του Μιχαήλ Χατζηάστρου*
Η έννοια της «Ήπιας Ισχύος» ορίστηκε για πρώτη φορά το 1990 από τον καθηγητή Joseph Nye, σύμφωνα με τον οποίο είναι η ικανότητα μιας χώρας να χρησιμοποιεί την «ελκυστικότητά της» ως εργαλείο πειθούς και επίτευξης στόχων στο διεθνές διπλωματικό πεδίο.
Αργότερα, το 2010, ο Jonathan McClory σε συνεργασία με το περιοδικό Monocle δημιούργησαν έναν δείκτη μέτρηση της «Ήπιας Ισχύος» των χωρών, που περιλαμβάνει 75 κριτήρια αξιολόγησης και δημοσκοπήσεις ενταγμένα σε 6 πυλώνες, που τελικά δίνουν την κατάταξη για τις 30 ισχυρότερες χώρες στον τομέα αυτό. Οι 6 πυλώνες περιλαμβάνουν: την ψηφιακή υποδομή της κάθε χώρας, την παγκόσμια εμβέλεια του πολιτισμού της, την ελκυστικότητα του οικονομικού μοντέλου της, το επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού της, την δύναμη του διπλωματικού δικτύου της, και την δέσμευσή της στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και την δημοκρατία.
Η Ελλάδα από το 2015 περιλαμβάνεται ανελλιπώς στις 30 ισχυρότερες χώρες από πλευράς «Ήπιας Ισχύος» στον κόσμο, καταλαμβάνοντας το 2019 την 25η θέση με την Τουρκία να βρίσκεται στην 29η θέση.
Προφανώς, η ανάπτυξη του ισχυρού διπλωματικού δικτύου που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο εγγύς περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι σημαντική αλλά όχι το μόνο μέρος της συνολικότερης ήπιας ισχύος της. Η ήπια ισχύς της χώρας αποτελείται από ένα μίγμα πολλών ιστορικών αλλά και σύγχρονων επιτευγμάτων, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την αρχαία ιστορία της και την προσφορά της στο Δυτικό πολιτισμό, την βυζαντινή παράδοση και την αίγλη της Ορθοδοξίας, την φιλελεύθερη επανάσταση του 1821 που ήταν η απαρχή της κατάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την συμμετοχή στον πόλεμο κατά των Ναζί, την ανάδειξη της χώρας ως έναν ασφαλή παγκόσμιο τουριστικό προορισμό, την παγκόσμια πρωτοπορία της στη ναυτιλία, την διασπορά στην υφήλιο σημαντικών «πρεσβευτών», δηλαδή επιστημονικό δυναμικό υψηλής τεχνογνωσίας που μετανάστευσε λόγω της εσωτερικής οικονομικής κρίσης, αλλά και πιο πρόσφατα επιτεύγματα, όπως την επιτυχή αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης χρέους, τον εκσυγχρονισμό του κράτους, την αντιμετώπιση της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού από την Τουρκία, την επιτυχή διαχείριση της εξάπλωσης της πανδημίας COVΙD 19 –επιτεύγματα που εκτιμάται ότι συνέβαλαν προκειμένου το περιοδικό Monocle το 2020 να χαρακτηρίσει την Ελλάδα ως «Super Power Super Star».
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
Σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ήπιας ισχύος είναι η παγκόσμια δύναμη της ελληνικής ναυτιλίας. Οι Έλληνες, με ναυτική παράδοση χιλιετιών, είναι ένα από τα ισχυρότερα και πιο σημαντικά ναυτικά έθνη παγκοσμίως. Η μοναδικότητα του σύγχρονου ελληνικού ναυτιλιακού θαύματος έγκειται στο γεγονός ότι η Ελλάδα, μια μικρή χώρα της Ανατολικής Μεσογείου μόλις λίγων εκατομμυρίων κατοίκων, κατόρθωσε μέσα στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες του 19ου και 20ου αιώνα να οικοδομήσει έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους της υφηλίου, ανταγωνιζόμενη παγκόσμιους οικονομικούς κολοσσούς όπως τις ΗΠΑ, την Βρετανία, την Ιαπωνία και τη Νορβηγία.
Η Ελλάδα το 2020 παρέμενε η χώρα με τη μεγαλύτερη ναυτιλία παγκοσμίως. Παρόλο που ο πληθυσμός της χώρας αντιπροσωπεύει μόλις το 0,16% του συνολικού πληθυσμού της υφηλίου, η ελληνική ναυτιλία κατέχει το 20,67% της παγκόσμιας χωρητικότητας και το 54,28% της χωρητικότητας της ΕΕ. Την περίοδο 2007-2019 υπερδιπλασίασε τη μεταφορική ικανότητα του στόλου της, ελέγχοντας το 32,64% του παγκοσμίου στόλου δεξαμενοπλοίων, το 21,7% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτιού, το 16,33% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς υγροποιημένου αερίου, το 15,14% του παγκοσμίου στόλου μεταφοράς χημικών και παραγωγών πετρελαίου και το 8,92% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Ο ελληνόκτητος στόλος, με ποσοστό άνω του 98% της μεταφορικής του ικανότητας να αφορά τη μεταφορά φορτιών μεταξύ τρίτων χωρών, και μεταφέροντας, μεταξύ άλλων, προϊόντα πετρελαίου και παραγωγών πετρελαίου, υγροποιημένα αέρια, χημικά, μεταλλεύματα, άνθρακα, λιπάσματα, γεωργικά και δασικά προϊόντα, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την ομαλή διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου και την εύρυθμη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας. Η στρατηγική σημασία της ελληνικής ναυτιλίας για την ΕΕ αναδεικνύεται από το γεγονός ότι τόσο η οικονομία όσο και η ευημερία των πολίτων της Ένωσης βασίζονται στην πρόσβαση σε οικονομικά προσιτές πήγες ενέργειας και στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Η ελληνική ναυτιλία διαδραματίζει καίριο ρόλο αφενός στην διασφάλιση των εισαγωγών ενέργειας της ΕΕ, καθώς για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της εισάγει μέσω θαλασσίων μεταφορών το 88% του αργού πετρελαίου, το 74% του φυσικού αερίου, και το 44% των στερεών ορυκτών καύσιμων, αφετέρου στο διεθνές εμπόριο, καθώς η ΕΕ για την διενέργεια του διεθνούς εμπορίου της βασίζεται στην διεθνή ναυτιλία σε ποσοστό περίπου 76%.
Πέραν της προβολής ήπιας ισχύος, η ελληνική ναυτιλία αποτελεί σημαντικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας, και επιπλέον, οι Έλληνες πλοιοκτήτες, είτε μέσω δωρεών της «Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών», είτε μέσω δωρεών με ανάληψη ατομικών πρωτοβουλιών, παρέχουν σημαντική υποστήριξη στην ενίσχυση της Ναυτικής Ισχύος, με πιο πρόσφατα παραδείγματα την δωρεά 10 ταχύπλοων σκαφών φύλαξης θαλασσίων συνόρων, την δωρεά 2 πλοίων γενικής υποστήριξης συνολικού εκτοπίσματος 7500 τόνων στο Πολεμικό Ναυτικό, και την δωρεά 60 αποβατικών σκαφών για τις ανάγκες της Ζ΄ Μοίρας Αμφίβιων Καταδρομών. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η γεωπολιτική έννοια της «Ναυτικής Ισχύος» περιλαμβάνει και τον εμπορικό στόλο λόγω της δυνητικής επίταξής του σε περιόδους κρίσεων για μεταφορά στρατευμάτων, εξοπλισμού, και την διενέργεια βοηθητικών επιχειρήσεων, κάτι που έχει ήδη πράξει η Ελλάδα με επιτυχία κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ «ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ»
Στον θαλάσσιο χώρο, λοιπόν, και στο πλαίσιο του παιγνίου της «Ήπιας Ισχύος» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, και με την δεύτερη να προτάσσει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η Ελλάδα επιδεικνύει αξιοσημείωτη ναυτιλιακή υπεροχή με τον στρατηγικό της ρόλο στην διακίνηση ενεργειακών πόρων, εμπορευμάτων, και ανθρώπων, με την παρουσία των πλοίων της και την επίδειξη σημαίας στη Μεσόγειο και σε υπερπόντιους προορισμούς, με τα λιμάνια και τις υποστηρικτικές υποδομές της, με τις ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις και τις δυνατότητές τους, με την αλιεία, τις υδρογραφικές και ωκεανογραφικές υπηρεσίες, και βεβαίως με το φημισμένο για την ναυτοσύνη και την επιστημονική κατάρτισή του έμψυχο δυναμικό της.
Σημαντική ώθηση προς την ισχυροποίηση της θαλάσσιας «Ήπιας Ισχύος» θα αποτελούσε η πλήρης επαναλειτουργία των ναυπηγείων με την ανάληψη σημαντικού έργου στη ναυπήγηση των νέων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού, η χάραξη μιας βιώσιμης μακροπρόθεσμης εγχώριας ναυπηγικής στρατηγικής, η ένταξη σύγχρονων ερευνητικών και ενδεχομένως γεωτρητικών σκαφών στον στόλο της χώρας για την αξιοποίηση τους στην εκμετάλλευση των ελληνικών υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων, και, τέλος, η εφαρμογή πολιτικών και κινήτρων για την περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού αλιευτικού στόλου.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί μια υπολογίσιμη δύναμη «Ήπιας Ισχύος» από μόνο του δεν μπορεί να παράγει αποτελέσματα έναντι του νεο-οθωμανικού ναυτικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», αλλά συμπληρώνει την «Σκληρή Ισχύ» των όπλων, και ο συνδυασμός τους αποτελεί μια αποτρεπτική «Έξυπνη Ισχύ» έναντι των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων.
*απόφοιτος ΣΣΕ, ΜΑ Διεθνών Σχέσεων
**πρώτη δημοσίευση: foreignaffairs.gr