του Στράτου Στυλιανίδη*
Μια σειρά από γεγονότα και ορόσημα μας επισημαίνουν πολλά. Η πολιτική και οικονομική αναταραχή της τελευταίας δεκαετίας, η λιτότητα, η πανδημία και τώρα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μάς υπενθυμίζουν τη σημασία της ανθεκτικότητας μιας ισχυρής οικονομίας που στηρίζεται στην καινοτομία. Αλλά και η 4η βιομηχανική επανάσταση, η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών, καθώς και η θωράκισή τους σε περιόδους κρίσης, όπως αυτές που διανύουν η Ευρώπη και η χώρα μας, υποδεικνύουν τον δρόμο της διαρκούς αναζήτησης της καινοτομίας και της δημιουργίας αξίας. Τόσο για τα πανεπιστήμια όσο και για τα ερευνητικά κέντρα, για τις επιχειρήσεις, αλλά και για το ίδιο το κράτος.
Η σύζευξη της έρευνας με τη βιομηχανία και την παραγωγική διαδικασία οδηγεί τις ερευνήτριες και τους ερευνητές στη δημιουργία νέας επιστημονικής γνώσης. Η γνώση αυτή, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο προϊόν ή μια νέα υπηρεσία προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας. Ο αστείρευτος και συναρπαστικός κύκλος της καινοτομίας τροφοδοτεί αλλά και τροφοδοτείται από τη δημιουργικότητα και την ευρηματικότητα των ανθρώπων. Εδώ πρέπει να επενδύσουμε. Στους ανθρώπους και στις ιδέες τους. Εξάλλου, η διαρκής αναζήτηση είναι αυτή που κρατά τον ερευνητή ενεργό και δραστήριο, ικανό να επινοήσει νέα γνώση.
Η καινοτομία πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος μιας εθνικής οικονομίας που κοιτάζει προς τα έξω. Που αφουγκράζεται τις διεθνείς εξελίξεις για να μπορεί να αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις του διεθνοποιημένου περιβάλλοντος. Που αξιοποιεί την επιστήμη, την τεχνολογία και την επιχειρηματικότητα για να γίνει η χώρα μια ουσιαστική δύναμη στην έρευνα και ανάπτυξη, την εφαρμογή, τη χρηματοδότηση και την εξαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών που μπορούν να εξοπλίσουν κατάλληλα την κοινωνία ώστε να αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες παγκόσμιες προκλήσεις. Αν ρίξουμε μια ματιά στα στατιστικά και στους χάρτες, οι χώρες που πρωτοπορούν στον τομέα της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας είναι αυτές που πρωταγωνιστούν και στο διεθνές οικονομικό στερέωμα. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται η αρμονική συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εκπαίδευσης και έρευνας, επιχειρηματικότητας και αγοράς εργασίας. Αυτές οι συνθήκες είναι που δημιουργούν ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που μπορεί να καθοδηγεί την οικονομία και την κοινωνία της γνώσης.
Ο θεσμός των βιομηχανικών διδακτορικών που πρόσφατα εισήχθη με τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι αυτό γιατί αναδεικνύει τον ρόλο της έρευνας αλλά και τον ρόλο που πρέπει να έχει το ερευνητικό ανθρώπινο δυναμικό στην παραγωγική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, η έρευνα και η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής, εξ ορισμού, στοχεύουν στην παραγωγή νέας πρωτότυπης γνώσης που όχι μόνο προάγει την επιστήμη, αλλά πρακτικά μπορεί να επιλύει και ένα πραγματικό πρόβλημα που απασχολεί, την κοινωνία, την οικονομία ή τη βιομηχανία. Η ερευνητική δημιουργικότητα προϋποθέτει σύνδεση με το παραγωγικό σύστημα για να δοκιμάζεται στην πράξη, να αντλεί ιδέες και να αυξάνει τους διαθέσιμους πόρους για περαιτέρω ανάπτυξη. Η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίου και βιομηχανίας μπορεί να δώσει στους υποψήφιους διδάκτορες πρόσβαση σε νέες γνώσεις και ερεθίσματα παραγωγής καινοτομίας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, με εξαιρετικό ανθρώπινο κεφάλαιο και χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τα βιομηχανικά διδακτορικά είναι μια συνθήκη που πρέπει να υποστηριχθεί. Κι αυτό όχι μόνο γιατί μπορεί να δώσει διέξοδο σε πολλά νέα παιδιά που εκπονούν τη διδακτορική διατριβή τους ανοίγοντάς τους δρόμους επαγγελματικής ανέλιξης στην επιστήμη τους, αλλά γιατί μπορεί να συνδράμει ουσιαστικά στη μεγέθυνση της εθνικής οικονομίας. Μπορεί να κινητοποιήσει τη βιομηχανία να αναζητήσει το δικό της αύριο.
Ως πανεπιστήμια, οφείλουμε να προωθήσουμε και να υποστηρίξουμε με τον καλύτερο τρόπο τον νέο θεσμό των βιομηχανικών διδακτορικών στα ιδρύματά μας: α) αναπτύσσοντας μηχανισμούς διασύνδεσης και επικοινωνίας μεταξύ της ερευνητικής κοινότητας και της αγοράς για την ανάπτυξη καινοτόμων ιδεών με την υποστήριξη και των εθνικών επαγγελματικών φορέων, β) καθορίζοντας αξιοκρατικά κριτήρια και διαδικασία επιλογής προτάσεων συνεργασίας υποψήφιων διδακτόρων με τη βιομηχανία και γ) θεσπίζοντας λειτουργικές και σύγχρονες διαδικασίες με οδηγό το νέο νομοθετικό πλαίσιο, που δεν καθυστερούν την υλοποίηση των διδακτορικών διατριβών με αμφίδρομες απώλειες για τους ερευνητές και τις επιχειρήσεις – για την ίδια την οικονομία.
Πρέπει να συμφωνήσουμε σε μια μετάβαση από μια οικονομία υπηρεσιών εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μια οικονομία καινοτομίας, ικανή να βάλει την παγκόσμιας κλάσης επιστήμη και καινοτομία της Ελλάδας στο επίκεντρο της οικονομικής και γεωπολιτικής στρατηγικής μετά την πανδημία. Για να επιτευχθεί αυτό θα απαιτηθεί μια μακροπρόθεσμη προσέγγιση, ένα σαφές 10ετές σχέδιο που περιλαμβάνει μεγάλες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο με τον οποίο το κράτος αντιμετωπίζει τη βιομηχανική στρατηγική και τον γεωπολιτικό οικονομικό ρόλο της χώρας σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία.
Η Ελλάδα πρέπει να έχει αυτοτελή στρατηγική για την έρευνα, σε σύμπλευση με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, αλλά με εστίαση στις ανάγκες της δικής της οικονομίας. Με γενναιόδωρες κρατικές δαπάνες, αλλά και με συστηματική επικέντρωση σε στοχευμένα ερευνητικά πεδία αιχμής. Με ενίσχυση της έρευνας στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, που διέπουν οριζόντια όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Και με σύμμαχο σε αυτή τη διατήρηση της σημαντικής ισορροπίας μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας το ίδιο το πανεπιστήμιο.
*Αντιπρύτανης Έρευνας και Διά Βίου Εκπαίδευσης ΑΠΘ
**πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr