του Παναγιώτη Ε. Πετράκη*
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι περιμέναμε τα καλά νέα από την ΕΚΤ και ήρθαν. Στο παρελθόν είχαμε περάσει μια διετία, 2010-2012, που ενώ η λογική έδειχνε ότι θα έπρεπε να υπάρχει ρευστότητα στις αγορές, η πολιτική στην ευρωζώνη οδήγησε στον αντίστροφο δρόμο. Μέχρι που το καλοκαίρι του 2012 ο Μάριο Ντράγκι τερμάτισε αυτή την περίοδο και έσωσε την ευρωπαϊκή οικονομία. Τώρα λοιπόν υπάρχει ο ίδιος φόβος, ότι θα μπορούσαν δηλαδή να υπερισχύσουν οι ιέρακες και να οδηγήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση.
Ομως, αυτή τη φορά το λάθος δεν επαναλήφθηκε παρόλο που η βρετανική κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια και η Fed (εδώ αρκετά σωστά) άρχισε τις κινήσεις περιορισμού της νομισματικής πολιτικής αφού ο πληθωρισμός εκεί είναι αρκετά επίμονος.
Η ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητο το επιτόκιο στο -0,5% και το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 0%. Το APP (το κανονικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων πριν από την πανδημία) αρχίζει να αντικαθιστά το PEPP (το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που βοήθησε στη διοχέτευση ρευστότητας στην ευρωπαϊκή οικονομία για την αντιμετώπιση της κρίσης του COVID) αφού το PEPP ολοκληρώνεται τον Μάρτιο, ενώ τις επαναγορές ομολόγων από το πρόγραμμα αυτό θα τις δούμε να επεκτείνονται μέχρι το 2024. Το ΑPP θα μειώσει τη δραστηριότητά του προς το τέλος του χρόνου.
Τι σημαίνουν αυτές οι αποφάσεις; Πρώτον, ότι οι ιθύνοντες φοβούνται ότι το παρόν κύμα λοιμώξεων θα μειώσει – αλλά σχετικά περιορισμένα – τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης στην ευρωζώνη. Δεύτερον, ότι ο πληθωρισμός υπάρχει αλλά όχι ως αξιόλογο πρόβλημα. Τρίτον, κινούμεθα σε περιοχή ικανοποιητικής προβλεψιμότητας που είναι πολύ καλό για την οικονομική σταθερότητα.
Στην απόφαση της ΕΚΤ υπάρχει ειδική αναφορά στην Ελλάδα με την οποία διαβεβαιώνει ότι η νομισματική πολιτική «μπορεί» (το «μπορεί» θέλει διευκρίνιση) να περιλαμβάνει στις αγορές τις ελληνικές ομολογίες παραπάνω από τις επανεπενδύσεις ομολόγων που λήγουν, με σκοπό να αποφευχθεί η αναταραχή στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία ενώ αυτή ανακάμπτει. Η απόφαση αυτή έρχεται να αντιμετωπίσει την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν διαθέτει ακόμα επενδυτική βαθμίδα (αλλά ελπίζουμε να την κατακτήσει προς το τέλος του 2022 και το 2023), χωρίς βέβαια να την απαλλάσσει από την υποχρέωση μιας συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής.
Συμπερασματικά, οι αποφάσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διασφαλίζεται η μακροοικονομική σταθερότητα ώστε η πολιτική να αντιμετωπίσει τα μείζονα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη: πανδημία, εξωτερικές απειλές και ενεργειακή αναταραχή.
*καθηγητής ΕΚΠΑ
**πρώτη δημοσίευση:www.ot.gr