του Μελέτη Ρεντούμη*
Είναι γεγονός ότι την κρίση της πανδημίας, που ήταν και παραμένει σε κάποιο βαθμό ως κρίση διαταραχής της προσφοράς και της εφοδιαστικής αλυσίδας, έχει διαδεχθεί η ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, που είναι μία κρίση πληθωρισμού, που οφείλεται κυρίως στο αυξημένο κόστος παραγωγής και τον εισαγόμενο πληθωρισμό για χώρες που δεν είναι παραγωγοί ενέργειας όπως η Ελλάδα.
Η χώρα μας δυστυχώς, έχοντας ήδη ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ, βρίσκεται αντιμέτωπη με δύσκολες δημοσιονομικές καταστάσεις, καθώς ακόμη και αν έχει επέλθει μεσοπρόθεσμα η βιωσιμότητα του χρέους μέσω της ωρίμανσης των ομολόγων αλλά και της πρόωρης αποπληρωμής υποχρεώσεων με υψηλότερα επιτόκια από τα πρώτα μνημόνια, το πρόβλημα παραμένει και δημιουργεί πίεση στην κυβέρνηση όσον αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες που πρέπει να τηρηθούν, μέσω του συμφώνου σταθερότητας.
Η ΕΕ και το Eurogroup, ήδη εξετάζουν μία σειρά από μέτρα για να μπορέσουν κυρίως οι χώρες του νότου που είναι υπερχρεωμένες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους τα επόμενα έτη και ταυτόχρονα, να είναι σε θέση να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς και ευάλωτους πληθυσμούς που χρήζουν άμεσης ενίσχυσης μέσω ειδικής κοινωνικής πολιτικής.
Η ρήτρα διαφυγής (waiver) που έχει ήδη συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ για το 2022 σίγουρα είναι ένα θετικό μέτρο όσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, όμως σίγουρα δεν αρκεί, καθώς η ενεργειακή κρίση δεν θα υποχωρήσει εύκολα ακόμη και το 2023, με αποτέλεσμα οι δημοσιονομικοί κανόνες να πιέσουν εκ νέου του κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών μελών και κυρίως χωρών όπως η Ελλάδα.
Είναι λοιπόν απολύτως απαραίτητο να ληφθούν πρόσθετα μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως μία συντονισμένη κίνηση για την φορολογία καυσίμων και τον ΦΠΑ, με στόχο να ανακουφιστούν τόσο οι επιχειρήσεις που παράγουν, όσο και τα νοικοκυριά που καταναλώνουν καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια σε κάθε μορφή της καθημερινής δραστηριότητας.
Επίσης, η σύσταση ενός ευρωπαϊκού ταμείου που ακόμη συζητείται για την ενίσχυση των αναγκών ενέργειας των κρατών μελών μέσα από κοινές αγορές φυσικού αερίου σε πρώτη φάση, με την χρήση ενός εργαλείου όπως το ευρωομόλογο, αποτελεί σαφώς μία ενισχυμένη αντίδραση της ΕΕ σε αυτό το σημαντικό πρόβλημα.
Πιο συγκεκριμένα, οι αγορές ενέργειας θα μπορούσαν να λειτουργούν με την εγγύηση ενός θεσμού όπως για παράδειγμα ο ενιαίος μηχανισμός στήριξης (ESM), που μπορεί όχι μόνο να δώσει λύση έστω και βραχυπρόθεσμα στο πρόβλημα της απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο, αλλά και να αποτελέσει ένα κοινό πυλώνα αντιμετώπισης κρίσεων εντός της ΕΕ, για τις επόμενες δεκαετίες, μέσα από συγκεκριμένους θεσμούς και διαδικασίες που θα διασφαλίζουν την ενεργειακή επάρκεια της Ένωσης αλλά και την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας μέσα από μηχανισμούς ελέγχου, που προστατεύουν τον τελικό καταναλωτή και τον υγιή ανταγωνισμό σε κάθε κράτος μέλος.
*οικονομολόγος τραπεζικός
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr