του Νίκου Αναγνωστάτου
Κατά γενική παραδοχή, η Δημόσια Διοίκηση δυσλειτουργεί και οι διαμαρτυρίες των πολιτών έχουν καταλήξει στην αδιαφορία πλέον, μια και βλέπουν ότι δεν υπάρχει ελπίδα αλλαγής προς τα βελτίω, παρόλες τις κατ’ επανάληψη προσπάθειες, τόσο πολιτών όσο και κυβερνητικών στελεχών. Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και αφοπλιστική πολλές φορές. «Το λέει ο νόμος».
Ασφαλώς η αδιαφορία, στην καλύτερη περίπτωση, των υπαλλήλων, κυριαρχεί, διότι πολλές φορές ο δημόσιος υπάλληλος, αισθανόμενος παντοδύναμος, αφού κανείς δε μπορεί να το κουνήσει, αισθάνεται ότι είναι εξουσία και εκφράζει όλα τα «σαδιστικά» του αισθήματα. Υπάρχει η χαρακτηριστική φράση, ότι «αλλοίμονο στον πολίτη που βρίσκεται απέναντι ενός γραφείου δημόσιου υπαλλήλου». Δεν διστάζει να φερθεί ως απόλυτος δυνάστης. Υπάρχουν βέβαια πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι άριστοι που εξυπηρετούν με χαρά και συνέπεια τους πολίτες, μόνο που αυτοί, δυστυχώς, δεν είναι πολλοί.
Η λέξη και έννοια καθήκον, είναι είδος εν ανεπαρκεία και η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, έχει καθήκον να το αποκαταστήσει, έτσι ώστε ο κάθε πολίτης, να μην αναγκάζεται να προσφεύγει σε κάποιο πολιτικό συνήθως, για να διεκπεραιώσει καθημερινές εργασίες. Να χρειάζεται δηλαδή να ζητήσει «ρουσφέτι» για μια απλή διεκπεραιωτική διαδικασία στο δημόσιο.
Οι Υπουργοί οι ίδιοι, αδυνατούν να διορθώσουν την όλη κατάσταση, διότι πρώτον ο κάθε υπερβολικός και βασανιστικός υπάλληλος, έχει πάντα κάποια πλευρά του νόμου για να αιτιολογήσει την συμπεριφορά του, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και ο Υπουργός είναι πολιτικός. Ο προϊστάμενός του, αν κάποιος καταλήξει σε αυτόν, λέει τις ίδιες δικαιολογίες που είπε ο πρώτος υπάλληλος, οπότε διαρετάσει ποιος είναι ο ρόλος του ως προϊστάμενος. Καμιά φορά όμως, λύνει κάποιο πρόβλημα, αλλά και αυτός, πριν γίνει προϊστάμενος, ήταν υπάλληλος.
Συμπέρασμα, χρειάζονται δραστικά μέτρα, αυτό όμως που θα λειτουργήσει ως καταλύτης, είναι η άρση της μονιμότητος. Είναι ηλίου φαεινότερο, ότι οι λόγοι που καθιέρωσαν την μονιμότητα, ένα αιώνα πριν, έχουν παντελώς εκλείψει και επομένως είναι αδήριτη ανάγκη να διορθωθεί αυτή η τόσο αναχρονιστική, επί το ευγενέστερο, νομοθεσία.
Χρειάζονται κότσια και τόλμη, πέραν της αρετής, ενός αποφασισμένου πολιτικού, ενός Πρωθυπουργού επί το ακριβέστερο, για ένα τέτοιο καθοριστικό τόλμημα. Είναι πλέον ή βέβαιο ότι οι αντιδράσεις των «προοδευτικών» κυρίως, θα είναι πολύ μεγάλη και ασφαλώς συνεπικουρούμενη από τους ενδιαφερομένους δημόσιους υπαλλήλους.
Πριν μερικά χρόνια, επιχειρήθηκε η σταδιακή αλλαγή με τους νεοεισερχομένους υπαλλήλους, να μην είναι πλέον μόνιμοι, αλλά λόγω των ισχυρών αντιδράσεων, δεν προχώρησε. Μια τέτοια διαδικασία θα είναι πιο εύκολο να ξεπεραστεί, ιδιαιτέρως αν γίνει και κάποια προεργασία με ενημερωτικές εκπομπές και αναζήτηση της κοινής γνώμης, εκτός δημοσίων υπαλλήλων.
Νια άλλη διαδικασία η οποία είναι ελπιδοφόρα, ότι θα βελτιώσει την λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, είναι η εξής:
Ο κάθε Υπουργός, μια και όλοι οι Υπουργοί, προΐστανται κάποιας μορφής δημόσιας διοίκησης, να δώσουν ιεραρχικά συγκεκριμένη εντολή, ο υπάλληλος του «κισσέ», δηλαδή ο πρώτος υπάλληλος που έρχεται σε επαφή με το κοινό, να συλλέγει, είτε εκ ιδίας αντιλήψεως, είτε με προτροπή των πολιτών, τις όποιες λανθασμένες ή παρωχημένες διατάξεις των νόμων, οι οποίες, είτε είναι υπερβολικές, είτε λανθασμένες, άρα χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, και να τις διαβιβάζει ξανά ιεραρχικά, στον αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος να προβαίνει αμέσως στη νομοθετική διόρθωση. Έτσι θα εκλείψει η δικαιολογία ότι «έτσι λέει ο νόμος».
Με όλο τον σεβασμό, πιστεύω πως αν η πιο πάνω διαδικασία τηρηθεί με αυστηρότητα, με συνέπεια, ακόμη και με ευλάβεια ακόμη, μια έχουμε να κάνουμε με την εξυπηρέτηση των απλών πολιτών, τα αποτελέσματα θα είναι θεαματικά.
Τούτο, ως προπομπό του πλέον αποτελεσματικού μέτρου, που είναι η άρση της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων. Μεμνησόμεθαι:
«Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο.
Και όχι ο άνθρωπος για το κράτος.», Άλμπερτ Αϊνστάιν.