του Huang Chia-lu*
Το 2020, η πανδημία COVID-19 ταλαιπώρησε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Στα μέσα Μαΐου 2021, η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) σημείωσε ξαφνική αύξηση στον αριθμό των κρουσμάτων. Τη στιγμή που η Ταϊβάν χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ βοήθεια, εταίροι όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Λιθουανία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Σλοβακία και η Πολωνία, καθώς και η COVAX Facility που αποτελεί τον παγκόσμιο μηχανισμό κατανομής εμβολίων κατά της COVID-19, δεσμεύτηκαν αμέσως να δωρίσουν ή να παράσχουν εμβόλια στην Ταϊβάν, επιτρέποντας στην Ταϊβάν να θέσει ξανά σταδιακά την πανδημία υπό έλεγχο. Αυτό αποτελεί απόδειξη των διεθνών κοινών προσπαθειών για την αντιμετώπιση των σοβαρών προκλήσεων που επιφέρει η πανδημία. Οι ίδιες κοινές προσπάθειες θα χρειαστούν για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων διεθνών ηλεκτρονικών εγκλημάτων στην – μετά την πανδημία – εποχή, και η Ταϊβάν είναι πρόθυμη να συμμετάσχει σε αυτήν την προσπάθεια.
Αυξάνοντας τη σημασία της κυβερνοτεχνολογίας στον απόηχο της πανδημίας
Καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι κυβερνητικές υπηρεσίες της Ταϊβάν και οι ιδιωτικές εταιρείες ακολούθησαν προσεκτικά τις πολιτικές κατά της πανδημίας για την πρόληψη των πολλαπλών μολύνσεων. Οι άνθρωποι άρχισαν να δουλεύουν από το σπίτι και τα σχολεία υιοθέτησαν την τηλεκπαίδευση. Οι καταναλωτές στράφηκαν στο ηλεκτρονικό εμπόριο και οι διαδικτυακές πλατφόρμες παραγγελιών και παράδοσης φαγητού άνθισαν. Η πανδημία προκάλεσε αυτές τις αλλαγές στη ζωή μας, και ενώ είναι βέβαιο ότι θα υποχωρήσει στο άμεσο μέλλον, η εξάπλωση της κυβερνοτεχνολογίας δεν θα υποχωρήσει. Έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, ζούμε, μαθαίνουμε και χαλαρώνουμε – καταλήγοντας σε έναν εντελώς νέο τρόπο ζωής.
Ωστόσο, η αυξημένη εξάρτησή μας από την κυβερνοτεχνολογία έχει επίσης καταστήσει ευκολότερο από ποτέ για τους εγκληματίες να εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία ασφαλείας για να διαπράξουν εγκλήματα. Συνεπώς, η κυβερνοασφάλεια θα αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στην – μετά την πανδημία – εποχή, καθώς είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας παγκοσμίως.
Το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν γνωρίζει σύνορα και η διακρατική συνεργασία αποτελεί το κλειδί.
Καθώς το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν γνωρίζει σύνορα, τα θύματα, οι δράστες και οι τόποι του εγκλήματος ενδέχεται να βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες. Το πιο κοινό ηλεκτρονικό έγκλημα είναι η τηλεπικοινωνιακή απάτη, η οποία χρησιμοποιεί το διαδίκτυο και άλλες τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών. Η διακρατική συνεργασία είναι απαραίτητη για να προσαχθούν στη δικαιοσύνη τα διεθνή κυκλώματα εγκλήματος.
Το 2020, η αστυνομία της Ταϊβάν χρησιμοποίησε αναλυτικά στοιχεία δεδομένων μεγάλου όγκου για να εντοπίσει πολλούς υπηκόους της Ταϊβάν που ήταν ύποπτοι για τη δημιουργία επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιακής απάτης στο Μαυροβούνιο. Η Ταϊβάν επικοινώνησε με το Μαυροβούνιο και πρότεινε αμοιβαία νομική συνδρομή, επιτρέποντας στην Ειδική Εισαγγελία του Μαυροβουνίου να προχωρήσει με την υπόθεση. Μέσω κοινών προσπαθειών, οι αστυνομικές δυνάμεις της Ταϊβάν και του Μαυροβουνίου αποκάλυψαν τρεις τηλεπικοινωνιακές απάτες και συνέλαβαν 92 υπόπτους που κατηγορούνται ότι υποδύθηκαν κινέζους αξιωματούχους της κυβέρνησης, της αστυνομίας και της εισαγγελίας. Πιστεύεται ότι οι ύποπτοι εξαπάτησαν περισσότερους από 2.000 ανθρώπους στην Κίνα, προκαλώντας οικονομικές ζημίες έως και 22,6 εκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων. Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του διεθνικού εγκλήματος. Οι ύποπτοι ήταν υπήκοοι της Ταϊβάν ενώ τα θύματα ήταν κινεζικής εθνικότητας. Το φερόμενο έγκλημα έλαβε χώρα στο Μαυροβούνιο και διαπράχθηκε με τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών. Χάρη στη διμερή αστυνομική συνεργασία, οι ύποπτοι συνελήφθησαν, αποτρέποντας άλλα αθώα άτομα από το να πέσουν θύματα της εν λόγω απάτης.
Η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και νέων αποτελεί άλλο ένα διεθνώς καταδικασμένο έγκλημα, με χώρες σε όλο τον κόσμο να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να το αποτρέψουν και να οδηγήσουν τους δράστες στη δικαιοσύνη. Το 2019, η αστυνομία της Ταϊβάν έλαβε πληροφορίες από το ιδιωτικό δίκτυο CyberTipline του Αμερικανικού Εθνικού Κέντρου για τα Εξαφανισμένα και Υπό Εκμετάλλευση Παιδιά ότι ένας Νοτιοαφρικανός πολίτης στην Ταϊβάν ήταν ύποπτος ότι ανέβασε μεγάλου όγκου υλικό παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο. Ακολουθώντας τα στοιχεία, η αστυνομία της Ταϊβάν εντόπισε γρήγορα τον ύποπτο και ερεύνησε την κατοικία του, κατάσχοντας αποδεικτικά στοιχεία παιδικής πορνογραφίας. Η αστυνομία βρήκε επίσης φωτογραφίες και βίντεο που τον έδειχναν να κακοποιεί σεξουαλικά παιδιά ταϊβανέζικης εθνικότητας. Το παράνομο υλικό είχε αποθηκευτεί σε διακομιστές που βρίσκονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα φερόμενα εγκλήματα διαπράχθηκαν στην Ταϊβάν. Καθώς τα θύματα σε αυτή την περίπτωση ήταν ανήλικα, ήταν πολύ μικρά για να εξηγήσουν επαρκώς την κατάσταση ή να ζητήσουν βοήθεια. Εάν η αστυνομία της Ταϊβάν δεν είχε λάβει τα στοιχεία, ο ύποπτος πιθανότατα θα συνέχιζε να κακοποιεί περισσότερα παιδιά. Αυτή η υπόθεση οφείλει την επιτυχία της στη διακρατική συνεργασία και την ανταλλαγή σχετικών με το έγκλημα πληροφοριών, η οποία μπορεί να περιορίσει αποτελεσματικά το έγκλημα.
Το ηλεκτρονικό έγκλημα περιλαμβάνει διασυνοριακές έρευνες. Ωστόσο, οι δικαιοδοσίες και οι ορισμοί των εγκλημάτων ποικίλλουν μεταξύ των υπηρεσιών επιβολής του νόμου παγκοσμίως. Τα εγκληματικά κυκλώματα το αντιλαμβάνονται πολύ καλά αυτό και εκμεταλλεύονται τα εμπόδια πληροφόρησης που προκύπτουν, διαφεύγοντας σε άλλες χώρες για να μειώσουν την πιθανότητα σύλληψής τους. Όπως η νόσος COVID-19, το ηλεκτρονικό έγκλημα μπορεί να πλήξει άτομα σε οποιαδήποτε χώρα. Επομένως, όπως ο κόσμος ένωσε τις δυνάμεις του για την καταπολέμηση της πανδημίας, η καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος απαιτεί τη συνεργασία των διεθνών αστυνομικών δυνάμεων που βοηθούν η μία την άλλη και ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους. Μόνο τότε θα είναι εφικτό να προληφθούν περισσότερα εγκλήματα και περισσότερες υποθέσεις να επιλυθούν αποτελεσματικά, επιτρέποντας στους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να απολαμβάνουν μια ασφαλέστερη ζωή.
Οι αστυνομικές αρχές της Ταϊβάν προσπαθούν εδώ και καιρό να προωθήσουν τη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος. Το 2020, υπήρξαν τρεις εξέχουσες περιπτώσεις. Μέσω των κοινών προσπαθειών της Ταϊβάν, του Βιετνάμ και των Ηνωμένων Πολιτειών, εξιχνιάστηκε μια υπόθεση με τηλεφωνικά κέντρα που διέπρατταν διεθνικές τηλεπικοινωνιακές απάτες· τον επόμενο μήνα, αποκαλύφθηκε ένα αμερικανικό κύκλωμα παραχάραξης νομισμάτων· και τον Ιούλιο συνελήφθησαν 12 άτομα που ήταν ύποπτα για εμπλοκή σε εμπορία ανθρώπων και παραβίαση του Νόμου για την Πρόληψη της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και Νέων.
Οι αστυνομικές αρχές της Ταϊβάν διαθέτουν εξειδικευμένη Μονάδα Διερεύνησης Εγκλημάτων Υψηλής Τεχνολογίας και επαγγελματίες ανακριτές ηλεκτρονικών εγκλημάτων. Το Γραφείο Εγκληματολογικών Ερευνών (CIB) που υπάγεται στην Εθνική Αστυνομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, ίδρυσε επίσης ένα Εργαστήριο Ψηφιακής Εγκληματολογίας που πληροί τα διεθνή πρότυπα. Το εργαστήριο έλαβε την πρώτη στον κόσμο πιστοποίηση ISO/IEC 17025 για την Windows Program Analysis από το Ίδρυμα Διαπίστευσης της Ταϊβάν. Το 2021, το CIB τυποποίησε τις διαδικασίες ανάλυσης κακόβουλου λογισμικού, επιπλέον της δημιουργίας μηχανισμών ανάλυσης αρχείων και ανάλυσης δικτύων. Η τεχνογνωσία της Ταϊβάν στην καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος θα ωφελήσει τις παγκόσμιες προσπάθειες για την οικοδόμηση ενός ασφαλέστερου κυβερνοχώρου.
Η Ταϊβάν μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου κόσμου.
Η πανδημία COVID-19 έχει υπογραμμίσει το γεγονός ότι οι ασθένειες ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και μπορούν να επηρεάσουν οποιονδήποτε – ανεξαρτήτως χρώματος δέρματος, εθνικότητας, γλώσσας ή φύλου. Η δυσπιστία, οι διαφωνίες και η έλλειψη διαφάνειας μεταξύ των εθνών επιτάχυναν την εξάπλωση του ιού. Μόνο όταν οι διεθνείς εταίροι παρέχουν αμοιβαία βοήθεια και μοιράζονται πληροφορίες κατά της πανδημίας, τεχνογνωσία και εμβόλια, ο κόσμος μπορεί να ξεπεράσει την πανδημία πιο γρήγορα και με επιτυχία.
Οι Παγκόσμιοι Στόχοι Αστυνόμευσης επικυρώθηκαν από τις χώρες μέλη της INTERPOL το 2017, με δεδηλωμένο σκοπό τη δημιουργία ενός ασφαλέστερου και πιο βιώσιμου κόσμου. Έχοντας κατά νου αυτήν την αποστολή, πρέπει να εργαστούμε μαζί για την καταπολέμηση του εγκλήματος — όπως ακριβώς ενώσαμε τις δυνάμεις μας για την καταπολέμηση της πανδημίας. Καμία αστυνομική υπηρεσία ή χώρα δεν πρέπει να αποκλειστεί. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος και την ενίσχυση της παγκόσμιας ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, ο κόσμος πρέπει να συνεργαστεί. Η Ταϊβάν χρειάζεται την υποστήριξη του κόσμου και η Ταϊβάν είναι πρόθυμη και ικανή να βοηθήσει τον κόσμο μοιραζόμενη την εμπειρία της.
Καθώς φέτος ολόκληρος ο κόσμος συνεργάζεται για την καταπολέμηση της πανδημίας, προτρέπουμε τη διεθνή κοινότητα, στο ίδιο πνεύμα, να υποστηρίξει την προσπάθεια της Ταϊβάν να παραστεί στη Γενική Συνέλευση της INTERPOL ως παρατηρητής και να συμμετάσχει στις συναντήσεις, τους μηχανισμούς και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες της INTERPOL. Η ρεαλιστική και ουσιαστική συμμετοχή της Ταϊβάν θα συμβάλει ώστε να καταστεί ο κόσμος πιο ασφαλής για όλους.
*Επίτροπος, Γραφείο Εγκληματολογικών Ερευνών, Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν)