του
Kishore Mahbubani*
Μετάφραση της Αλεξάνδρας Κτίστη
Η απάντηση του κόσμου είναι μοιρασμένη. Αρκετές δυτικές κοινωνίες στρέφονται στον πεσιμισμό. Αντιθέτως, οι υπόλοιπες είναι πιο αισιόδοξες από ποτέ. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μεγάλη στροφή συγκριτικά με το μοτίβο που επικρατούσε τον περασμένο αιώνα, κατά τον οποίο η Δύση εμφανιζόταν πάντοτε περισσότερο αισιόδοξη. Τι συνέβη και τι μας δείχνουν τα γεγονότα;
Η απάντηση του κόσμου είναι μοιρασμένη. Αρκετές δυτικές κοινωνίες στρέφονται στον πεσιμισμό. Αντιθέτως, οι υπόλοιπες είναι πιο αισιόδοξες από ποτέ. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μεγάλη στροφή συγκριτικά με το μοτίβο που επικρατούσε τον περασμένο αιώνα, κατά τον οποίο η Δύση εμφανιζόταν πάντοτε περισσότερο αισιόδοξη. Τι συνέβη και τι μας δείχνουν τα γεγονότα;
Τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα. Οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής ποτέ δεν υπήρξαν καλύτερες. Η παγκόσμια φτώχεια μειώνεται σταθερά. Το 2015, ξεπεράσαμε κατά πολύ τον Στόχο της Χιλιετίας που είχε τεθεί από τον ΟΗΕ για την κατά το ήμισυ μείωση της παγκόσμιας φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του NIC, η οριακή φτώχεια θα μπορούσε να υποδιπλασιαστεί ξανά έως το 2030.
Οι μεσαίες τάξεις παγκοσμίως εκρήγνυνται αριθμητικά, από1,8 δις το 2010 σε 3,2 δις το 2020 και 4,9 δις το 2030. Το ποσοστό της παιδικής θνησιμότητας μειώθηκε από έναν εκτιμώμενο αριθμό 60 θανάτων ανά 1000 γεννήσεις το 1990 σε 32 το 2015. Αυτό μεταφράζεται σε 4 εκατομμύρια λιγότερους θανάτους νεογνών ανά έτος. Αν ήμασταν λογικοί και αντικειμενικοί, θα πανηγυρίζαμε για τις παρούσες συνθήκες διαβίωσης.
Ο δυτικός εγωκεντρισμός
Γιατί λοιπόν δεν είμαστε; Μια απλή απάντηση είναι ότι οι δυτικοί διανοούμενοι που εξουσιάζουν τον παγκόσμιο πνευματικό λόγο ανησυχούν μόνο για τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δικές τους κοινωνίες και όχι τις μακροπρόθεσμες παγκόσμιες προκλήσεις. Ο Francis Fukuyama απεικονίζει παραστατικά αυτό το φαινόμενο. Σε άρθρο του αμέσως μετά την εκλογή του Donald Trump, αναφέρει: «Η θεαματική επικράτηση του Donald Trump επί της Hillary Clinton σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής, όχι μόνο για την αμερικανική πολιτική αλλά για ολόκληρη την παγκόσμια τάξη. Φαίνεται ότι εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή λαϊκιστικού εθνικισμού, στον οποίο η κυρίαρχη φιλελεύθερη τάξη που οικοδομήθηκε από τη δεκαετία του 1950 βρίσκεται υπό την επίθεση οργισμένων και φορτισμένων δημοκρατικών πλειοψηφιών. Ο κίνδυνος να ολισθήσουμε σε έναν κόσμο ανταγωνιστικού όσο και οργισμένου εθνικισμού είναι τεράστιος, και αν αυτό συνέβαινε θα σηματοδοτούσε ένα βαρυσήμαντο ορόσημο, ανάλογο της πτώσης του τοίχους του Βερολίνου το 1989.
Παρακαλώ προσέξτε τα λόγια του προσεκτικά. Συσχετίζει την κατάσταση στη Δύση με την κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι αλήθεια ότι ο λαϊκισμός αυξάνεται στη Δύση. Αυτό εξηγεί την επικράτηση του Trump και του Brexit (και πιθανώς της Le Pen). Ωστόσο καμία τέτοια τάση δεν εκδηλώθηκε στις περισσότερες πολυπληθείς περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Δύση αντιπροσωπεύει το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το υπόλοιπο 88% βρίσκεται εκτός της Δύσης. Και οι συνθήκες διαβίωσής τους (με την εξαίρεση ελάχιστων αραβικών χωρών και τη Βόρεια Κορέα) είναι καλύτερες από ποτέ.
Ας πάρουμε τρεις από τις πολυπληθέστερες χώρες της Ασίας: την Κίνα, την Ινδία και την Ινδονησία. Οι ζωές σχεδόν 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε αυτές τις χώρες ποτέ δεν υπήρξαν καλύτερες και θα βελτιωθούν ακόμη περισσότερο τις επόμενες δεκαετίες όπως δείχνουν τα στοιχεία.
Η δεκαετία από το 2010 έως το 2020 είναι προφανώς η καλύτερη δεκαετία που γνώρισε ποτέ η Ασία. Ο πληθυσμός της μεσαίας τάξης στην Ασία πρόκειται να εκτοξευθεί από 500 εκατομμύρια σε 1,75 δισεκατομμύρια μέχρι το 2020. Με λίγα λόγια, η Ασία την επόμενη δεκαετία πρόκειται να αποκτήσει μεσαία τάξη που θα αριθμεί μιάμιση φορά τον αριθμό του συνολικού πληθυσμού της Δύσης.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μια απλή απάντηση είναι ο θρίαμβος της λογικής. Η εξάπλωση της δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας εξηγεί καθαρά αυτή την εξέλιξη. Στο πλέον στοιχειώδες επίπεδο, οι άνθρωποι ανά τον κόσμο μπορούν να διαπιστώσουν τα οφέλη της σύγχρονης δυτικής ιατρικής. Ως αποτέλεσμα, η λογική αντικαθιστά την δεισιδαιμονία. Σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής, από τις οικονομικές πολιτικές μέχρι την περιβαλλοντική διαχείριση, από την εκπαίδευση μέχρι την αστικό σχεδιασμό, οι καλές πρακτικές της δύσης υιοθετούνται παγκοσμίως από όλες τις κοινωνίες.
Γιατί λοιπόν τόση απαισιοδοξία;
Αν ο κόσμος οδεύει προς το καλύτερο, γιατί η Δύση γίνεται όλο και πιο απαισιόδοξη; Η απλή απάντηση είναι ότι η Δύση ακολούθησε μια βαθέως λανθασμένη στρατηγική ύστερα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Όπως οι Βρετανοί υπερασπιστές της Σιγκαπούρης κατά τον Β’ ΠΠ, είχαν στραμμένα τα όπλα τους, στη θάλασσα προς το Νότο ενώ οι Ιάπωνες ήρθαν από το Βορρά μέσω στεριάς.
Για να το θέσουμε ακόμη πιο εμφατικά, η Δύση θεώρησε ότι κέρδισε μια κολοσσιαία και επική μάχη με τη δραματική της νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, δεν συνειδητοποίησε ότι μια ακόμη μεγαλύτερη μάχη είχε μόλις ξεκινήσει με την «επιστροφή» της Ασίας την ίδια εποχή. Η Κίνα αποφάσισε να επανα-συμμετέχει στην παγκόσμια οικονομία τη δεκαετία του 1980. Το ίδιο έκανε και η Ινδία το 1990. Η επιστροφή τριών δισεκατομμυρίων Ασιατών θα συγκλόνιζε προφανώς την παγκόσμια οικονομία. Η Δύση δεν το αντιλήφθηκε.
Δεν το αντιλήφθηκε επειδή τα μυαλά των δυτικών ήταν εμποτισμένα με το επικίνδυνο όπιο της θριαμβολογίας. Η διάσημη μελέτη του Francis Fukuyama « The End of History» (το Τέλος της Ιστορίας) το αποτύπωσε πολύ καλά. Ως συνέπεια, η Δύση ανέπτυξε μια λανθασμένη παρεμβατική στρατηγική επάνω στους υπόλοιπους. Πολλές από τις παρεμβάσεις απέβησαν καταστροφικές. Ο Michael Mandelbaum σημειώνει ότι «το ιστορικό της διοίκησης Clinton δεν ήταν ενθαρρυντικό: είχε υποσχεθεί να αποκαταστήσει την τάξη στη Σομαλία και άφησε πίσω το απόλυτο χάος. Επενέβη στην Αϊτή για να αποκαταστήσει τη δημοκρατία και άφησε πίσω αναρχία. Βομβάρδισε τη Βοσνία στο όνομα της εθνικής ενότητας ωστόσο επικράτησε μια de facto διχοτόμηση».
Και η 11η Σεπτεμβρίου επιδείνωσε την κατάσταση. Παραπλάνησε τους νέο-συντηρητικούς συμβούλους του George W Bush να επέμβουν στο Ιράκ, αφού εισέβαλλαν στο Αφγανιστάν. Μια δεκαετία αργότερα, οι Ευρωπαίοι είδαν τα δύο τρίτα των προσφύγων που υποδέχονταν να προέρχονται από τρεις χώρες: Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία.
Ωστόσο αυτό δεν ήταν το μοναδικό πεδίο καταστροφής. Ενώ οι στρατηγικοί διανοητές της Δύσης ήταν σε σύγχυση, δεν διαπίστωσαν ότι το σημαντικότερο γεγονός του 2001 δεν ήταν η 11η Σεπτεμβρίου. Ήταν η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η είσοδος σχεδόν ενός δισεκατομμυρίου εργαζομένων στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα θα οδηγούσε ξεκάθαρα σε μαζική «δημιουργική καταστροφή» και την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας.
Ο Trump και το Brexit είναι επομένως οι φυσικές και λογικές συνέπειες της στρεβλής στρατηγικής της Δύσης που αγνοούσε τις πραγματικές οικονομικές προκλήσεις. Όσο λοιπόν η Δύση είχε στραμμένη την προσοχή της αλλού η Κίνα έδρασε και αναδύθηκε. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 1980, αναφορικά με την Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης, το μερίδιο της Αμερικής στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν 25% ενώ της Κίνας 2,2%. Το 2016, το συγκεκριμένο μερίδιο της Αμερικής είχε υποχωρήσει στο 15,5% ενώ της Κίνας ανερχόταν σε 17,9%.
Η σχετική παρακμή της Δύσης
Όλα αυτά λοιπόν, ακούγονται ως στρατηγικοί λόγοι για την δυτική απαισιοδοξία: Από το 1820 έως περίπου το 1980, οι δυτικές οικονομικές δυνάμεις είτε αναπτύχθηκαν σταθερά ή διατήρησαν μια κυρίαρχη θέση παγκοσμίως. Κατά τις τρεις περασμένες δεκαετίες, το ΑΕΠ της βορείου Αμερικής και της δυτικής Ευρώπης αθροιστικά κατρακύλησε από 51,5% το 1990 σε 33,45% το 2014.
Μια ακόμη καταστροφικότερη στρατηγική αλλαγή συνέβη το ίδιο διάστημα. Ενώ οι εργαζόμενοι της Δύσης υπέφεραν από την απώλεια θέσεων εργασίας και τις μειώσεις των εισοδημάτων τους, η ελίτ της Δύσης γινόταν ακόμη πλούσια από την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης και την επιστροφή της Ασίας.
Ο RW Johnson περιγράφει παραστατικά πώς οι αμερικανοί εργαζόμενοι υπέφεραν: «Ανάμεσα στο 1948 και το 1973 η παραγωγικότητα γνώρισε άνοδο 96,7% και οι πραγματικοί μισθοί 91,3%, στο ίδιο σχεδόν στάδιο. Ήταν εκείνη η εποχή που οι χειρωνακτικές δουλειές ήταν άφθονες στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας και οι εργάτες μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στην ανώτατη εκπαίδευση βλέποντάς τα να μεγαλώνουν στη μεσαία τάξη. Όμως από το 1973 μέχρι το 2015, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν πολλές από αυτές τις δουλειές εξαφανίστηκαν, ο βαθμός της παραγωγικότητας έπεσε στο 73,4% ενώ οι μισθοί στο μόλις 11,1%. Από το 2000 και έπειτα οι μισθοί που καταβάλλονται σε απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν μειωθεί».
Ένας λόγος για να είμαστε αισιόδοξοι
Τα ζωτικής σημασίας ερωτήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Δύση είναι πολύ απλά. Χάθηκαν όλα; Πρόκειται η δύναμη και η επιρροή της Δύσης να εξακολουθούν να μειώνονται σταθερά; Ή μήπως υπάρχει ακόμα ελπίδα για τη Δύση; Μπορεί επίσης η Δύση να επωφεληθεί από την ανάδυση των υπολοίπων;
Η απάντηση είναι επίσης απλή. Η Δύση μπορεί να επωφεληθεί από την άνοδο των υπολοίπων περιοχών. Το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού μπορεί να συμπαρασυρθεί από το υπόλοιπο 88%. Για να επιτευχθεί αυτό, οι δυτικοί ηγέτες και αυθεντίες θα πρέπει να προχωρήσουν σε σημαντικές ψυχολογικές προσαρμογές.
Αντί να προσπαθεί διαρκώς να ανακτήσει τον έλεγχο του κόσμου, η δύση θα πρέπει να μάθει να μοιράζεται τη δύναμη και την εξουσία. Θα πρέπει να επιτραπεί στους Ασιάτες να αναλάβουν τα ηνία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Εξίσου σημαντικό, οι αυθεντίες της Δύσης θα πρέπει να αποβάλλουν την παραδοσιακή τους αλαζονεία όταν μιλούν για τους υπόλοιπους του πλανήτη. Οι αναδυόμενες ασιατικές οντότητες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, θα πρέπει να τυγχάνουν καλύτερης μεταχείρισης και να απολαμβάνουν σεβασμού. Η Ινδία θα έπρεπε να λάβει άμεσα μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να κάνουν ένα βήμα πίσω.
Όλα αυτά ακούγονται αδιανόητα σε πολλά δυτικά μυαλά. Όμως μέχρι πρότινος ήταν εξίσου αδιανόητο ότι οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να είναι πιο αισιόδοξοι από τους δυτικούς. Η Δύση θα πρέπει να προχωρήσει στο αδιανόητο, να προετοιμαστεί για τον αναπόφευκτα αδιανόητο κόσμο.
*Πρύτανης, Lee Kuan Yew School of Public Policy, National University of Singapore
**Πρώτη δημοσίευση στο www.weforum.com