του Ορέστη Ομράν*
Με την παρουσίαση του «Βιομηχανικού Σχεδίου για την Πράσινη Συμφωνία» την προηγούμενη εβδομάδα, η Ε.Ε. συνεχίζει την προσπάθεια ενίσχυσης της «πράσινης» μετάβασης, με παράλληλη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του πρόσφατου RePowerEU. Στην πραγματικότητα, επιχειρείται η δημιουργία φιλικού για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες περιβάλλοντος καθώς και η διαμόρφωση κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου για την ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας για τεχνολογία και προϊόντα «καθαρών» μηδενικών εκπομπών.
Εξάλλου, η επιτάχυνση της διαδικασίας για την επίτευξη των φιλόδοξων ευρωπαϊκών «πράσινων» στόχων ακολουθεί να είναι μία από τις βασικές προτεραιότητες της Ε.Ε.
Η Επιτροπή απάντησε με το «Σχέδιο» στην ευρύτερη πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να υποβάλει προτάσεις για την κινητοποίηση σχετικών εθνικών και ευρωπαϊκών εργαλείων και τη βελτίωση του πλαισίου για επενδύσεις, με σκοπό τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. Κατεβλήθη προσπάθεια, αν όχι απάντησης, τουλάχιστον σχετικής εξομοίωσης των ευρωπαϊκών κινήτρων με τα πακέτα στήριξης αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων που πρόσφατα ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ και η Κίνα με στόχο τη στήριξη των εθνικών τους βιομηχανιών.
Απώτατος στόχος είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της Ε.Ε. απέναντι στις ΗΠΑ και η μείωση της εξάρτησής της από την εισαγωγή πρώτων υλών από την Κίνα. Είχε προηγηθεί η – δικαιολογημένη- ανησυχία που προκάλεσαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς οι ανακοινώσεις της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης των ΗΠΑ για το περιεχόμενο των προγραμμάτων ενίσχυσης της βιομηχανίας. Ειδικότερα, οι «πράσινες» επιδοτήσεις αξίας 369 δις. δολαρίων και η (νομοθετική) Πράξη Μείωσης του Πληθωρισμού (IRA) δίνουν κίνητρα σε ευρωπαϊκές βιομηχανίες να μετεγκατασταθούν στην Αμερική.
Πράγματι, αν κατορθώσουν να προσελκύσουν ξένες βιομηχανίες, οι Η.Π.Α. θα καταστούν πρωτοπόροι των «πράσινων» επενδύσεων, θα ενισχύσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στη διεθνή οικονομική σκακιέρα και οι κλυδωνισμοί στην οικονομία της Ένωσης δεν θα αργήσουν να γίνουν ορατοί.
Η Επιτροπή βάσισε το «Σχέδιο» σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: (i) απλοποίηση του εφαρμοζόμενου ρυθμιστικού περιβάλλοντος, (ii) επιτάχυνση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, (iii) ενίσχυση των δεξιοτήτων και (iv) ανοιχτό εμπόριο για ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού.
Η πρόταση για τη θέσπιση ενός κανονιστικού πλαισίου μέσω της «Net-Zero Industry Act» θα περιλαμβάνει τον προσδιορισμό στόχων για την ενίσχυση της «καθαρής» βιομηχανικής ικανότητας με μείωση των παραγόμενων ρύπων, ενεργοποίηση των σχετικών ήδη υπαρχόντων εθνικών και ευρωπαϊκών εργαλείων και βελτίωση του όλου πλαισίου για επενδύσεις, με σκοπό την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, επιπλέον ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις «κρίσιμες πρώτες ύλες» θα λειτουργήσει συμπληρωματικά και θα εξασφαλίσει επαρκής πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας πρώτες ύλες, σημαντικές για την κατασκευή βασικών τεχνολογιών αλλά και για τη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με απώτατο σκοπό την απεξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών και ενέργειας.
Η χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, η επαναχρησιμοποίηση των υφιστάμενων κονδυλίων της Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση της καινοτομίας και των νέων «καθαρών» τεχνολογιών, η επίτευξη μεγαλύτερης κοινής χρηματοδότησης σε επίπεδο Ε.Ε., η απλούστευση της διαδικασίας έγκρισης «πράσινων» έργων, η ενίσχυση εμπορικών συμφωνιών για τη διασφάλιση ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού με βάση τις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού και του ανοικτού εμπορίου είναι οι κύριες προτάσεις που περιλαμβάνει το «Σχέδιο».
Η λήψη πρωτοβουλιών όπως το «Βιομηχανικό Σχέδιο» καταδεικνύουν πως η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα για την εξεύρεση κοινών λύσεων σε έναν κόσμο που αλλάζει την στιγμή που οι βασικοί της ανταγωνιστές γίνονται αποτελεσματικότεροι και ταχύτεροι στην υιοθέτηση μέτρων.
Το «Σχέδιο» αν και καθυστέρησε χρονικά ήρθε για να ρυθμίσει τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Πρέπει όμως να διευκρινιστούν ασάφειες, όπως για παράδειγμα ποιες τεχνολογίες θεωρούνται «καθαρές», ποιες βιομηχανίες θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τα χρηματοδοτικά εργαλεία και πώς θα πραγματοποιηθεί η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων, όπως η χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων. Πρέπει επίσης να δοθεί συγκεκριμένη έμφαση στην απαλλαγή από τον άνθρακα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, αλλά και να γίνει κατανοητό πως δε θα έχουν όλα τα Κράτη Μέλη τη δυνατότητα να προσφέρουν επιδοτήσεις στον ίδιο βαθμό όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Γαλλία.
Όσο πιο γρήγορα ξεκαθαρίσει το ρυθμιστικό τοπίο και προχωρούν στην πράξη τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο κοντά θα βρίσκεται η Ένωση στην επίτευξη των στόχων της για κλιματική ουδετερότητα, χωρίς να πλήττεται η βιομηχανία. Δεν μπορεί εξάλλου κανείς να αγνοήσει πως οι χρηματοδοτικοί πόροι που προτείνει το «Σχέδιο» δεν είναι καινούριοι, αλλά γίνεται λόγος για δημιουργική αξιοποίηση των ήδη υπαρχόντων πόρων με το βάρος να πέφτει (και) στους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Τούτο σαφώς φέρνει την Ένωση σε θέση δυσχερέστερη προς τους διεθνείς ανταγωνιστές της, οι οποίοι ρίχνουν στην αγορά «νέο» χρήμα προστατεύοντας την εγχώρια βιομηχανία τους, και δίνοντας κίνητρα για προσέλκυση και ξένων βιομηχανιών. Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν τελικά το «Σχέδιο» είναι ένα ακόμα ευρωπαϊκό «ευχολόγιο», του οποίου, η όποια εθνική πρωτοβουλία θα υπερισχύσει εν τέλει, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, ή αν η Ένωση θα επιδείξει την πολιτική ενότητα και γενναιότητα που απαιτείται τις επόμενες εβδομάδες, συγκεκριμενοποιώντας τα μέτρα και ενισχύοντας τη χρηματοδότηση με νέα κεφάλαια.
*Διεθνής δικηγόρος, ειδικός σε θέματα ενέργειας
**πρώτη δημοσίευση: ot.gr