του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Έχουμε και άλλοτε τονίσει από τις στήλες αυτές ότι η συμμετοχή της χώρας μας στην αποφασιστική για την πορεία της ανθρωπότητας νέα βιομηχανική επανάσταση, που συντελείται κάτω από τα απαθή, αμέριμνα και αλλού ίσως στραμμένα βλέμματα της ελληνικής «ηγετικής τάξης», είναι σχεδόν χαμένη.
Και αυτό, για δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος ανάγεται σε ορισμένες κοινές και αποδεδειγμένες από την Ιστορία παραδοχές, που λένε ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί επιτυχώς καμμία επανάσταση αν δεν προϋπάρξουν της επαναστατικής διαδικασίας οι απαραίτητες και βέλτιστες πνευματικές (πριν απ’ όλα) και υλικές στην συνέχεια προϋποθέσεις. Η δεύτερη παραδοχή πηγάζει και αυτή από την ιστορική εμπειρία και μάς δείχνει ότι η συμμετοχή σε πρωτόγνωρες παραγωγικές διαδικασίες και κοινωνικές μεταβολές απαιτεί και τις καλύτερες, για τον σκοπό αυτόν, διαρθρωτικές συνθήκες –γνωστές στην μαρξιστική διάλεκτο με τον όρο υποδομή.
Δυστυχώς, όμως, στην χώρα μας, ενώ παρατηρείται αρκετή φλυαρία γύρω από τις τεχνολογίες του μέλλοντος (οι οποίες για τον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο αποτελούν παρόν), οι εκδηλώσεις που θα αποτελούσαν ένα είδος διανοητικής κινητοποίησης προς την κατεύθυνση αυτή είναι ανύπαρκτες. Αντίθετα, από τα τηλεοπτικά κανάλια και τα ραδιόφωνα είναι διάχυτη η προσπάθεια αποκοίμησης της κοινής γνώμης με εκπομπές που αφορούν το … παρελθόν και με σχόλια για τις «ρίζες» και άλλα παρόμοια.
Επιχειρείται δε να πεισθεί ο Νεοέλληνας ότι το μέλλον του βρίσκεται… κάπου στην δεκαετία τού 1950, ή ακόμα καλύτερα γύρω στο 1840! Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις, τα μαζικά Μέσα κρατικής επικοινωνίας, για λόγους που θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε σε άλλη ευκαιρία, καλλιεργούν στο κοινό έναν έντονο κακομοιρισμό, ο πατερναλιστικός και αποχαυνωτικός χαρακτήρας του οποίου κάθε άλλο παρά την αίσθηση της δημιουργίας και της τεχνολογίας δίνει στους αποδέκτες του.
Πέρα όμως από αυτό το γενικό ψυχολογικό πλαίσιο που είναι πραγματικά αντίθετο με τα σύγχρονα ρεύματα και τις εξελίξεις και την συμμετοχή της χώρας στα τεκταινόμενα, ανύπαρκτη είναι στην Ελλάδα και η στοιχειώδης υποδομή για όσους θα ήθελαν να ακολουθήσουν τις παραγωγικές επιταγές που συνεπάγονται οι νέες τεχνολογίες και οι πρακτικές εφαρμογές τους. Έτσι, τρεις είναι οι παράγοντες που παρεμποδίζουν –λόγω ανεπάρκειας– κάθε εκσυγχρονιστική και προοδευτική πρωτοβουλία.
Η πρώτη ανεπάρκεια εντοπίζεται, όπως μάς έχουν επισημάνει πολλοί Έλληνες και ξένοι ειδικοί, στην λειτουργία και τις δυνατότητες του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, ο οποίος αδυνατεί να στηρίξει τόσο τις τηλεφωνικές ανάγκες όσο και τις μηχανογραφικές και άλλες τεχνολογικές απαιτήσεις που θα μπορούσε να έχει μία ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση. [σ.σ. Ευτυχώς, στην δεκαετία του 2000, παρά την λυσσώδη αντίσταση των ανθρώπων της διαπλοκής και της ρεμούλας, δηλαδή αυτών που μάς έφεραν στο σημερινό χάλι, ο ΟΤΕ μπόρεσε τελικά να ιδιωτικοποιηθεί και να σωθεί. Σήμερα δε, προσφέρει πολύτιμες προστιθέμενες αξίες στην οικονομία, από τις οποίες σώζονται και οι κάφροι που κάποτε σαμπόταραν την εξυγίανσή του.
Ο δεύτερος παράγοντας, που κατά την γνώμη μας είναι και ο πιο σημαντικός, καταγράφεται στο επίπεδο του έμψυχου υλικού. Η Ελλάδα, πέρα από το ότι περνάει μία καίρια για την οικονομική και κοινωνική της ιστορία αποστελέχωση, αντιμετωπίζει και σοβαρότατα προβλήματα ειδικευμένου προσωπικού σε τομείς όπως η ανάλυση προγραμμάτων κομπιούτερ και η επιμέρους τεχνική τους επεξεργασία. Επίσης, στον τομέα αυτόν ασήμαντη είναι και η σχετική με την ανάπτυξή του εκπαιδευτική υποδομή, ενώ στο επίπεδο της συνεργασίας επιχειρήσεων και πανεπιστημίου –που αποτελεί τρέχουσα τακτική σε όλες τις δυτικές χώρες– η κατάσταση θυμίζει αυτό που η λαϊκή θυμοσοφία αποκαλεί «ιστορίες για αγρίους». Εμποτισμένο από παρακμιακές και εκχυδαϊσμένες ιδεολογίες, το ελληνικό πανεπιστήμιο, όπως θα έλεγε και ο Γάλλος σοσιαλιστής υπουργός Παιδείας κ. Σεβενεμάν, έχει εξελιχθεί σε βιομηχανία παραγωγής «τούβλων», τα οποία έχουν περισσότερη σχέση με τα πράγματα παρά με τα ανθρώπινα όντα.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, λοιπόν, η πανεπιστημιακή παιδεία όχι μόνον δεν συνεργάζεται μα αυτά τα παραγωγικά κύτταρα της οικονομίας, όπως είναι οι επιχειρήσεις, αλλά «παράγει» άτομα που είναι εχθρικά τόσο προς αυτές, όσο και προς τον γενικότερο παραγωγικό περίγυρο. Αν θεωρήσουμε λοιπόν, ως υποστήριξε ο Καρλ Μαρξ, ότι η πνευματική υποδομή είναι αυτή που διαμορφώνει τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις εξέλιξης της υλικής και παραγωγικής υποδομής, τότε μπορούμε να πούμε, χωρίς κανέναν κίνδυνο να γελαστούμε, ότι το στοίχημα του τεχνολογικού μέλλοντος της χώρας μας έχει χαθεί.
Τέλος, μία τρίτη ανεπάρκεια που παρεμποδίζει την ανάπτυξη της πληροφορικής στην Ελλάδα είναι η παντελής έλλειψη ενός στοιχειώδους νομοθετικού πλαισίου, μέσα στο οποίο θα ήταν δυνατή η ανάπτυξη ορισμένων πρωτοβουλιών σχετικών με την είσοδο και εγκατάσταση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην καθημερινή μας ζωή.
Απ’ ό,τι γνωρίζουμε, οι μόνες νομοθετικές ρυθμίσεις που υπάρχουν στην χώρα μας στον τομέα που εξετάζουμε αφορούν τον έλεγχο και την αστυνόμευση της εγκατάστασης ατομικών κομπιούτερ –γεγονός το οποίο, όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε πρόσφατα στο περιοδικό Κομπιούτερ για Όλους ο κ. Ν. Τζωρτζόπουλος, νομικός σύμβουλος του κράτους, σημαίνει και τον θάνατο της πληροφορικής στην Ελλάδα.
Κάτι τέτοιο, όμως, από ιστορικής πλευράς συνεπάγεται και τον καταποντισμό της χώρας στο άμεσο μέλλον μια και, ανίκανη να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, θα βυθίζεται στο παλαιό που φοβάται το καινούργιο και θα μιλάει μία αυστηρά τυποποιημένη γλώσσα παρακμής και ζόφου.
Μπροστά λοιπόν σε μία τόσο αβέβαιη κατάσταση, οι ευθύνες των ηγετικών ομάδων της χώρας μας είναι πολύ μεγάλες και ίσως να βαραίνουν αφάνταστα σε ισχνούς ώμους που μόνον με αναχρονισμούς και αυθάδη ημιμάθεια μπόρεσαν να επιβιώσουν.