του Ραφαήλ Μωυσή*
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει την Ε.Ε. στη συγκρότηση σχεδίου εκτάκτου ανάγκης, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η επιτάχυνση των μέτρων τα οποία αποτελούσαν τον κορμό του ήδη υφιστάμενου προγράμματος. Το σχέδιο καλεί για ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ και για μέτρα που θα προωθήσουν μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση στο επίπεδο κατοικιών, επαγγελματικών κτιρίων και της βιομηχανίας, για ταχύτερη ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών στις στέγες, για αντλίες θερμότητας και άλλα μέτρα παρεμφερή που θα βοηθήσουν τις ευρωπαϊκές οικογένειες να μειώσουν την εξάρτησή τους από το φυσικό αέριο καθώς και τους λογαριασμούς ενέργειας.
Σε αντίθεση με την παραπάνω προσέγγιση, ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι ο περιορισμός των εισαγωγών από τη Ρωσία και οι αυξημένες τιμές των υδρογονανθράκων αλλάζουν τα στρατηγικά δεδομένα και δημιουργούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες στον χώρο των συμβατικών καυσίμων.
Είναι όμως γνωστό στους ασχολούμενους με τα ενεργειακά ότι ενώ χρονικός ορίζοντας στον οικογενειακό προγραμματισμό είναι το «δος ημίν σήμερον» και στις επιχειρήσεις ο ετήσιος προϋπολογισμός, στον ενεργειακό προγραμματισμό η ελάχιστη μονάδα χρόνου είναι η δεκαετία. Τόσος περίπου είναι ο χρόνος που πρέπει να μεσολαβήσει ανάμεσα στη σύλληψη ενός επενδυτικού σχεδίου και στη θέση του αντίστοιχου έργου σε λειτουργία, ενώ σε δεκαετίες μετριέται ο χρόνος που απαιτείται για την απόσβεση των σημαντικών κεφαλαίων τα οποία πρέπει να δαπανηθούν. Στο πλαίσιο της παραπάνω αρχής, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιβάλλει μεν τη λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των ενεργειακών επιπτώσεων της σύγκρουσης με τη Ρωσία, αλλά αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποτελέσουν λόγο ριζικής αλλαγής της μακροχρόνιας ενεργειακής στρατηγικής. Ειδικότερα, τα όποια σχέδια για απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα δεν πρέπει να οδηγήσουν σε κατάργηση ή έστω αναστολή του κυρίαρχου μακροχρόνιου στόχου που είναι η απεξάρτηση από ρυπογόνα καύσιμα, οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευσή τους. Ανάμεσα στα καύσιμα που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου περιλαμβάνεται –ίσως τελευταίο στη σειρά, αλλά χωρίς να εξαιρείται– και το φυσικό αέριο.
Η κλιματική αλλαγή δυστυχώς δεν αστειεύεται. Η Αρκτική και η Ανταρκτική βρίσκονται σε αντίθετες εποχές, αλλά βιώνουν και οι δύο έναν «αδιανόητο» καύσωνα. Την περασμένη εβδομάδα έσπασαν τα ρεκόρ σε διάφορα μέρη της Ανταρκτικής, με θερμοκρασίες άνω των 40? C, θερμότερες από τον μέσο όρο, ενώ σε ορισμένες περιοχές της Αρκτικής οι θερμοκρασίες ήταν 30? C υψηλότερες από το κανονικό. Την ίδια εβδομάδα, ένα παγόβουνο σχεδόν ίσο σε έκταση με τον Νομό Αττικής κατέρρευσε στην Ανατολική Ανταρκτική, σε μια περιοχή που θεωρείτο από καιρό σταθερή και δεν είχε μέχρι τώρα πληγεί από την κλιματική αλλαγή. Είναι λοιπόν απαράδεκτη κάθε σκέψη για «καθυστέρηση» των προγραμμάτων απανθρακοποίησης και για «αξιοποίηση των ευκαιριών» που δημιουργούν οι υψηλές τιμές των υδρογονανθράκων.
Είναι ασφαλώς βέβαιο ότι αν είχαν ήδη αξιοποιηθεί τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, αν είχαμε βρει αέριο νοτιοδυτικά της Κρήτης και αν υπήρχε ήδη ο αγωγός EastMed, η Ευρώπη δεν θα αντιμετώπιζε σήμερα το πρόβλημα ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία. Αυτό όμως δεν αποτελεί λόγο για αναθεώρηση της προοπτικής αυτών των κοιτασμάτων και έργων την περίοδο 2030-2050. Γιατί μέχρι τότε είναι λογικό να εκτιμούμε ότι ο Πούτιν δεν θα είναι πια ηγέτης της χώρας του και ότι η Ρωσία, και ειδικά η Gazprom, θα έχει γίνει πάλι ένας αξιόπιστος προμηθευτής φυσικού αερίου όπως υπήρξε στο παρελθόν επί δεκαετίες. Τότε μάλιστα η ζήτηση για φυσικό αέριο θα βαίνει μειούμενη με τάση τελικού μηδενισμού λόγω κυριαρχίας των ΑΠΕ με συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρισμού που θα έχουν στο μεταξύ αναπτυχθεί.
Προσωπικά υπήρξα αρνητικός για τον αγωγό EastMed πολύ πριν από το αμερικανικό non paper, με το σκεπτικό ότι είναι αβέβαιο το μέλλον της αγοράς φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη για όλη την περίοδο που είναι απαραίτητη προκειμένου να αποσβεσθούν τα μεγάλα ποσά που θα διατεθούν για την κατασκευή του. Και υπήρξα θετικός για τη διεξαγωγή ερευνών για την αναζήτηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου νοτιοδυτικά της Κρήτης, με το σκεπτικό ότι η τυχόν σε σύντομο χρόνο ανακάλυψη και αξιοποίηση κοιτασμάτων θα προσέφερε στη χώρα μας στοιχεία ενεργειακής αυτοδυναμίας που ούτε το αέριο εισαγόμενο από την Ανατολική Μεσόγειο ούτε η ηλιακή ενέργεια εισαγόμενη από την Αίγυπτο μπορούν να της προσφέρουν. Υποστήριξα, επίσης, την ανάπτυξη μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων στις χώρες όπου αυτοί είναι αποδεκτοί. Δεν έχω ασφαλώς το αλάθητο και οι παραπάνω τοποθετήσεις μου μπορεί να υπήρξαν λαθεμένες. Επιμένω όμως ότι όσο σωστές ή λαθεμένες ήταν πριν από δύο μήνες, άλλο τόσο σωστές ή λαθεμένες παραμένουν μετά την τωρινή βάρβαρη πολεμική σύγκρουση.
*υπήρξε πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής