του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το 2016 έκλεισαν 20 χρόνια από τότε που ο Γιάννης Μαρίνος αποχώρησε από την διεύθυνση του ΟΤ και φέτος συμπληρώνονται 13 χρόνια από την 1η Ιουλίου 2004 που το ιστορικό περιοδικό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη εξέπνευσε. Οι δε λόγοι της εκπνοής αυτής, που δεν αφορούν το παρόν σημείωμα, ίσως να εμπεριέχονται στα βαθύτερα αίτια της πορείας του ΔΟΛ προς την χρεοκοπία.
Γνώρισα τον Γιάννη Μαρίνο τον Σεπτέμβριο του 1963, ως αρχισυντάκτη του περιοδικού, που τελούσε τότε υπό την διεύθυνση του Αθανάσιου Κανελλόπουλου. Μετά την εκλογή του τελευταίου στον Νομό Ηλείας ως βουλευτού της Ένωσης Κέντρου, ο ρόλος του Γ. Μαρίνου αναβαθμίζεται και τον Απρίλιο του 1965 αναλαμβάνει την διεύθυνση του ΟΤ, με την απόλυτη στήριξη του Χρήστου Λαμπράκη, που ήταν και ο επικεφαλής του ΔΟΛ. Προσωπικά συνεργάστηκα με τον ΟΤ από τον Αύγουστο του 1963 και επί δύο χρόνια, σπουδάζοντας, ήμουν και ο ανταποκριτής του στις Βρυξέλλες. Επανήλθα τον Νοέμβριο 1977 και αποχώρησα την 30η Ιουνίου 2004. Από αυτά τα 27 χρόνια, τα 19 που πέρασα δίπλα στον Γ. Μαρίνο είναι σίγουρα τα καλύτερα στην ζωή μου. Αυτή όμως είναι επίσης μία άλλη ιστορία.
Σήμερα, αυτό που με συγκλονίζει είναι τα αμέτρητα άρθρα του Γιάννη Μαρίνου που έχω μπροστά μου και τα οποία δεν έχουν ούτε μία ρυτίδα επάνω τους. Το φαινόμενο είναι εκπληκτικό. Άρθρα γραμμένα πριν 30 και πλέον χρόνια, αρκεί να τούς αλλάξει κανείς κάποια νούμερα και να μετατρέψει το παρελθόν στο σήμερα και θα έχει μπροστά του ολόκληρη την πορεία της χώρας προς την πτώχευσή της.
Αξίζει τον κόπο, από την άποψη αυτή, να διαβάσει κανείς ένα άρθρο του Γ. Μαρίνου που δημοσιεύθηκε στον ΟΤ της 31ης Αυγούστου 1989, δηλαδή πριν 28 χρόνια, και αναφέρεται στο δράμα της ελληνικής παιδείας και στις πολιτικο-ιδεολογικές απάτες που την διέλυσαν, την ώρα που η γνώση γινόταν κορυφαία πρώτη ύλη για όλες τις αναπτυγμένες κοινωνίες και όχι μόνον. Το κείμενο μπορούσε να είναι άρθρο σε οποιοδήποτε έντυπο μέσο, ακόμα και σήμερα. Έγραφε λοιπόν:
«Κατά την γνώμη μου, κάθε συζήτηση για την Ανώτατη Παιδεία στην Ελλάδα είναι καθαρή ματαιοπονία και άσκοπη απώλεια χρόνου, αν δεν ξεκινήσει από την καρδιά του προβλήματος. Και το πρόβλημα είναι ότι το ανώτατο εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίχθηκε σε μία πλάνη που, καθώς βαθμιαία εδραιώθηκε, εξελίχθηκε σε μία καθαρή και σχεδόν συνειδητή απάτη. Η πλάνη συνίσταται στο ότι τα Πανεπιστήμια (μολονότι έτσι ξεκίνησαν στα βάθη του χρόνου) υποτίθεται και σήμερα πως έχουν ως κύρια, αν όχι μοναδική, αποστολή να προσφέρουν ανώτατη μόρφωση. Ενώ το ακριβές είναι ότι παράγουν, ή θα έπρεπε να παράγουν, εξειδικευμένους επιστήμονες, πράγμα που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Με το επιχείρημα της μόρφωσης ήταν φυσικό να θέλουμε να ανοίξουν οι πύλες των ΑΕΙ σε όλους τους Νεοέλληνες. Δώστε μόρφωση σε όλους τους νέους, Δώστε μόρφωση στον λαό, είναι τα κυριαρχούντα σλόγκαν της “πλάνης που έγινε απάτη”. Αλλά η μόρφωση δεν προϋποθέτει σώνει και καλά πανεπιστημιακές σπουδές. Πλήθος είναι οι μορφωμένοι που δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα πανεπιστήμια. Και ακόμα μεγαλύτερο το πλήθος των πτυχιούχων ανωτάτων σχολών που είναι σχεδόν εντελώς αμόρφωτοι –ακόμα και αν τύχει να είναι άριστοι στην επιστήμη τους. Ένας άριστος μαθηματικός που είναι μόνον μαθηματικός και δεν ξέρει τίποτα άλλο, είναι σίγουρα αμόρφωτος, και ας νομίζουμε πολλοί το αντίθετο.
Καθώς κυριάρχησε αυτή η πλάνη, γινόταν ταυτόχρονα ολοένα και περισσότερο αντιληπτό ότι δεν ανταποκρινόταν προς την πραγματικότητα. Αντί λοιπόν να την εγκαταλείψουμε, επιμείναμε στον μύθο της μόρφωσης του λαού επιστρατεύοντας σαν στήριξή της την απάτη. Η απάτη έγκειται στο ότι η λήψη ενός πτυχίου αρκεί για να αποδεικνύει ότι είσαι μορφωμένος και ότι έχεις προσόντα για να είσαι καλός στην θέση που θα αναλάβεις. Το πτυχίο αρκεί. Το τί αντιπροσωπεύει, τί μορφωτικό ή επιστημονικό αντίκρισμα έχει, έχει παύσει να τού αποδίδεται σημασία. Μάλιστα, η απάτη έχει φθάσει σε τέτοιες σχιζοφρενικές διαστάσεις ώστε, ενώ η είσοδος στο πανεπιστήμιο θεωρείται ως εξυπηρέτηση της ανάγκης και του πόθου για μόρφωση των νέων μας, είτε έχουν τις δυνατότητες γι’ αυτό είτε το διανοητικό τους επίπεδο μετά βίας τούς επιτρέπει να επικοινωνήσουν με 200 λέξεις, εκ των οποίων οι 100 είναι αγγλικές μονοσύλλαβες, κατά την έξοδό τους από τα ΑΕΙ θεωρείται ότι η αποκόμιση ενός πτυχίου συνιστά αψευδή απόδειξη τού ότι είσαι επιστήμονας (γενικώς και αορίστως, μάλιστα: «Το παιδί μου είναι επιστήμονας, έχει πτυχίο», καμαρώνουν οι γονείς).
Και η κοινωνία μας, προσαρμοσμένη βολικά σε αυτή την αντίληψη, περιχαρακωμένη από πλήθος απαγορεύσεων στα ελληνικά σύνορα (προστατευτικοί δασμοί, απαγόρευση εισαγωγής ξένων δασκάλων ή εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξένων προϊόντων, κλπ.), αρκείται ολοένα και περισσότερο στο τυπικό προσόν του πτυχίου. Πτυχίο να’ ναι και ό,τι να’ ναι. Πτυχιούχος να’ ναι και όποιος να’ ναι. Το πτυχίο έγινε πια η νέα ιδεολογία των Ελλήνων, μπροστά στην οποία κλίνουν γόνυ όλες οι άλλες ιδεολογίες, συνεργώντας με την σιωπή και την συγκατάνευσή τους στην κυριαρχία της απάτης. Και εξοπλίζεται με όλα τα προνόμια που καθιστούν ακατανίκητη την έλξη και το κύρος του.
Αναγκαίος συνεργός στην επικράτηση της απάτης, το ελληνικό Δημόσιο και όλες οι κυβερνήσεις και τα κόμματα που το διοίκησαν και το τροφοδότησαν και το διόγκωσαν τόσο ώστε, ενώ στόχος ήταν να το χρησιμοποιήσουν για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπιμοτήτων, βρέθηκαν υπηρέτες και δούλοι αυτού του Λεβιάθαν, οι εκατοντάδες χιλιάδες στρατιές των μονίμων υπαλλήλων του οποίου έγιναν οι αφέντες των εκπροσώπων του λαού και της εξουσίας. Μια και ο ιδιωτικός τομέας αναζητεί, εκτός από το τυπικό προσόν του πτυχίου, και αντίστοιχες γνώσεις και ικανότητες, οι στρατιές των ψευδομορφωμένων, ψευδοεπιστημόνων, μόνο καταφύγιο έχουν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στον οποίο, άπαξ και εισέλθεις, εξασφαλίζεις σίγουρη και μόνιμη δουλειά και εισόδημα, που μπορεί να θεωρηθεί και μεγάλο για όσους –τους πολλούς– το πτυχίο δεν έχει μορφωτικό ή επιστημονικό αντίκρισμα. Και, φυσικά, η συντεχνία των υπηρετών –στην ουσία αυθεντών– του Δημοσίου φρόντισε και φροντίζει για την διαιώνιση και τελειοποίηση του συστήματος της απάτης, με σωρεία νομικών κατοχυρώσεων.
Από την στιγμή που συνειδητοποιήθηκε αυτό από όλους τους παράγοντες που συμμετέχουν στο κύκλωμα της Ανώτατης Παιδείας, ότι δηλαδή το ανώτατο πτυχίο δεν χρειάζεται να έχει αντίκρισμα ειδικών γνώσεων, αμέσως νομιμοποιήθηκε έτσι. Και μολονότι ακάλυπτη επιταγή, γίνεται αποδεκτή στα τυφλά από το κράτος και την κοινωνία μας ως γνήσιο και αξιόπιστο αξιόγραφο. Και σχεδόν όλοι προσαρμόστηκαν σε αυτή την απάτη. Υπουργείο Παιδείας, καθηγητές, γονείς, ακόμα και οι φοιτητές, που είναι και τα θύματα της απάτης –και κυρίως εκείνοι που πράγματι θέλουν και μπορούν να σπουδάσουν. Οι πτυχιοθήρες τούς απομονώνουν και αχρηστεύουν οσάκις ανακύπτει θέμα αναβαθμίσεως της Παιδείας που παρέχουν τα ΑΕΙ και ανακτήσεως κύρους από τα παρεχόμενα πτυχία. Έτσι, οι περισσότεροι μαθητές των λυκείων προσπαθούν όχι να μάθουν τα μαθήματά τους, να μορφωθούν, αλλά απλώς να προετοιμασθούν για να μπουν στα ΑΕΙ. Δεν αφομοιώνουν γνώσεις, αλλά εκπαιδεύονται σε κόλπα. Τα φροντιστήρια τούς προσφέρουν τις ειδικές ικανότητες».
Αφού κατακεραυνώνει το όλο εκπαιδευτικό σύστημα και τις απάτες που το ίδιο παράγει και αναπαράγει, ο Γιάννης Μαρίνος καταλήγει:
«Φυσικά, δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει εύκολα μία τέτοια ιδεολογική επανάσταση στον τόπο μας. Αλλά επιτέλους δεν θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε το σύστημα, τις μεθόδους και τις απαιτήσεις των ΑΕΙ των σημαντικότερων αναπτυγμένων χωρών της Δύσης και της Ανατολής; Το σύστημα που έχουμε είναι μοναδικό στον κόσμο. Αφού αποδείχθηκε ολέθριο, γιατί δεν μιμούμεθα τους ξένους που έχουν παιδεία και κυριαρχούν στην γνώση; Ποιοι θέλουν να μάς κρατούν αγράμματους; Και γιατί τούς βοηθούν οι φοιτητές μας; Αλλιώς, θα απομένει πάντα ως μόνη λύση η προσφυγή στα ξένα πανεπιστήμια και η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, και κυρίως των ιδιωτικών τομέων της παραγωγής και της οικονομικής διαχείρισης, με εκείνους τους λίγους που μπόρεσαν να μορφωθούν μόνοι τους στην Ελλάδα, ή που έκαναν ή ολοκλήρωσαν τις εδώ ατελείς σπουδές τους και πάλι στο εξωτερικό…».
Και ας μην μάς πουν οι γνωστοί εργολάβοι του τσαρλατανισμού ότι για όλα αυτά φταίνε οι …τοκογλύφοι και ο νεοφιλελευθερισμός. Γιατί θα έχουμε και συνέχεια.