των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα «Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες» από τη διαΝΕΟσις για το έτος 2022, το 57,9% του πληθυσμού δηλώνει ότι θα μετανάστευε στο εξωτερικό αν έβρισκε εργασία με καλύτερη αμοιβή και καλύτερες συνθήκες. Η τάση λοιπόν που θέλει το ενεργό εργατικό δυναμικό της Ελλάδας να αναζητά καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες εκτός συνόρων, μία τάση η οποία αναδείχθηκε και εκτοξεύτηκε από τις αρχές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, επιμένει σταθερά σήμερα.
Το φαινόμενο δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Εργαζόμενοι από πολλές χώρες του Ευρωπαϊκού νότου (Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος) και της Ανατολικής Ευρώπης (Ρουμανία, Πολωνία) μεταναστεύουν προς χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης στοχεύοντας σε καλύτερη εργασιακή αποκατάσταση. Αναδεικνύεται κατά αυτό τον τρόπο η απόκλιση Κέντρου και Περιφέρειας την προηγούμενη δεκαετία στην Ευρωπαϊκή ήπειρο με κράτη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης να χρειάζονται και να δύνανται να απορροφήσουν εργαζόμενους σε αντίθεση με χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης οι οποίες δυσκολεύονται να αποκαταστήσουν το εγχώριο δυναμικό.
Η φυγή του ανθρώπινου κεφαλαίου σε πρώτη φάση αποτελεί τεράστιο πλήγμα για την οικονομία. Αν σκεφτεί κανείς πως κάθε χρόνο εξετάζονται στις πανελλαδικές εξετάσεις περίπου 70.000 υποψήφιοι, η Ελλάδα συστηματικά από το 2013 χάνει ετησίως αριθμό ατόμων ίσο κι ακόμα μεγαλύτερο (βλ. γράφημα), τα οποία θα έπρεπε να μπορούσαν να απορροφηθούν στην εγχώρια αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, η απώλεια ενεργού εργατικού δυναμικού προκαλεί σοβαρές δυσλειτουργίες στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Το κράτος επενδύει στη νέα γενιά προσφέροντας δωρεάν εκπαίδευση (δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια), δωρεάν περίθαλψη κοκ. Η απόδοση αυτή της επένδυσης μετατοπίζεται στο μέλλον – μέσω φορολογίας όταν οι νέοι αρχίζουν να εργάζονται. Τα φορολογικά έσοδα αυτά είναι κρίσιμης σημασίας τόσο για το ασφαλιστικό σύστημα, αφού χρηματοδοτούν τις συντάξεις προς το ηλικιωμένο μέρος του πληθυσμού, όσο και για τις ευρύτερες δημόσιες δαπάνες. Με τη φυγή λοιπόν ανθρωπίνου δυναμικού, η Ελλάδα έχει επωμιστεί το κόστος μιας επένδυσης, ενώ η απόδοση της κατευθύνεται προς άλλα κράτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου κατά τον οποίο χώρες οι οποίες αποκλίνουν από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο χάνουν ανθρώπινο δυναμικό και ταυτόχρονα πόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη και να αναστείλουν το φαινόμενο.
Η κινητικότητα εργαζομένων όμως μπορεί να αποδειχθεί ευκαιρία για τη χώρα. Οι ίδιοι εργαζόμενοι μπορούν να λειτουργήσουν ως δίαυλος μεταφοράς εργασιακής εμπειρίας και βέλτιστων πρακτικών από τις χώρες υποδοχής προς τις χώρες προέλευσης. Αυτό αποφέρει πολύτιμη προστιθέμενη αξία σε μία οικονομία υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτοί οι εργαζόμενοι θα επιστρέψουν. Αυτό πρέπει να αποτελέσει κύριο μέλημα της πολιτικής περιορισμού φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου, η δημιουργία των συνθηκών αυτών οι οποίες θα καταστήσουν την ελληνική αγορά εργασίας θελκτική για το εργατικό δυναμικό.
Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο, το ζήτημα άλλωστε βρίσκεται στο δημόσιο διάλογο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, ωστόσο σήμερα καθίσταται επιτακτική η ανάγκη περιορισμού του φαινομένου. Η δημογραφική τάση θέλει την Ελλάδα υψηλά ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες, όσον αφορά το ποσοστό ηλικιωμένου πληθυσμού, επομένως η απώλεια δυναμικού και ειδικότερα νεαρής ηλικίας είναι μία πολυτέλεια που δεν διαθέτουμε.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr