της
Helen Margetts*
(μετάφραση της Αλεξάνδρας Κτίστη)
Μετά το Brexit και την εκλογή του Donald Trump, το 2016 θα μείνει στη μνήμη μας ως η χρονιά κατακλυσμικών δημοκρατικών γεγονότων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενεπλάκησαν στο κύμα λαϊκισμού που οδήγησε και στα δύο αυτά αποτελέσματα.
Η προσοχή επικεντρώθηκε στο «φαινόμενο echo chambers» ή αλλιώς «διαδικτυακό αντίλαλο» με πολλούς να υποστηρίζουν ότι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βρίσκονται σε ιδεολογικές φούσκες που φτιάχνουν τα ίδια τα μέσα φιλτράροντας τις αναζητήσεις τους και ανίκανοι να δουν πέρα από τις προσωπικές τους προτιμήσεις, γίνονται ευεπίφοροι σε ψεύτικες ειδήσεις πέφτοντας εύκολα θύματα ψηφιακών τεχνασμάτων παραπληροφόρησης, εντείνοντας έτσι την πόλωση και οδηγώντας τους ψηφοφόρους να γυρίσουν την πλάτη στις επικρατούσες επιλογές. Ο Mark Zuckerberg απάντησε με τον παράξενο ισχυρισμό ότι η εταιρία του (χτισμένη σε 5 δις δολάρια από διαφημιστικά έσοδα) δεν επηρεάζει τις αποφάσεις των πολιτών.
Ποιο ρόλο λοιπόν διαδραμάτισαν τελικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα πολιτικά γεγονότα του 2016;
Πολιτική αναταραχή και νέος λαϊκισμός
Αναμφίβολα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφεραν αλλαγή στην πολιτική. Από τα κύματα διαδηλώσεων και αναταραχής σε απάντηση της οικονομικής κρίσης του 2008, έως την Αραβική άνοιξη του 2011, υπήρξε ένα γενικευμένο αίσθημα ότι η πολιτική κινητοποίηση αυξάνεται και ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνδέονταν με αυτό το γεγονός.
Το βιβλίο «Πολιτική Αναταραχή» ερευνά τη σχέση μεταξύ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της συλλογικής δράσης, εστιάζει στο πώς τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν νέες, «μικρές πράξεις» πολιτικής συμμετοχής (liking, tweeting, viewing, following, συλλογή υπογραφών και ούτω καθεξής), οι οποίες αντιστρέφουν την εξέλιξη της θεωρίας του κοινωνικού κινήματος. Αντί να ταυτίζονται με θέματα, να σχηματίζουν συλλογική άποψη και μετά να δρουν προς υποστήριξη της άποψης αυτής – ή να ψηφίζουν ένα κόμμα που την υποστηρίζει - οι άνθρωποι στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πρώτα δρουν και σκέφτονται επ’ αυτού ενώ ταυτίζονται με άλλους αργότερα, αν όχι ποτέ.
Αυτές οι ανεπαίσθητες δράσεις συμμετοχής μπορούν να κλιμακωθούν σε κινητοποιήσεις μεγάλης κλίμακας, όπως διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, ή καμπάνιες για αλλαγή πολιτικής. Ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν καταλήγουν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η συντριπτική πλειονότητα (99.99%) των αναφορών στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ αποτυγχάνουν να φτάσουν τις 100.000 υπογραφές που απαιτούνται για κοινοβουλευτική συζήτηση (Ηνωμένο Βασίλειο) ή επίσημη απάντηση (ΗΠΑ).
Ελάχιστα κινήματα κατάφεραν να εξελιχθούν γρήγορα σε μαζική κλίμακα (οι αναφορές που αμφισβητούσαν το Brexit και την εκλογή Trump ξεπέρασαν πολύ γρήγορα τα 4 εκατομμύρια υπογραφών για να γίνουν οι μαζικότερες αναφορές στην ιστορία), ωστόσο η απουσία των συνηθισμένων οργανωτικών ή θεσμικών χαρακτηριστικών ενός κοινωνικού ή πολιτικού κινήματος, όπως οι αρχηγοί ή τα πολιτικά κόμματα- είναι και ο λόγος που πολλές από τις εξεγέρσεις της Αραβικής άνοιξης αποδείχτηκαν απογοητευτικές.
Αυτή η εκρηκτική άνοδος, η μη κανονική κατανομή και η έλλειψη οργάνωσης που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη πολιτική μπορεί να εξηγήσει γιατί τόσες πολλές πολιτικές εξελίξεις της εποχής μας φαίνονται να έρχονται από το πουθενά και να μας εκπλήσσουν σαν κεραυνός εν αιθρία. Βοηθά επίσης να καταλάβουμε τα έντονα κύματα υποστήριξης προς το ιταλικό Κίνημα Πέντε Αστέρων, τους Podemos στην Ισπανία, τον Jeremy Corbyn, τον Bernie Sanders και πιο πρόσφατα το Brexit και τον Trump – εκ των οποίων όλα στρατεύτηκαν εναντίον του «κατεστημένου» και αμφισβήτησαν τους παραδοσιακού πολιτικούς θεσμούς έως το σημείο ρήξης.
Κάθε επιτυχής κινητοποίηση έκανε τους πολίτες να πιστέψουν ότι οι αμφισβητίες που βρίσκονται εκτός συστήματος αποτελούν βιώσιμες επιλογές και αυτό είναι εν μέρει εκείνο που μας έφερε αυτά τα αναπάντεχα αποτελέσματα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ωστόσο αυτό το επιχείρημα δεν εξηγεί όλες τις πλευρές του ζητήματος.
Υπήρχαν κύματα λαϊκισμού και πριν –πολύ πριν την εμφάνιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (για την ακρίβεια πολλοί παραλλήλισαν τα πολιτικά γεγονότα του 2016 με αυτά της δεκαετίας του 1930). Έτσι, ενώ κυριαρχούν στην κοινή γνώμη οι ισχυρισμοί ότι οι ροές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη δημοκρατία, οδηγώντας σε «αποσύνθεση της γενικής βούλησης» και σε «πόλωση που οδηγεί στον λαϊκισμό», είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν αδιάσειστες αποδείξεις.
Ο μύθος του «διαδικτυακού αντίλαλου»
Ο μηχανισμός που προσφέρεται πιο συχνά για τέτοιου είδους γεγονότα είναι η ύπαρξη δύο εργαλείων που διαθέτουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα λεγόμενα echo chambers ή filter bubbles. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αρχικά «ταΐζουν» τους χρήστες με τις ειδήσεις και τις αναρτήσεις που είναι πιο κοντά στην ιδεολογική τους τοποθέτηση (εκτιμώντας τις προηγούμενες καταναλωτικές τους αναζητήσεις και συνήθειες) και στη συνέχεια οι χρήστες δημιουργούν τα δικά τους εξατομικευμένα περιβάλλοντα πληροφόρησης μέσα από την διαδικτυακή τους συμπεριφορά, επιλέγοντας φίλους και πηγές ενημέρωσης που αντανακλούν την κοσμοθεωρία τους.
«Εγκλωβισμένοι» μέσα σε αυτές τις ιδεολογικές φούσκες, οι άνθρωποι αποτελούν εύκολα θύματα ψευδών ειδήσεων που ενισχύουν τις απόψεις τους. Έτσι, ορισμένοι υποστηρίζουν, ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν τις τρέχουσες απόψεις των ανθρώπων και λειτουργούν ως μια πολωτική δύναμη για την πολιτική, πράγμα που σημαίνει ότι η «η τυχαία έκθεση σε περιεχόμενο ειδήσεων και πληροφοριών δεν υφίσταται πια».
Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Είναι πράγματι η έκθεση μας λιγότερο τυχαία από πριν;
Οι έρευνες δείχνουν πως όχι. Μια πρόσφατη έρευνα ευρείας κλίμακας (50.000 αναγνωστών ειδήσεων σε 26 χώρες) δείχνει ότι αυτοί που δεν χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωσή τους, επισκέπτονται λιγότερες διαδικτυακές πηγές από εκείνους που τα χρησιμοποιούν. Από την άλλη, εκείνοι που τα χρησιμοποιούν βρέθηκε ότι λαμβάνουν μια επιπρόσθετη «ώθηση» στον αριθμό των πηγών ειδήσεων που χρησιμοποιούν κάθε εβδομάδα, ακόμη κι αν δεν προσπαθούν πραγματικά να δουν περισσότερα νέα. Αυτά τα ευρήματα ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο από μια ανάλυση των δεδομένων του Facebook, όπου 8,8 δισεκατομμύρια αναρτήσεις, likes και σχόλια συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών.
Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Science δείχνει ότι οι αλγόριθμοι παίζουν λιγότερο σημαντικό ρόλο στην έκθεση εξατομικευμένου περιεχομένου για τους χρήστες σε σχέση με τις δικές τους προσωπικές επιλογές.
Στην πράξη, οι εταιρίες δεν έχουν κίνητρα να δημιουργήσουν απολύτως κλειστά (όπως άκουσα να ισχυρίζεται κάποιος σχολιαστής) δίκτυα διοχέτευσης κατευθυνόμενων ειδήσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν αφορά τα πολιτικά δρώμενα (λυπάμαι κύριοι) –τα περισσότερα από τα περίπου 5 δισεκατομμύρια διαφημιστικών εσόδων δεν έρχονται από πολιτικούς οργανισμούς. Έτσι λοιπόν τα όποια κίνητρα για τις εταιρίες ώστε να δημιουργήσουν μηχανισμούς διαδοχικής διασποράς ειδήσεων μέσω των echo chambers – για σκοπούς στοχευόμενης διαφήμισης , για παράδειγμα – συνήθως αφορούν περισσότερο σε lifestyle επιλογές ή ψυχαγωγικές προτιμήσεις, απ’ ότι σε πολιτικές συμπεριφορές.
Άλλωστε, ακόμα κι αν οι μηχανισμοί διοχέτευσης ειδήσεων ανάλογα με τις προτιμήσεις των χρηστών ήταν τόσο αποτελεσματικοί όσο νομίζουμε, υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι είναι αυτοί που καθορίζουν πραγματικά το αποτέλεσμα των εκλογών. Εξάλλου, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί εξολοκλήρου προσπαθούν να πείσουν για το προφανές. Είναι οι αναποφάσιστοι πολίτες εκείνοι που (για παράδειγμα) έπρεπε να προσεγγιστούν από τις καμπάνιες του Trump και του Brexit.
Από την έρευνα, φαίνεται ότι κατάφεραν να κάνουν μόνο αυτό. Ένα μπαράζ αποδείξεων συνιστά ότι τέτοιου είδους διαφήμιση ήταν αποτελεσματική στις γενικές εκλογές του 2015 στη Μεγάλη Βρετανία (όπου οι Συντηρητικοί ξόδεψαν 10 φορές περισσότερα συγκριτικά με τους Εργατικούς στην διαφήμιση μέσω Facebook), στο δημοψήφισμα για την παραμονή ή την έξοδο από την ΕΕ (όπου η καμπάνια υπέρ της Εξόδου επίσης εστίασε στις πληρωμένες διαφημίσεις μέσω Facebook) και στις προεδρικές εκλογές, όπου η διαφήμιση μέσω Facebook πιστώθηκε για τη νίκη του Trump, όταν αντιθέτως η καμπάνια της Clinton εστίασε στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Και ασφαλώς, εξελιγμένες τεχνικές διαφήμισης μπορεί να εστιάσουν σε αυτούς τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους από τις συζητήσεις τους. Αυτό δεν είναι το είδος της πολιτικής κινητοποίησης από τη βάση προς την κορυφή που πυροδότησε την υποστήριξη προς τους Podemos ή τον Bernie Sanders. Είναι η μαζική διαφήμιση πολλών δολαρίων από την κορυφή προς τη βάση.
Ωστόσο ειρωνικά, αυτές οι μεγαλειώδεις πολιτικές διαφημιστικές καμπάνιες έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά με τα κινήματα που κινούνται από τη βάση προς την κορυφή όπως αναλύσαμε ανωτέρω, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βιωσιμότητα. Ίσως το ρητό του πρώην Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Mario Cuomo «κάνε εκστρατεία με ποίηση και κυβέρνησε με πρόζα» χρειάζεται επικαιροποίηση. Παρά το ότι οι καινοτόμες καμπάνιες του Barack Obama στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν εντυπωσιακές, η εφαρμογή τεχνολογικά καινοτόμων πρακτικών στη διακυβέρνησή του ήταν απογοητευτική. «Κάνε εκστρατεία ψηφιακά και κυβέρνησε αναλογικά», θα μπορούσε να είναι το νέο σύνθημα.
Χαώδης πλουραλισμός
Στο βιβλίο, θέλαμε να ταυτίσουμε το μοντέλο της δημοκρατίας που εσωκλείει καλύτερα την πολιτική συνυφασμένη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η δυναμική που παρατηρήσαμε μοιάζει να μας οδηγεί σε ένα μοντέλο «χαώδους πλουραλισμού», που χαρακτηρίζεται από ποικιλία και ετερογένεια –παρόμοια με τα πρώτα πλουραλιστικά μοντέλα- όμως επίσης από έλλειψη γραμμικότητας και υψηλή διασύνδεση, κάνοντας τις φιλελεύθερες δημοκρατίες αποδιοργανωμένες, ασταθείς και απρόβλεπτες, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσαν να φανταστούν οι αρχιτέκτονες της πολιτικής σκέψης.
Ίσως θα ήταν εποικοδομητικότερο, αντί να κατηγορούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για υποβάθμιση της δημοκρατίας να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τον (αναπόδραστα μεγάλο) ρόλο που διαδραματίζουν.
Μέσα στις συνθήκες του χαώδους πλουραλισμού, υπάρχει αδήριτη ανάγκη για αναμόρφωση των δημοκρατικών θεσμών οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν στους κόλπους τους νέες μορφές πολιτικής δέσμευσης και συνεργασίας που με τη σειρά τους θα απαντούν στη δυσαρέσκεια, τις ανισότητες και το αίσθημα του αποκλεισμού –ακόμη και στο θυμό και την αποξένωση- χαρακτηριστικά που αποτελούν την πηγή του νέου λαϊκισμού. Θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ακούμε (αντί απλώς να απευθυνόμαστε προς τρίτους) την έκφραση αυτών των αισθημάτων του κοινού, και όχι μόνο κατά την προεκλογική περίοδο.
Αρκετοί πολιτικοί θεσμοί –για παράδειγμα, το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, το Αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που ισχύει και στις δύο χώρες – βρίσκονται σε κρίση, ακριβώς επειδή έως σήμερα έχουν απομακρυνθεί πολύ από τις ανησυχίες και τις ανάγκες των πολιτών. Ο επανασχεδιασμός των θεσμών λοιπόν χρειάζεται να συμπεριλαμβάνει και τις ίδιες τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που έχουν καθιερωθεί ταχέως ως θεσμοί δημοκρατίας και θα βρίσκονται στο εξής στην καρδιά οποιασδήποτε δημοκρατικής αναγέννησης.
Όσο αυτές οι πλατφόρμες αρχίζουν τελικά να αναγνωρίζουν ότι αποτελούν εταιρίες μέσων επικοινωνίας (αντί για εταιρίες τεχνολογίας), θα πρέπει να απαιτήσουμε ανθρώπινη παρέμβαση και διαφάνεια στους αλγόριθμους που καθορίζουν τις τρέχουσες κορυφαίες ειδήσεις, την επαλήθευση των γεγονότων (όπου η Google έχει τα ηνία), τη δημιουργία αλγορίθμων που θα εντοπίζουν ψευδής ειδήσεις και πιθανώς ακόμη και ρομποτικούς μηχανισμούς «δημόσιου συμφέροντος» που θα αντισταθμίζουν την αύξηση της υπολογιστικής προπαγάνδας.
Εντωμεταξύ, το μόνο πράγμα που μπορούμε πραγματικά να προβλέψουμε με βεβαιότητα είναι ότι απρόβλεπτα πράγματα θα συμβούν και ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα αποτελούν κομμάτι του πολιτικού μας μέλλοντος.
Συζητώντας τον απόηχο της δεκαετίας του 1930 συγκριτικά με τα σημερινά πολιτικά τεκταινόμενα, η Wall Street Journal εκφράζει πώς ο Ρούσβελτ κατάφερε να διαχειριστεί και να ισορροπήσει ανάμεσα στους ακροαριστερούς και τους δεξιούς επειδή γνώριζε ότι: «το κοινό αίσθημα της οργής και της αποξένωσης δεν πρέπει να υποτιμάται ή να αγνοείται, διότι οι αιτίες του μπορεί να είναι δίκαιες και οι συνέπειές του πανίσχυρες». Το μονοπάτι μεταξύ λαϊκισμού και πόλωσης ίσως εμπεριέχει την ευκαιρία που προβάλλουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ακούμε, να κατανοούμε και να ανταποκρινόμαστε σε αυτά τα αισθήματα.
*Καθηγήτρια Κοινωνίας και Ίντερνετ και Διευθύντρια του Oxford Internet Institute, University of Oxford
**Αποτελεί μέρος του βιβλίου Political Turbulence: How Social Media Shape Collective Action (Princeton University Press, 2016), by Helen Margetts, Peter John, Scott Hale and Taha Yasseri.
***First published in www.weforum.org