των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Οι συνέπειες της απόκτησης παιδιών στην απασχόληση των γονέων δεν είναι ξεκάθαρες και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Οι γονείς ενδεχομένως να χρειαστεί να εργαστούν παραπάνω, ώστε να καλύψουν τα επιπρόσθετα έξοδα που ενέχει η ανατροφή παιδιών, γεγονός που θα οδηγούσε σε μία θετική συσχέτιση απόκτησης παιδιών και ποσοστού απασχόλησης. Αντίθετα, είναι επίσης πιθανό οι νέοι γονείς να αποφασίσουν να αφήσουν την εργασία τους, ώστε να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην ανατροφή των παιδιών, ενδεχόμενο που θα οδηγούσε σε μία αρνητική συσχέτιση μεταξύ παρουσίας παιδιών και απασχόλησης.
Από τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat διακρίνεται πως και οι δύο αυτές αντίθετες επιδράσεις εμφανίζονται στην αγορά εργασίας των γονέων, ωστόσο το ποια επικρατεί εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το φύλο. Έτσι το ποσοστό απασχόλησης των Ευρωπαίων γυναικών χωρίς παιδιά (77%) είναι κατά 5,6 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από των γυναικών με παιδιά (72,4%). Μόλις σε πέντε από τις 27 χώρες της ΕΕ παρατηρείται το αντίθετο. Οι γυναίκες αποκτώντας παιδιά απέχουν (τουλάχιστον προσωρινά) από την εργασία είτε επειδή το επιθυμούν, είτε επειδή αναγκάζονται από τις δυσκολίες συμφιλίωσης της εργασίας με την ανατροφή παιδιών. Το ακριβώς αντίθετο μοτίβο παρατηρείται στην αγορά εργασίας των ανδρών. Το ποσοστό απασχόλησης των Ευρωπαίων ανδρών που έχουν παιδιά (90%) είναι κατά 9,1 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από τους άνδρες χωρίς παιδιά (80,9%), κι αυτή η δυναμική εμφανίζεται σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ΕΕ. Η παρουσία λοιπόν των παιδιών δεν φαίνεται να στέκεται εμπόδιο στην απασχόληση των ανδρών, αντιθέτως φαίνεται να την ενισχύει.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά τους άνδρες με παιδιά, οι οποίοι απασχολούνται κατά 15,9 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τους άνδρες χωρίς παιδιά (89,6% έναντι 73,7% αντίστοιχα). Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στην εργασία των γυναικών με και χωρίς παιδιά, αφού παρουσιάζουν ίδιο ποσοστό απασχόλησης για το 2021 (61,3%), το οποίο βέβαια είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ, με μεγάλη απόσταση από το μέσο όρο και για τις δύο κατηγορίες. Θα ήταν λάθος όμως η εκτίμηση πως η παρουσία παιδιών δεν επηρεάζει τις δυνατότητες απασχόλησης των Ελληνίδων. Συγκριτικά με τους άνδρες με παιδιά, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών με παιδιά είναι κατά 28,3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο, ενώ για τις γυναίκες χωρίς παιδιά κατά 12,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ό,τι για τους άνδρες χωρίς παιδιά. Αυτό δείχνει ότι το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων είναι (α) πολύ μεγάλο και (β) επιβαρύνεται σημαντικά από την παρουσία παιδιών.
Η εντυπωσιακή διαφορά στο ποσοστό ανδρών-γυναικών εργαζομένων και ειδικότερα ανάμεσα στις μητέρες και τους πατέρες δεν αποτελεί έκπληξη. Το θεσμικό πλαίσιο αποθαρρύνει τη συμμετοχή των μητέρων στην αγορά εργασίας. Η έλλειψη χώρων φροντίδας και φύλαξης παιδιών και η χαμηλή συμμετοχή σε βρεφονηπιακούς σταθμούς καθιστούν αδύνατη την απασχόληση πολλών γυναικών. Εάν σε αυτά προστεθούν οι ελλείψεις του συστήματος γονικών αδειών, η απουσία αδειών πατρότητας, οι κοινωνικές συμβάσεις που θεωρούν τις γυναίκες ως αποκλειστικά υπεύθυνες της ανατροφής των παιδιών, και ο δισταγμός των εργοδοτών κατά την πρόσληψη γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία, γίνονται αντιληπτές οι αιτίες ενός τόσο μεγάλου χάσματος απασχόλησης ανάμεσα στις μητέρες και στους πατέρες.
Η χαμηλή απασχόληση των γυναικών, και ιδίως των μητέρων, δεν είναι πρόβλημα που αφορά τις ίδιες: αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην αναβάθμιση του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Αυτό φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό στην έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, ενώ δράσεις για την συμφιλίωση εργασίας και οικογένειας έχουν ενσωματωθεί στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Απομένει να φανεί αν θα υλοποιηθούν με συνέπεια, και κυρίως αν θα συνοδευθούν από άλλες πρωτοβουλίες που θα δώσουν ώθηση στην γυναικεία απασχόληση στη χώρα μας.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Καθηγητής, Politecnico di Milano
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr