του Sam Lichtenstein
Μπορείτε να την αποκαλέσετε «σύρραξη των πινακίδων κυκλοφορίας», ή και όχι. Πριν από δυο εβδομάδες, τα μέσα ενημέρωσης ανά τον κόσμο κάλυψαν εκτενώς το σύντομο ξέσπασμα διαδηλώσεων στο βόρειο Κόσοβο.
Μια επανάληψη της διαμάχης αναφορικά με τις πινακίδες κυκλοφορίας, οδήγησε τους Σέρβους να μπλοκάρουν τους δρόμους και ανάγκασαν τις αρχές του Κοσόβου να κλείσουν για σύντομο χρονικό διάστημα δυο συνοριακά περάσματα προς τη Σερβία.
Η αστυνομία του Κοσόβου ανέφερε επίσης πως άγνωστος αριθμός επιτιθέμενων πυροβόλησε εναντίον τους, αν και δεν υπήρξαν τραυματισμοί, και ορισμένοι Σέρβοι διαδηλωτές φέρεται να ξυλοκόπησαν κάποιους οδηγούς που προσπάθησαν να προσπεράσουν τα μπλόκα. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στις 31 Ιουλίου, αλλά έληξαν την 1η Αυγούστου.
Ανάλογα με την οπτική σας και το μέσο ενημέρωσης που επιλέγετε για την κάλυψη, το περιστατικό είτε ήταν πολύ κακό για το τίποτα, ή ήταν προάγγελος μιας δυνητικής επιστροφής στις εθνοτικές συγκρούσεις.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά όταν μπαίνει ένα πλαίσιο για τα γεγονότα, η ανάφλεξη δεν θα πρέπει να απορριφθεί και της αξίζει πραγματική προσοχή, αλλά επίσης δεν υποδηλώνει πως το Κόσοβο, ή η ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο διολίσθησης σε ευρεία βία όπως συνέβη τη δεκαετία του 1990. Αντιθέτως, η διαμάχη για τις πινακίδες κυκλοφορίας αποτελεί σύμπτωμα μιας πολύ μεγαλύτερης πρόκλησης -των άλυτων πολιτικών εθνικής ταυτότητας- κάτι που μας υποχρεώνει ως αναλυτές να εξετάσουμε τους κινδύνους, αλλά επίσης το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο υπάρχουν.
Το φάντασμα του παρελθόντος των Βαλκανίων
Οι διαδηλώσεις της 31ης Ιουλίου οπωσδήποτε δεν ήταν πρωτοφανείς. Η διαμάχη «σιγοκαίει» από τον Σεπτέμβριου του 2021 όταν οι αρχές του Κοσόβου ανακοίνωσαν για πρώτη φορά πως δεν θα ανανεώσουν μια συμφωνία με τη Σερβία, που μετρούσε δέκα χρόνια, για την αναγνώριση των πινακίδων κυκλοφορίας της στο Κόσοβο. Οι αρχές του Κοσόβου υποβάθμισαν την απόφαση, λέγοντας πως η αλλαγή απλώς συνάδει με τους κανόνες που έχει εκδώσει το Βελιγράδι, που δεν αναγνωρίζει πως η ενοποίηση του Κοσόβου κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει τα Βαλκάνια. Ωστόσο, μια «πρόγευση» της τελευταίας ανάφλεξης, ήταν όταν οι Σέρβοι στο βόρειο Κόσοβο μπλόκαραν προσωρινά τα συνοριακά περάσματα, με σποραδικές αναφορές για χαμηλού επιπέδου βία στους δρόμους, προτού οι αρχές του Κοσόβου αποσύρουν την απαγόρευση και αποκλιμακωθεί η κατάσταση.
Ενώ η διαμάχη αφορά φαινομενικά τις πινακίδες κυκλοφορίας, ωστόσο ακουμπά πολύ βαθύτερες διαιρέσεις που εξηγούν γιατί το μέτρο έχει προκαλέσει αυτές τις αναφλέξεις. Αν και διάφορες ειρηνευτικές συμφωνίες τερμάτισαν τις μάχες και πολλαπλές συγκρούσεις που συνόδευσαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, ωστόσο άφησαν σε εκκρεμότητα πολλά θεμελιώδη ζητήματα -τα περισσότερα από τα οποία αφορούν ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Ως ένα από τα μεγαλύτερα περιφερειακά σημεία ανάφλεξης, η διαμάχη μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας αγγίζει δύο υποκείμενες προκλήσεις.
Πρώτον, υπάρχει το προαναφερθέν ζήτημα της νομιμότητας της ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Η διαμάχη είναι θεωρητικά πολιτική και θα μπορούσε, θεωρητικά, να φτάσει σε κάποια μορφή διευθέτησης. Αλλά έχει επίσης μια εθνική διάσταση επειδή η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού του Κοσόβου είναι εθνοτικά Αλβανοί και Μουσουλμάνοι, ενώ της Σερβίας είναι σε μεγάλο βαθμό εθνοτικά Σέρβοι και Χριστιανοί.
Σε αυτή τη διαίρεση προστίθεται το γεγονός ότι πάνω από το ήμισυ της σερβικής μειονότητας του Κοσόβου είναι συγκεντρωμένη στη βορειότερη περιοχή της Μιτρόβιτσα, που συνορεύει με τη Σερβία, καθιστώντας την εθνοτικά διακριτή από το υπόλοιπο Κόσοβο και εξηγώντας γιατί οι διαδηλώσεις για τη διαμάχη των πινακίδων έχουν συγκεντρωθεί εκεί. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι μικρότερες ομάδες σερβικών μειονοτήτων είναι διασκορπισμένες σε θύλακες σε όλο το υπόλοιπο Κόσοβο.
Πολλές ακαδημαϊκές μελέτες έχουν εξετάζει το ερώτημα του αν οι εθνοτικές συγκρούσεις αφορούν πράγματι ανταγωνιστικές ταυτότητες ή εάν στην πραγματικότητα είναι συγκεκαλυμμένες διαμάχες για άλλα ζητήματα, όπως η πολιτική εξουσία και η πρόσβαση στους φυσικούς πόρους. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι τέτοιου είδους συγκρούσεις μπορούν να προκαλέσουν σοβαρούς διχασμούς, ιδιαίτερα όταν οι εθνοτικές διαφορές και τα ουσιαστικά παράπονα αλληεπικαλύπτονται.
Στα Βαλκάνια, αυτό οφείλεται εν μέρει στην ιστορία της περιοχής. Άλλωστε, η Γιουγκοσλαβία -είτε μιλάμε για το βασίλειο προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είτε για την κομμουνιστική ομοσπονδία που το ακολούθησε- πάντα συγκρατούνταν ενωμένη από έναν ισχυρό κεντρικό ηγέτη, όχι λόγω οποιασδήποτε λογικής ενότητας μεταξύ των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Έτσι, δεν εκπλήσσει το γεγονός πως οι πόλεμοι (και τα εγκλήματα πολέμου) της δεκαετίας του 1990 που περιλάμβαναν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, δόθηκαν κυρίως σε εθνοτικές γραμμές, ενισχύοντας έτσι τη θεμελιώδη σημασία των πολιτισμικών ταυτοτήτων.
Έκτοτε, οι Βαλκάνιοι ηγέτες από όλο το πολιτικό φάσμα, κάνουν συχνά επίκληση στις εθνότητες έναντι των εθνικοτήτων, διατηρώντας έτσι στο επίκεντρο της κοινωνίας τις προσωπικές ταυτότητες. Αυτό σήμαινε πως πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής –τα πάντα από τις πολιτικές συζητήσεις μέχρι και τις πινακίδες κυκλοφορίας- εξακολουθούν να έχουν εθνοτική σημασία. Ακόμα και τα μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για να καθησυχάσουν τις εθνοτικές ανησυχίες, όπως οι εθνοτικές ποσοστώσεις για τις κυβερνητικές θέσεις σε πολλές χώρες, έχουν διατηρήσει στο επίκεντρο την πολιτική των ταυτοτήτων και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν επιδεινώσει τις εντάσεις.
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr