του Τάσου Γιαννίτση*
Η αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας, οικονομικών και μη οικονομικών, περιθωριοποιείται συστηματικά χάριν άλλων σκοπιμοτήτων που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση. Ως αποτέλεσμα, τα προβλήματα αντί να λύνονται διογκώνονται. Το μέλλον μας μένει μετέωρο. Τα κεντρικά μας προβλήματα, όμως, έχουν ισχυρά διαρθρωτικά και διαχρονικά χαρακτηριστικά, που δεν ξεπερνιούνται με επιφανειακές κινήσεις ή σε σύντομο χρόνο.
Στην οικονομία, συνδέονται με την τεχνολογική και γνωσιολογική υστέρηση του παραγωγικού μας συστήματος ή με το είδος των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουμε. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: μια συνεχής και σημαντική απόκλιση της ανάπτυξής μας στην περίοδο 2010-2021 (ή όποια υποπερίοδο θέλει κανείς), σε σύγκριση με την ευρωζώνη (γύρω στις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες ΑΕΠ διαφορά κάθε χρόνο, δηλαδή σχεδόν 30% σε μια δεκαετία) ή με χώρες όπως Πορτογαλία ή Ισπανία (γύρω στις 2 ποσοστιαίες μονάδες ΑΕΠ διαφορά τον χρόνο ή σχεδόν 25% στη δεκαετία).
Σε συνθήκες όπου γεωπολιτικές συγκρούσεις, ενεργειακοί, υγειονομικοί, εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες ή υπνοβατικές τάσεις μπορεί να εξελιχθούν με απρόβλεπτο τρόπο, προβλέψεις για το 2023 έχουν υψηλό ρίσκο αστοχίας.
Επιπλέον, οι πρόσφατες αποκαλύψεις ελληνικής εμπλοκής σε σκάνδαλο στην Ευρωβουλή θέτουν ένα νέο ερώτημα: είναι πιθανό να επηρεαστούν οι εκτιμήσεις των διεθνών φορέων για το πολιτικό ρίσκο της χώρας και τη μορφή του πολιτικού σκηνικού μετεκλογικά; Θα κάνουν τις οικονομικές προβλέψεις πιο επισφαλείς; Θα επηρεάσουν εκλογικές επιλογές; Οι όποιες απαντήσεις αφορούν ευθέως και τα οικονομικά της χώρας.
Ανεξάρτητα από το πολιτικό σκηνικό, οι οικονομικές εξελίξεις που ενδιαφέρουν είναι περισσότεροι. Είναι πλέον σαφές ότι σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης θα είναι σημαντικά χαμηλότερος από το 2022. Αν παραμείνει θετικός, έστω και σε χαμηλό επίπεδο (στο 1%), η ανεργία ίσως μειωθεί λίγο.
Το ισοζύγιο πληρωμών πάντως, λογικά θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο από φέτος, δεδομένου ότι η διεθνής κάμψη θα οδηγήσει σε σοβαρή συρρίκνωση των εξαγωγών και οι εκροές εθνικού εισοδήματος για ενεργειακές εισαγωγές θα εξακολουθήσουν να αντιπροσωπεύουν σημαντικότατα ποσά.
Στα δημοσιονομικά, τις εκτεταμένες επιδοτήσεις, εκταμιεύσεις και τα ελλείμματα της τελευταίας τριετίας θα πρέπει να διαδεχθούν πλεονασματικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, που σε συνδυασμό με τα παραπάνω, θα κάνουν πιο ισχυρές τις περιοριστικές επιδράσεις στην παραγωγή και στα εισοδήματα. Μέχρι το 2022, η οικονομία ακολούθησε το γνωστό μονοπάτι των δίδυμων ελλειμμάτων (διεύρυνση δημοσιονομικού και εξωτερικού ελλείμματος).
Η Τράπεζα της Ελλάδος το χαρακτηρίζει ως προσωρινό, όμως επισημαίνει ότι μια συνέχιση αυτής της τάσης θα είναι μακροοικονομικά επικίνδυνη – και ο νοών νοείτω. Ολα αυτά σπρώχνουν πίσω την προσαρμογή της χώρας σε θέματα κλιματικής αλλαγής, με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες που δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν, είναι όμως υπαρκτές. Οι εξελίξεις αυτές αναπόφευκτα θα επιτείνουν τις ανισότητες, που τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ήδη διογκώθηκαν το 2020-2021.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν ενδιαφέρει μόνο την οικονομία ή την ηθική. Αποτέλεσε πάντα παράγοντα εντάσεων με αποσταθεροποιητικές κοινωνικές-πολιτικές προεκτάσεις.
Το ερώτημα πώς θα είναι το 2023 έχει και μια άλλη όψη: αν απλώς προβλέπουμε ή αν κάνουμε κάτι για να βελτιωθεί το αύριο. Ακόμα και μήπως κάνουμε το ανάποδο. Το «κάνουμε» δεν αφορά μόνο τις κυβερνήσεις. Αφορά το άθροισμα των ενεργειών και συμπεριφορών των κοινωνικών τμημάτων, των πολιτικών δυνάμεων, των επιχειρήσεων, των ατόμων, των συλλογικών φορέων, που προφανώς δεν είναι μονολιθικό. Ομως δεν παύει να είναι «άθροισμα».
Το πολιτικό σκηνικό επιτρέπει διακρίσεις, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα δεν διασπάται σε κυβερνητικές πολιτικές (τους επάνω) και στις συμπεριφορές των «άλλων» (τους κάτω), όπου μονοσήμαντα το κάτω καθορίζεται από το επάνω. Με μια γενικότερη έννοια, όλοι είναι επάνω και κάτω ταυτόχρονα.
Το ερώτημα που θα έπρεπε να κυριαρχήσει είναι πώς θα αναστρέψουμε μια προβληματική πορεία, που επειδή μέχρι τώρα ταλαντεύεται πότε επάνω και πότε κάτω, μας δίνει κατά καιρούς τη θετική αίσθηση ότι βελτιώνουμε τη θέση μας, όταν αυτό που πετυχαίνουμε είναι μια προσωρινή παλινδρόμηση: να αφήνουμε πίσω μας την πτώση που υποστήκαμε, ώστε να επιστρέψουμε σε μια προηγούμενη κατάσταση, που μας φαίνεται – και είναι – μεν καλύτερη από αυτήν που βρεθήκαμε πρόσφατα, αλλά όχι και από αυτήν που ξεκινήσαμε λίγο πιο πριν.
Σε ένα σκηνικό σημαντικών διεθνών αλλαγών και προβλημάτων, είναι υπαρξιακή ανάγκη να δούμε γιατί επιτέλους δεν μπορούμε να προχωρήσουμε καλύτερα και τι παραλείπουμε να κάνουμε. Το θέμα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Ομως, η χώρα πέρασε δύο μεγάλες κρίσεις και έχει βρεθεί πίσω πολύ περισσότερο από άλλες. Ακριβώς, η εμπειρία αυτής της δεκαπενταετίας κάνει ισχνές τις παραπάνω προσδοκίες.
Το αποτέλεσμα είναι να περιπλέκεται το πρόβλημά μας, καθώς κάθε τόσο θα προστίθενται νέοι απρόβλεπτοι παράγοντες, που θα κάνουν το τοπίο πιο απαιτητικό. Ηδη είναι φανερό ότι, για πολλές αιτίες, σε παγκόσμια και εθνική κλίμακα οι κρίσεις γίνονται συχνότερες και πιο έντονες και σηματοδοτούν μια πορεία προς μια νέα ιδιαίτερα θολή τάξη πραγμάτων.
Παρά ταύτα, θεωρώ ότι το μεγάλο ζητούμενο σε ένα δυστοπικό αύριο είναι πώς θα διαρρήξουμε τις συστημικές αδυναμίες μας, ώστε να μπορέσουμε κάποτε να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα εθνικά μας προβλήματα. Η απάντηση δεν είναι μόνο οικονομική και γι’ αυτό γίνεται δύσκολη.
Το 2023 είναι έτος εκλογών. Στις συνθήκες που διαγράφονται, θα έπρεπε να αναμένει κανείς ότι το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει, θα δει τη μεγάλη εικόνα και θα κατανοήσει την ανάγκη υπέρβασης του προβληματικού κύκλου της χώρας στην τελευταία δεκαπενταετία, ώστε να τη στρέψει προς πιο θετική τροχιά. Τα ίδια ισχύουν για όλους και για τον χρόνο από σήμερα μέχρι τις εκλογές.
*Ομότιμος καθηγητής, π. υπουργός
**πρώτη δημοσίευση: ot.gr