξύ Joe Biden και Putin στη Γενεύη αμέσως μετά την επίσκεψή του στις Βρυξέλλες. Δεν ήταν, επέμεινε, ζήτημα μιας «επανέναρξης» των σχέσεων Ε.Ε. και Ρωσίας, αλλά στόχος ήταν να βρεθεί ο καλύτερος τρόπος επίλυσης των συγκρούσεων. «Ακόμα και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο διατηρούσαμε πάντα κανάλια επικοινωνίας», όπως ανέφερε. Ενώ μεμονωμένες χώρες -όπως η Γερμανία και η Γαλλία- συνεχίζουν να συζητούν με το Κρεμλίνο, θα ήταν πιο λογικό να επικοινωνούμε με την Μόσχα ως ένωση, σύμφωνα με τη Merkel.
Το περιστατικό αυτό δείχνει για ακόμη μια φορά ότι στην πολιτική, όταν κάποιος ανακοινώνει την παραίτησή του θεωρείται ότι μένει «έξω» από τα πράγματα, ακόμα και όταν είναι παρών. Καταδεικνύει, επίσης, την αδυναμία της Ε.Ε.- τη στιγμή που θέλει να θεωρείται ως μια γεωπολιτική δύναμη αντάξια των ΗΠΑ.