του Παναγιώτη Σωτήρη
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσισε να κάνει ένα διάγγελμα στο οποίο δεν πήρε απλώς θέση πάνω στο άμεσο ερώτημα που του τέθηκε, αλλά και παρουσίασε ένα συνολικό αφήγημα για το «εθνικό ζήτημα» στην Ρωσική Αυτοκρατορία παλαιότερα και την Σοβιετική Ένωση αργότερα. Δεν είναι η πρώτη φορά που τα έχει πει όλα αυτά, είχε προηγηθεί και το άρθρο του το καλοκαίρι πάνω στην ιστορική συνέχεια ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ουκρανούς. Όμως τώρα αυτό δεν έχει πια μια «ιστορική» διάσταση, αλλά μια άμεση και πολιτική.
Απέναντι σε όσους τον κατηγορούν ότι δεν σέβεται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ουκρανίας, αυτός προσπάθησε να περάσει στην αντεπίθεση παρουσιάζοντας μια εικόνα ότι η Ουκρανία είναι δημιούργημα του σοβιετικού καθεστώτος, ότι η ουκρανική κυβέρνηση είναι ένα καθεστώς-μαριονέτα που μετατρέπει την Ουκρανία σε μια αμερικανική αποικία και ότι υπάρχουν εκτεταμένες μορφές αρνητικών διακρίσεων σε βάρος των ρωσόφωνων κατοίκων της Ουκρανίας, την ώρα που οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις είναι, κατά το Πούτιν, ελεγχόμενες ουσιαστικά το ΝΑΤΟ, ενώ έχει ανοίξει ο δρόμος για να κινηθούν νατοϊκές δυνάμεις εντός της Ουκρανίας και ενάντια στη Ρωσία.
Σε αυτό το πλαίσιο κατηγόρησε τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις ότι ετοιμάζονται να επιτεθούν στο Ντονμπάς. Υποστήριξε μάλιστα ότι ουσιαστικά διαμορφώνονται ήδη ξένες νατοϊκές βάσεις στο ουκρανικό έδαφος, παρότι αυτό δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα της Ουκρανίας.
Ως προς την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ο Πούτιν υποστήριξε ότι οι δηλώσεις ευρωπαϊκών κρατών-μελών, αλλά και αμερικανών αξιωματούχων, ότι δεν επίκειται η άμεση ένταξη, δεν αποτελούν εγγύηση ότι αυτό δεν θα συμβεί σε βάθος χρόνου, με δεδομένη και τη μη τήρηση των δεσμεύσεων της δεκαετίας του 1990 ότι δεν θα επεκταθεί το ΝΑΤΟ στα ανατολικά.
Σε αυτό το αφήγημα ο Πούτιν έδωσε μεγάλη έμφαση στο ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί μια άμεση απειλή για τη Ρωσία και ότι υπάρχει σαφής σχεδιασμός για εγκατάσταση οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία που θα στρέφονται κατά της Ρωσίας, «θα βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό μας».
Σε αυτό το φόντο επανέλαβε ότι η Ρωσία έχει κάνει μια συνολική πρόταση για την συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη γύρω από το τρίπτυχο: μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, μη εγκατάσταση επιθετικών οπλικών συστημάτων, επαναφορά των στρατιωτικών υποδομών και στις δύο πλευρές στο επίπεδο που ήταν το 1997.
Η δικαιολόγηση της απόφασης για αναγνώριση των «λαϊκών δημοκρατιών»
Κατά τη γνώμη του η Δύση απλώς θέλει να περιορίσει τη Ρωσία και γι’ αυτό οι κυρώσεις θα επιβληθούν ούτως ή άλλως γιατί αποτυπώνουν μια συνολικότερη εχθρική τοποθέτηση.
Ο Πούτιν επέμεινε ότι η ηγεσία του Κιέβου δεν επιθυμεί να εφαρμοστούν οι όροι της Συμφωνίας του Μινσκ και το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν μια μεγάλη επίθεση στο Ντονμπάς, ανάλογη με αυτή του 2014, ενώ κατηγόρησε τη Δύση ότι δεν βλέπει τη γενοκτονία σε βάρος του πληθυσμού στο Ντονμπάς.
Ο Πούτιν υποστήριξε ότι η Ρωσία έκανε ό,τι μπορούσε για να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και την εφαρμογή του σχετικού ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Όμως, οι προσπάθειες ήταν μάταιες. Γι’ αυτό και αποφάσισε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία και κυριαρχία των δύο δημοκρατιών και να υπογράψει σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας υποστήριξης με τις δύο δημοκρατίες, ενώ παράλληλα ζήτησε από το Κίεβο να σταματήσει τις επιθέσεις στο Ντονμπάς.
Προσπάθεια να αλλάξουν οι όροι και της αντιπαράθεσης και της διαπραγμάτευσης
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η απόφαση για αναγνώριση σημαίνει ότι για τη Ρωσία πλέον το έδαφος των «Λαϊκών Δημοκρατιών» δεν είναι ουκρανική επικράτεια, αλλά επικράτεια κυρίαρχων κρατών, με τις οποίες έχει συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης.
Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θα υποστηρίζει ότι ούτε προσάρτησε τις περιοχές αυτές, ούτε εισέβαλε σε αυτές, παρότι θα μπορεί πιο εύκολα να υποστηρίξει ότι η βοήθεια που δίνει σε αυτές, εντάσσεται στο πλαίσιο των συμφωνιών που έχει συνάψει μαζί τους
Προφανώς και η επιλογή αυτή σημαίνει ότι στον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα η Ρωσία απεμπολεί τη δυνατότητα να εξασφαλίσει μια πιο φιλική πολιτική λύση στην υπόλοιπη Ουκρανία και επικυρώνει το διχασμό του 2014.
Η κίνηση διαμορφώνει νέους όρους και για τη μέχρι τώρα πολιτική και διπλωματική διαπραγμάτευση σε σχέση με την ουκρανική κρίση. Και αυτό γιατί η διαπραγμάτευση μέχρι τώρα στηριζόταν σε ένα δίπτυχο πολιτικής συζήτησης για τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας και διαπραγμάτευσης του ουκρανικού εντός των συμφωνιών του Μινσκ. Τώρα ουσιαστικά η Ρωσία εξέρχεται του πλαισίου του Μινσκ, έστω και κατηγορώντας το Κίεβο ότι δεν επιθυμούσε να υπάρξει πρόοδος.
Ταυτόχρονα, η κίνηση δίνει αρκετές αφορμές για επιβολή περαιτέρω κυρώσεων στη Ρωσία (αν και δεν υπάρχει «εισβολή»), αν και δεν είναι βέβαιο ποια θα είναι η κλίμακα αυτών, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως ορισμένα από τα «σκληρά μέτρα», όπως η αποπομπή από το σύστημα SWIFT είχαν τεθεί εκτός συζήτησης.
Η επανειλημμένη τοποθέτηση Ρώσων αξιωματούχων ότι οι «κυρώσεις θα επιβληθούν ούτως ή άλλως», σημαίνει ότι η ρωσική ηγεσία είχε σταθμίσει το ενδεχόμενο και προτίμησε ένα είδος «τετελεσμένου» που στην πραγματικότητα επικυρώνει μια συνθήκη διαίρεσης που ήταν ενεργή εδώ και χρόνια.
Αυτό αναλογεί και στη διάχυτη αίσθηση ότι σε όλη αυτή τη διαδρομή η ρωσική ηγεσία θεώρησε ότι δεν εισακούστηκε ως προς τις ανησυχίες της και δεν αντιμετωπίστηκε από τη δυτική πλευρά με τον σεβασμό που αναλογεί σε μια χώρα με το δικό της βάρος.
Η ρωσική ηγεσία φέρεται ως να έχει επίγνωση ότι θα βρεθεί στο στόχαστρο, όμως την ίδια στιγμή κατοχυρώνει «στο πεδίο» κάτι που της ζητήθηκε να απεμπολήσει και ως προς την συνολική κλιμάκωση δοκιμάζει τα όρια της αντίδρασης της Δύσης. Πλέον οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα αναδιπλωθούν άμεσα, δυνάμεις θα παραμείνουν στην Λευκορωσία για ένα διάστημα ακόμη και ως προς τα ζητήματα εξοπλισμών η συζήτηση για συνεννόηση θα γίνεται παράλληλα με την ανάπτυξή τους.
Η Ρωσία προεξοφλεί ότι ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει
Κυρίως όμως με την κίνηση αυτή η Ρωσία θεωρεί ότι πλέον έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή και έκλεισε ο κύκλος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.
Η συζήτηση για τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας και για τα ερωτήματα που αφορούν τη διαχείριση των διαιρέσεων του κόσμου θα γίνεται και στη βάση υλικών, απτών συσχετισμών δύναμης στις κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές, συσχετισμών που όταν χρειάζεται θα κατοχυρώνονται και ένοπλα.
Η όποια συνεννόηση στην Ευρώπη – και στον κόσμο ευρύτερα – θα πρέπει να περάσει μέσα από μια φάση διαίρεσης και αντιπαράθεσης.
Η Ευρώπη πιέζεται
Σε αυτό το τοπίο πιο πιεσμένοι δείχνουν να είναι οι ευρωπαίοι που δοκίμασαν να δώσουν τη μάχη μιας διπλωματικής διεξόδου που περιλάμβανε και την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ. Όμως, η δική τους προσπάθεια ως ένα βαθμό ήρθε σε σύγκρουση με τον τρόπο που ιδίως οι ΗΠΑ δεν έδιναν μεγάλες διεξόδους στη διαπραγμάτευση για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ και τα ζητήματα συλλογικής ασφαλείας.
Η Ευρώπη θα πιεστεί γύρω από το θέμα των κυρώσεων, αν και αυτό θα εξαρτηθεί και από είδος των κυρώσεων που τελικά θα προκριθούν και κυρίως την κλίμακά τους. Κυρίως, όμως, θα πιεστεί γιατί θα είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το γήπεδο της αντιπαράθεσης.
Η πραγματικότητα της διαρκούς αντιπαράθεσης
Η ρωσική κίνηση δεν φέρνει απαραίτητα πιο κοντά τον πόλεμο, άλλωστε αυτός προϋπέθετε ότι η Ρωσία θα αποφάσιζε να επιτεθεί. Η Ουκρανία θα μπορούσε να δοκιμάσει να αμφισβητήσει ένοπλα την ανεξαρτητοποίηση, αλλά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο και βεβαίως είναι σαφές ότι η Ρωσία άμεσα ή έμμεσα θα κινηθεί για να το αποτρέψει, κάτι που το Κίεβο γνωρίζει.
Επιπλέον, εάν η ουκρανική αντίδραση γίνει επιθετική, τότε η Ρωσία θα μπορεί να υποστηρίζει ότι όντως υπερασπίζεται τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» απέναντι σε επίθεση.
Για τη Δύση θα ήταν δύσκολο να κινηθεί με όρους ανοιχτής υποστήριξης μιας ένοπλης προσπάθειας της Ουκρανίας, γιατί αυτό θα σήμαινε προοπτική σύγκρουσης με την ίδια τη Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι το μοτίβο θα είναι μάλλον των αυστηρών κυρώσεων.
Όμως, την ίδια στιγμή η κίνηση αυτή αποτυπώνει ότι μπαίνουμε πλέον σε μια φάση οξυμένης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε γεωπολιτικά μπλοκ, που εκ των πραγμάτων εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους συνολικής ανάφλεξης, εκτός και εάν κυριαρχήσει μια σύγχρονη εκδοχή «ειρηνικής συνύπαρξης».
*πρώτη δημοσίευση: www.in.gr