του Π.Κ. Ιωακειμίδη*
H νέα συμφωνία ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας (MDCA) 5ετούς διάρκειας και η επιστολή Μπλίνκεν που τη συνοδεύει αποτελούν σημαντική εξέλιξη. Σε συνδυασμό με την ελληνογαλλική συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας βελτιώνει αισθητά το ισοζύγιο ισχύος της χώρας. Αλλά οι συμφωνίες αυτές, όσο σημαντικές κι αν είναι, δεν μας λύνουν τα προβλήματα. Τα προβλήματα με την Τουρκία θα λυθούν μέσω μιας σοβαρής πολιτικής προσέγγισης διαλόγου και διαπραγμάτευσης. Αλλά εδώ τείνει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μάλλον δεν χρειάζεται να μπούμε σε μια εντατική διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων, αφού έχουμε εξασφαλίσει ευρύτερη υποστήριξη και όπλα. Τα όπλα όμως δεν λύνουν προβλήματα. Αποτρέπουν – στο μέτρο που αποτρέπουν - συγκρούσεις. Αν και καμιά φορά τις προκαλούν. Και καλές οι ρήτρες αμοιβαίας συνδρομής και δεσμεύσεων, αλλά ας μην καλλιεργούμε και επικίνδυνες αυταπάτες και φαντασιώσεις. Τα προβλήματα πρέπει να τα λύσουμε στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Και εν τω μεταξύ η ελληνική πλευρά φαίνεται να εκπλήσσεται που το σχετικά «ήρεμο καλοκαίρι» έχει δώσει τη θέση του σε ένα «επιθετικό φθινόπωρο». Εκπλήσσεται όταν (υποτίθεται γνωρίζει καλά, όπως διατείνεται, τη φύση και συμπεριφορά της Τουρκίας (αυταρχική, επεκτατική, επιθετική χώρα που δεν σέβεται διεθνές δίκαιο και κανόνες, κ.λπ.). Εκτιμώντας λοιπόν ότι αυτή είναι η Τουρκία, η Ελλάδα φαίνεται να πίστευε ότι:
(i) θα υπέγραφε συμφωνία στρατηγικής συμφωνίας με τη Γαλλία με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής που στρέφεται εναντίον της Τουρκίας επισείοντας μάλιστα και το γεγονός ότι «η χώρα είναι πυρηνική δύναμη»,
(ii) θα ενίσχυε αποφασιστικά την αποτρεπτική της δύναμη με νέα αγορά πολεμικών αεροσκαφών και πλοίων,
(iii) θα ανανέωνε σε 5ετή βάση τη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ με εντυπωσιακή επέκταση του πεδίου εφαρμογής της και επικοινωνιακή παρουσίαση της εν λόγω συμφωνίας ως στρεφόμενης εναντίον της Τουρκίας και με επιστολή εγγυήσεων που καλύπτει και κυριαρχικά δικαιώματα εκτός κυριαρχίας (αν και όχι στο προωθημένο πρότυπο της επιστολής Κίσσινγκερ-1976),
(vi) θα διακήρυττε ανοιχτά ότι «τα περιθώρια ενός εποικοδομητικού διαλόγου είναι μηδαμινά έως ανύπαρκτα» και μια σειρά από άλλες (καθ’ όλα νόμιμες μεν) ενέργειες και ρητορικές τοποθετήσεις, αλλά παρά ταύτα η Τουρκία δεν θα αντιδρούσε με τον τρόπο που γνωρίζει. Με κλιμάκωση επιθετικότητας και διεκδικητικότητας, προσθέτοντας νέα θέματα στη ατζέντα (αποστρατιωτικοποίηση ως προϋπόθεση για την κυριαρχία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, απειλή κήρυξης ΑΟΖ, κ.λπ.). Θα έμενε με σταυρωμένα τα χέρια. Εάν όντως πίστευε αυτό, τότε έχει πέσει θύμα αυταπατών. Για μια Τουρκία που εκτός όλων των παραπάνω πάσχει από τα σύνδρομα της περικύκλωσης και του αποκλεισμού της από τη. Μεσόγειο, η αντίδρασή της ήταν προβλέψιμη.
Όθεν και το κρίσιμο ερώτημα: όταν χαράσσουμε και εφαρμόζουμε μια ορισμένη στρατηγική στοχαζόμαστε πραγματικά και εις βάθος τις παρενέργειές της ήτις «μη επιδιωκόμενες συνέπειές της» («unintended consequences»); Και διερωτώμεθα μήπως η πολιτική και ρητορική μας κινούνται κάπου σε λάθος στρατηγική κατεύθυνση; Όσο δεν λύνουμε τα προβλήματα, τόσο θα χειροτερεύει για μας η ατζέντα των θεμάτων και τόσο περισσότερο θα βρισκόμαστε μπροστά σε κύματα επιθετικότητας με απρόβλεπτη κάποια στιγμή ίσως κατάληξη εδώ ή στην Κύπρο.
*πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ, από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης»