του Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη*
Μετασχηματισμός μεθόδων παραγωγής, καινοτόμες διαδικασίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα…
Αντιμέτωπες με την επιδημία του κορονοϊού, χώρες σε όλο τον κόσμο διέρχονται μια άνευ προηγουμένου κρίση. Αλλά είναι οι φτωχές χώρες που πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα. Εκτός, από το ότι αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς κλιματικές καταστροφές, πνίγονται στο χρέος, απειλώντας περαιτέρω την ισορροπία της παγκόσμιας οικονομίας. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν δημιουργήσει μια ομάδα εργασίας για να σκεφτούν συγκεκριμένες διεξόδους.
Ακόμη, σύμφωνα με τους New York Times, «περισσότερες από δώδεκα χώρες βρίσκονται τώρα στο σταυροδρόμι δύο αυξανόμενων κρίσεων: της κλιματικής αλλαγής και του χρέους». Ένα χρέος που συνεχίζει να αυξάνεται και του οποίου οι υποχρεώσεις εμποδίζουν τις ζωτικές ανάγκες του πληθυσμού αυτών των χωρών, για να μην αναφερθούν οι απαραίτητες επενδύσεις για την προστασία τους από φυσικές καταστροφές, όπως εκτιμούν τα αμερικανικά ΜΜΕ. Όπως εξηγούν ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα, το χρέος σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αντιπροσωπεύει ένα συστημικό κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν κύκλο μειωμένων εσόδων και αυξημένων δαπανών και να επιδεινώσει την ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή. Σε εξέλιξη βρίσκονται συζητήσεις μεταξύ των δύο ιδρυμάτων, των χωρών-οφειλετών και των πιστωτών για την εφαρμογή νέων χρηματοοικονομικών συμφωνιών για μια πράσινη οικονομική ανάκαμψη των χωρών αυτών. Ο στόχος είναι επομένως να παρουσιαστούν συγκεκριμένες προτάσεις, με διεθνείς συνομιλίες για το κλίμα, για να επιτευχθεί συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους από τις πλουσιότερες χώρες, ιδίως την Κίνα, που είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής στον κόσμο.
Για την τιμή της κλιματικής αλλαγής είχαμε αναφερθεί σε πρόσφατο άρθρο μας (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, Μ. Εσκαντάρ, η τιμή της κλιματικής αλλαγής, Πολυτεχνείο Κρήτης , 17.02.2022).
Διευθέτηση των δύο προκλήσεων
Η οικονομική κρίση και τα διαδοχικά επεισόδια καραντίνας έχουν στραγγίσει τους δημόσιους λογαριασμούς και οι δείκτες δημόσιου χρέους φτάνουν σε πρωτοφανή επίπεδα. Η δεύτερη πρόκληση είναι η κλιματική. Δεν είναι λιγότερο επείγουσα από την πρώτη. Για να αφήσουμε ένα βιώσιμο και ζωντανό πλανήτη για τα παιδιά μας, θα μπορούσαμε επίσης να αποφασίσουμε να επιταχύνουμε τις προσπάθειες μας για τη μείωση των εκπομπών CO2. Για ένα δεδομένο προϋπολογισμό άνθρακα που είναι συμβατός με το στόχο θέρμανσης στους 2 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα, η μείωση των εκπομπών CO2 κατά ένα τόνο σήμερα, σημαίνει αποφυγή της προσπάθειας μείωσης αυτού του ίδιου τόνου το 2050. Αλλά πώς να διευθετηθούν αυτές οι δύο προκλήσεις μεταξύ τους; Πρέπει να αφήσουμε το χρέος να ξεφύγει επενδύοντας στη μείωση των εκπομπών CO2 ή να επικεντρωθούμε στη μείωση του δημόσιου χρέους; Τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται στα υπουργεία υποδηλώνουν ότι η επένδυση για το κλίμα καθιστά δυνατή την αποφυγή μεγαλύτερων μελλοντικών δαπανών για την ίδια ποσότητα CO2, την οποία θέλει να εξαλείψει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, 1 ευρώ προσπάθειας μείωσης που θα δαπανηθεί σήμερα, εξοικονομεί 9 ευρώ από το κόστος μείωσης του 2050. Το ίδιο ευρώ που δαπανήθηκε για τη μείωση του χρέους παρέχει πρόσθετη αγοραστική δύναμη το 2050 ύψους 1,33 ευρώ. Πρέπει, συνεπώς, να επενδύσουμε μαζικά στην απεξάρτηση από τον άνθρακα της οικονομίας μας. Όχι αύριο, όχι μεθαύριο, αλλά σήμερα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να αφήσουμε το χρέος να ξεφύγει, αν είναι για αυτόν τον ευγενή σκοπό της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, από πνευματική άποψη, αυτός ο συλλογισμός της διευθέτησης μεταξύ δύο στρατηγικών για τη βελτίωση του μέλλοντος της ανθρωπότητας δεν είναι ειλικρινής. Στην πραγματικότητα, το πραγματικό κόστος της πλήρους απαλλαγής από τον άνθρακα της οικονομίας μας το 2050 είναι εξαιρετικά αβέβαιο. Για παράδειγμα, ποιο είναι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας εντελώς χωρίς άνθρακα το 2050, σε μια οικονομία που όλοι οι τομείς θα έχουν ηλεκτροδοτηθεί; Κάποιοι πιστεύουν ότι η κιλοβατώρα δεν θα είναι ακριβότερη από σήμερα. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι η πλήρης απαλλαγή από τον άνθρακα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι είτε τεχνικά αδύνατη είτε πολύ πιο δαπανηρή, επειδή δεν θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε τις τεχνολογικές καινοτομίες που είναι απαραίτητες στον τομέα της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για τη διαχείριση της ασυνεχούς παραγωγής ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Θα ήταν παράλογο να αναφέρουμε ότι μια θαυματουργή τεχνολογία απανθρακοποίησης αργά ή γρήγορα θα έρθει να μας σώσει. Πρέπει να εμπλακούμε άμεσα και δυναμικά στην ενεργειακή μετάβαση. Ο καλύτερος τρόπος για να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι να ορίσουμε μια τιμή άνθρακα που είναι υψηλότερη από αυτή που επικρατεί σήμερα. Ενώ ο τόνος CO2 διαπραγματεύεται επί του παρόντος στα 80 ευρώ στην ευρωπαϊκή αγορά άνθρακα, μια τιμή 160 ευρώ ανά τόνο CO2 τώρα, που αυξάνεται εκθετικά για να φτάσει περίπου τα 500 ευρώ το 2050, θα είναι μια αξία που πρέπει να προταθεί.
Αυτά τα στοιχεία δίνουν μια ιδέα για τις σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι χώρες της Ευρώπης προκειμένου να ανταποκριθούν στις κλιματικές τους φιλοδοξίες.
Συμπερασματικά, το να συνειδητοποιήσουμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια βιομηχανική επανάσταση, η τέταρτη, έχει μια τεράστια αρετή: αυτή να αλλάξουμε την άποψή μας για το τι θα είναι το έργο τουλάχιστον μιας γενιάς.
Μια άλλη πτυχή του ίδιου προβλήματος, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, είναι η ευπάθεια ή η ανθεκτικότητα μιας χώρας στην κλιματική αλλαγή. Αυτή μπορεί να έχει άμεση επίδραση στην πιστοληπτική της ικανότητα, στο κόστος δανεισμού και τελικά στην πιθανότητα να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι γνωστές εδώ και χρόνια, αλλά ελάχιστη έρευνα έχει γίνει σχετικά με το πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τον κρατικό κίνδυνο. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης παρέχουν στοιχεία σχετικά με τη σχέση μεταξύ κλιματικής αλλαγής και της βαθμολογίας της πίστωσης που αποδίδεται στα κράτη. Βασίζονται σε παρόμοια ανάλυση η οποία, για πρώτη φορά, καθιερώνει μια σύνδεση μεταξύ της ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή και του κίνδυνου αποτυχίας του κράτους. Μεγαλύτερη ανάλυση του θέματος αυτού μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο των: Κ. Ζοπουνίδη, Μ. Εσκαντάρ, κοινωνικά υπεύθυνη επένδυση, μέθοδοι και κριτήρια ESG, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2022.
*Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή, Ακαδημία των Διδακτόρων, Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France