των Holger Schmieding και Kallum Pickering*
Ακόμη και στην Ευρώπη, η οποία είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές, η κατανάλωση των νοικοκυριών παραμένει το μεγαλύτερο συστατικό της συνολικής ζήτησης. Ισοδυναμεί με το 53% του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης και το 63% του αντίστοιχου της Βρετανίας. Σε μεγάλο βαθμό η μορφή της ανάκαμψης από την πανδημία του κορωνοϊού θα καθοριστεί από την κλίμακα των δαπανών των νοικοκυριών και το πόσο ανθεκτικά θα αποδειχθούν στην ανάκαμψη. Μέχρι στιγμής τα πράγματα είναι θετικά. Οι περιορισμοί αίρονται και σε συνδυασμό με τον αποτελεσματικό εμβολιασμό η ζωή επανέρχεται σε κάποιου είδους κανονικότητα, οπότε και τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά ανοίγουν το πορτοφόλι τους και ξοδεύουν όπως σπάνια το έχουν κάνει στο παρελθόν. Οι λιανικές πωλήσεις της Ευρωζώνης τον Μάιο ήταν ήδη 3,9% πέραν των προ πανδημίας επιπέδων τους, ενώ στη Βρετανία το αντίστοιχο ποσοστό τον Ιούνιο ήταν της τάξεως του 8,9%.
Συγκρίνοντας τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση με την πανδημία φαίνεται πόσο έχει βελτιωθεί η κατάσταση τα τελευταία 13 χρόνια. Αρχικά, στη δεκαετία του 2000 τα νοικοκυριά στη Βρετανία και στην περιφέρεια της Ευρώπης κατανάλωναν και στεγάζονταν βασισμένα στο χρέος. Οταν η «φούσκα» διαλύθηκε και έγινε αντιληπτό ότι τα όποια εισοδήματά τους ήταν εν μέρει απατηλά, αποδύθηκαν σε μια πολυετή προσπάθεια να αποκαταστήσουν τον ισολογισμό τους. Αυτή η επιλογή επιβράδυνε την ανάπτυξη. Σήμερα τα νοικοκυριά βρέθηκαν εν μέσω πανδημίας με πολύ καλύτερα τα οικονομικά τους, έχοντας ελέγξει τα στεγαστικά δάνειά τους και μειώνοντας τις οφειλές τους εν σχέσει με το 2008. Στη διάρκεια του εγκλεισμού τα νοικοκυριά έκαναν μεγάλες αποταμιεύσεις και τώρα νιώθουν σιγουριά να ξοδέψουν μέρος των όσων σώρευσαν. Δεύτερον, η «φούσκα» της δεκαετίας του 2000 είχε δημιουργηθεί από την ελλιπή εποπτεία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δίνοντας το περιθώριο στις τράπεζες να αναλάβουν υπερβολικά μεγάλο ρίσκο, χωρίς να διαθέτουν ανάλογες προβλέψεις έναντι αυτού.
Σήμερα, στη Βρετανία και στη Βόρεια Ευρώπη τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εποπτεύονται επαρκέστερα και διαθέτουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση. Σε μεγάλο βαθμό οι τράπεζες συντρέχουν στο να μεταβιβαστούν τα βοηθήματα από τα πρωτοφανή μέτρα στήριξης κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, που χρειάζονται φθηνές πιστώσεις. Τέλος, όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, οι πολιτικοί επιδείνωσαν τους κραδασμούς της κάνοντας σοβαρά σφάλματα. Οι ΗΠΑ επέτρεψαν στη Lehman να διαλυθεί και η ΕΚΤ καθυστέρησε πολύ να αναλάβει τον ρόλο του ύστατου δανειστή στην κρίση του ευρώ το 2011-2012, ενώ πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επέβαλαν πολύ πρόωρα πολύ σκληρές πολιτικές λιτότητας. Σήμερα, πολιτικοί και κεντρικές τράπεζες στήριξαν κατά τρόπο πρωτόγνωρο και επιθετικό τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια δυναμική ανάκαμψη.
*Οικονομολόγοι της τράπεζας Berenberg Bank
**πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr