του Πέτρου Λιάκουρα
Η συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας - ΗΠΑ, μαζί με την ελληνογαλλική και άλλες περιφερειακές, ολοκληρώνει την ελληνική στρατηγική, διαμορφώνοντας το πλαίσιο της επόμενης δεκαετίας. Στη συμφωνία με τη Γαλλία προβλέπεται στο άρθρο 2η αμυντική συνδρομή, όταν έχει επισυμβεί ένοπλη επίθεση σε βάρος ενός εκ των δύο και το έτερο θα προστρέξει σε συνδρομή. Στην ελληνοαμερικανική αυτή πρόβλεψη υποκαθίσταται -στο προοίμιο όμως, αλλά και στην κοινή. δήλωση- με μια αρχικά διακηρυκτικού περιεχομένου πρόθεση να περιφρουρήσουν το ένα συμβαλλόμενο την ασφάλεια του άλλου, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα κατά ενεργειών που απειλούν την ειρήνη, περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης. Αναφέρεται μάλιστα ότι θα συμβάλουν στην αποτροπή έναντι τέτοιων επιθετικών ενεργειών και θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια αποφυγής τους.
Στο προοίμιο πέραν του σκοπού και του πνεύματος της στρατηγικής σχέσης, δηλώνονται οι προθέσεις και το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο μια συμφωνία θα ερμηνευτεί συμπληρωματικά με τις διατάξεις, οι οποίες είναι οι καθοριστικές για την εφαρμογή όταν αυτή τεθεί σε ισχύ.
Βασικός σκοπός της υπογραφείσας συμφωνίας είναι η τροποποίηση της αρχικής του 1990. Εκτός από την πενταετή ανανέωσή της προστίθενται νέες περιοχές που λόγω της χρήσης τους ορίζονται ως βάσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Τέτοιες συμφωνίες βάσεων έχουν το θετικό πρόσημο να προσδίδουν γεωστρατηγική αξία, ιδιαίτερα μάλιστα όσον αφορά ευαίσθητες για την ασφάλεια της χώρας περιοχές. Μια τέτοια είναι η Αλεξανδρούπολη, η οποία αναβαθμίζεται στρατηγικά.
Βαρύνουσας σημασίας είναι η επιστολή Μπλίνκεν προς τον έλληνα Πρωθυπουργό. Ορισμένα από τα σημεία της ενισχύουν όσα έχουν ήδη διατυπωθεί στο προοίμιο της συμφωνίας. Επαναλαμβάνεται η δέσμευση των ΗΠΑ να προστατεύσουν την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας από απειλές ή επίθεση εναντίον της, όμως δεν περιλήφθηκε ως διάταξη στη συμφωνία, η οποία περιορίστηκε σε τροποποιητική εκείνης του 1990, σε αντίθεση με την αντίστοιχη ελληνογαλλική. Η συνοδευτική επιστολή παράγει υποχρέωση όταν από τους όρους της προκύπτει πρόθεση δέσμευσης.
Ο Μπλίνκεν στην επιστολή του κάνει ρητή αναφορά και στην ανάγκη σεβασμού και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη βάση του δικαίου της θάλασσας. Αυτό το απόσπασμα μάλιστα θα πρέπει να συνδυαστεί με ανάλογη δήλωση του προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ, που επανέλαβε σε επιστολή αμέσως μετά ο Μπλίνκεν, με ιδιαίτερη αναφορά στη διατήρηση της ειρήνης και της επίλυσης των διαφορών στις θάλασσες με βάση το δίκαιο της θάλασσας και τη Σύμβαση του Δικαίου Θάλασσας (1982, UNCLOS). Έτσι καταδεικνύεται στα κράτη ο τρόπος και ο δρόμος που θα ακολουθήσουν ως χρήστες στις θαλάσσιες ζώνες και όσον αφορά στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Συνολικά η στάση του State Department, έχει στοχοποιήσει την αντιπαραγωγική συμπεριφορά της Τουρκίας, αναφερόμενη στην υποχρέωση οριοθέτησης και τον σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με συμφωνία όπως ορίζεται στην UNCLOS και την αποχή από μονομερείς ενέργειες σε αμφισβητούμενη υφαλοκρηπίδα. Και επειδή οι ΗΠΑ όπως και η Τουρκία δεν είναι μέρη στην UNCLOS τέτοιες δηλώσεις και στάσεις επιβεβαιώνουν τον εθιμικό χαρακτήρα εκείνων των διατάξεων της σύμβασης, που δεσμεύουν ανεξαιρέτως για να τηρείται η έννομη τάξη στις θάλασσες.
Σε αυτό το μήκος κινείται η επιστολή Μπλίνκεν επιχειρώντας να καθορίσει όχι μόνο τα όρια συμπεριφορών που αποκλίνουν από τη δημόσια τάξη των θαλασσών, αλλά και να προσδιορίσει και το επίπεδο παρέμβασής της. Και όλο αυτό πλαισιώνει την αμυντική συμφωνία.
*καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς