Οι προσπάθειες της Τουρκίας να αποκαταστήσει τις οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με γειτονικές χώρες δεν θα είναι αρκετές για να επιλυθούν τα μακροοικονομικά προβλήματα που προκαλεί η ασκούμενη πολιτική στο εσωτερικό.
Στις 14 Φεβρουαρίου, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν επισκέφτηκε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε μια ξεχωριστή εκδήλωση σχεδιασμένη για να σηματοδοτήσει τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μετά από χρόνια άτυπων μποϊκοτάζ προϊόντων, ρητορικών απειλών και επιχειρήσεων δι’ αντιπροσώπων στη Λιβύη, τη Σομαλία και την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, η Άγκυρα και το Άμπου Ντάμπι δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν στην έρευνα, την άμυνα και την οικονομία. Λίγες ημέρες αργότερα, καταγράφηκε μεγάλη συμμετοχή επενδυτών από τα Η.Α.Ε σε έκδοση τουρκικού ομολόγου 3 δισ. δολαρίων.
O πληθωρισμός στην Τουρκία σκαρφάλωσε σε υψηλό 20 ετών κοντά στο 50% τον Ιανουάριο. Για να ενισχύσει το νόμισμα της χώρας, η τουρκική κυβέρνηση έχει βασιστεί στα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία βρέθηκαν σε αρνητικό επίπεδο τον Δεκέμβριο του 2021 μετά τις ακριβές παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας για να στηρίξει την τουρκική λίρα.
Τον Ιανουάριο, τα Η.Α.Ε συμφώνησαν σε μια διμερή νομισματική ανταλλαγή 4,74 δισ. δολαρίων με την Τουρκία για να παράσχουν στήριξη στη λίρα. Επιπρόσθετα, η πρόσφατη επίσκεψη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συνοδεύτηκε από μια δέσμευση ως και 10 δισ. δολαρίων στην τουρκική οικονομία.
Oι σχέσεις Η.Α.Ε.-Τουρκίας επιδεινώθηκαν μετά την Αραβική Άνοιξη το 2011 που τους έφερε σε αντίπαλα στρατόπεδα σε μια σειρά επαναστάσεων στις αραβικές χώρες, με την Τουρκία να στηρίζει την άνοδο των Αδελφών Μουσουλμάνων στην εξουσία στην Αίγυπτο και την Τυνησία ενώ τα Εμιράτα επιχείρησαν να αποτρέψουν την εξάπλωση του πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή. Έκτοτε, ωστόσο, οι ισορροπίες έχουν αλλάξει, με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους να πέφτουν από την εξουσία το 2013 και το άλλοτε κυρίαρχο ισλαμιστικό κόμμα Εναχάντα στην Τυνησία έχει κατασταλεί από τον ολοένα και πιο ισχυρό ηγέτη της χώρας. Η Τουρκία προσέφερε επίσης στήριξη στο Κατάρ, τον γείτονα και αντίπαλο των Η.Α.Ε., κατά τη διάρκεια του εμπάργκο του 2017-2021.
Η επόμενη πιθανή κίνηση της Τουρκίας θα είναι να βελτιώσει τις σχέσεις της με έναν άλλο πρώην αντίπαλο, τη Σαουδική Αραβία, για να εξασφαλίσει επενδυτικές και αμυντικές συμφωνίες. Όπως τα Η.Α.Ε., η Σαουδική Αραβία συμμετείχε επίσης σε μποϊκοτάζ προϊόντων και ήρθε σε σύγκρουση με την Τουρκία για την υποστήριξη που πρόσφερε η τελευταία στο Κατάρ και σε ισλαμιστικά πολιτικά κόμματα. Αλλά τώρα που αυτοί οι κύριοι παράγοντες σύγκρουσης δεν υφίστανται πια, το Ριάντ ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για παραγωγικές επενδύσεις στο εξωτερικό ως μέρος της στρατηγικής να μειώσει την εξάρτηση της οικονομίας του από το πετρέλαιο.
Σε σύγκριση με τα Η.Α.Ε. η προσπάθεια της Τουρκίας να προσεγγίσει τη Σαουδική Αραβία μπορεί να χρειαστεί περισσότερο χρόνο λόγω των διπλωματικών επιπλοκών από τον ρόλο της Τουρκίας στη δημοσιοποίηση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι με εντολή της Σαουδικής Αραβίας το 2018. Αλλά αυτό είναι απίθανο να αποτρέψει πλήρως το Ριάντ από το να επιδιώξει ενίσχυση των οικονομικών δεσμών με την Άγκυρα.
Η Σαουδική Αραβία έχει αρχίσει να συμμετέχει στην παραγωγή αναγνωριστικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών τουρκικής σχεδίασης και η Τουρκία πιστεύει ότι η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να είναι μια αναπτυσσόμενη αγορά για άλλα τουρκικά μαχητικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα οποία, σε αντίθεση με τα αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, θα έχουν λιγότερους περιορισμούς στην τελική χρήση τους, όπως η δυνατότητα ανάπτυξής τους στην Υεμένη. Για τη Σαουδική Αραβία, η αγορά μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την Τουρκία είναι επίσης λιγότερο πιθανό να ανησυχήσει τις ΗΠΑ από ό,τι η αγορά μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την Κίνα, καθώς η Ουάσιγκτον βλέπει τους κινεζικούς αμυντικούς δεσμούς στον Περσικό Κόλπο ως απειλή για τα δικά της στρατιωτικά συμφέροντα.
Παρά τα οφέλη που θα αποφέρουν αυτές οι συμφωνίες, τα μεγαλύτερα οικονομικά δεινά της Τουρκίας - συμπεριλαμβανομένης της κακοδιαχείρισης της κεντρικής τράπεζας, της δυσπιστίας των επενδυτών, των επιπτώσεων της πανδημίας, του πληθωρισμού και του χρέους του ιδιωτικού τομέα - μπορούν να λυθούν μόνο μέσω αλλαγών στην εσωτερική πολιτική.
Ένα από τα κύρια προβλήματα της Τουρκίας είναι η πολιτικοποίηση της οικονομικής στρατηγικής της χώρας από τον ηγέτη της. Ο Ερντογάν απέλυσε διαδοχικούς διοικητές της κεντρικής τράπεζας για να διασφαλίσει ότι η τράπεζα θα τηρήσει την ανορθόδοξη πεποίθησή του ότι τα υψηλά επιτόκια είναι αντι-ισλαμικά και προκαλούν πληθωρισμό. Και υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι σχεδιάζει να αντιστρέψει αυτή τη στάση σύντομα, υποσχόμενος στις 18 Φεβρουαρίου να συνεχίσει τον αγώνα του ενάντια στις αυξήσεις επιτοκίων.
Η Τουρκία χρειάζεται επίσης να ενισχύσει τον τουρισμό για να συμβάλλει στην ανάκτηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και στη βελτίωση των προοπτικών απασχόλησης, αλλά παραμένει ασαφές πόσοι τουρίστες, ιδιαίτερα από την Ευρώπη, θα επισκεφθούν τη χώρα αυτό το καλοκαίρι. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα της Τουρκίας, εν τω μεταξύ, γίνεται όλο και πιο ακριβό στην εξυπηρέτησή του. Λιγότερο από το 20% των 169,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εξωτερικό χρέος που συγκέντρωσε η χώρα το 2021 αποτιμάται σε λίρες, με το μεγαλύτερο μέρος να αποτιμάται σε ευρώ και δολάρια – καθιστώντας τις αποπληρωμές πιο δαπανηρές καθώς η αξία της λίρας μειώνεται έναντι του δολαρίου.
Ο Ερντογάν έχει υποσχεθεί να διατηρήσει την ανορθόδοξη οικονομική του στρατηγική μέχρι τις επερχόμενες εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023, στοιχηματίζοντας ότι οι θρησκευόμενοι Τούρκοι ψηφοφόροι θα ανταμείψουν τις πολιτικές του με υψηλή προσέλευση ενώ οι παγκόσμιες μακροοικονομικές συνθήκες θα μεταβληθούν τελικά προς όφελος της Τουρκίας.
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr