του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το 1990 είναι μία κομβική χρονιά, όχι μόνον για την Ελλάδα αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη έχουν καταρρεύσει, η Κίνα παλεύει να κρατήσει κομμουνιστικό καθεστώς με σχετικά ελεύθερη οικονομία, η Ευρώπη προβληματίζεται με την πιθανή επανένωση των δύο Γερμανιών, η Αμερική είναι πανίσχυρη αλλά υπερχρεωμένη, τα Βαλκάνια σιγοβράζουν και η Σοβιετική Ένωση έχει ήδη μπει στον δρόμο της κατάρρευσής της.
Την ίδια περίοδο, σε μία πτωχευμένη ουσιαστικά Ελλάδα, η υπό τον Ξεν. Ζολώτα οικουμενική κυβέρνηση προετοιμάζει τις εκλογές του Απριλίου 1990 και, χάρη σε ένα έκτακτο δάνειο 300 εκατ. δολλαρίων με κοινοτική εγγύηση, έχει καταφέρει να πληρώσει μισθούς και συντάξεις σε έναν διαλυμένο δημόσιο τομέα.
Επίσης, στην διάρκεια της οκταετίας 1981-1989 η Ελλάδα έχει μπει στο περιθώριο της ευρωπαϊκής και ατλαντικής Δύσης, έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις της προς την τότε ΕΟΚ και, παρά το σταθεροποιητικό δάνειο που τής χορήγησε η Ευρώπη, αδυνατεί να τιθασσεύσει τον κρατισμό και τις καταχρήσεις του.
Στο πλαίσιο αυτό, δύο μεγάλες χώρες της υπό εκκόλαψη τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέποντας ότι η Ευρώπη θα εισέλθει στην δίνη ανακατατάξεων και με δεδομένο ότι η Ελλάδα στην διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου δεν τηρούσε σχεδόν κανέναν από τους κοινοτικούς κανόνες, έθεταν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κρίσιμο ερώτημα αν υπό παρόμοιες συνθήκες μία χώρα μέλος μπορούσε να παραμείνει στους κόλπους της ΕΟΚ –η οποία, από το 1992 και μετά, με την ενιαία πράξη, εκαλείτο να αλλάξει ριζικά.
Το παραπάνω ερώτημα έφερνε στην δημοσιότητα ο υπογράφων, στον Οικονομικό Ταχυδρόμο της 15ης Φεβρουαρίου 1990, προκαλώντας χείμαρρο ύβρεων και γνωστών αναθεμάτων. Υπό τον τίτλο Ζητείται Τρόπος Αποπομπής της Ελλάδας από την Κοινότητα, έγραφα:
Κάποτε θα συνέβαινε και αυτό. Θα ζητείτο δηλαδή από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα η απομάκρυνση της Ελλάδας από την κοινοτική δημοκρατική οικογένεια. Σήμερα η εξέλιξη αυτή αποτελεί γεγονός, με επιπτώσεις και προεκτάσεις που ούτε τολμάμε να διανοηθούμε.
Σύμφωνα με απολύτως έγκυρες πληροφορίες μας, δύο χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με εμπιστευτικό υπόμνημά τους προς ορισμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρίνουν ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ την ελληνική παρουσία και στάση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ζητούν να μάθουν αν υπάρχουν τρόποι αποκλεισμού της χώρας μας από την Κοινότητα.
Η μία από τις χώρες αυτές, που είναι μεγάλη και πρωτοστάτησε στο να μπούμε στην ΕΟΚ, τονίζει ότι η Συνθήκη της Ρώμης πρέπει να αναθεωρηθεί μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη και να γίνει εύκαμπτη πάνω στις περιπτώσεις νέων εντάξεων ευρωπαϊκών χωρών στην Κοινότητα και αποκλεισμού άλλων, που περιφρονούν και χλευάζουν το κοινοτικό κεκτημένο και το πνεύμα του.
Και η μόνη χώρα που επιδεικνύει τέτοια συμπεριφορά είναι η Ελλάδα των γελοίων συντεχνιών, των ανόητων γραφειοκρατών, των τυφλών πολιτικών και των στυγνών δολοφόνων-τρομοκρατών.
Αυτή η Ελλάδα της κακογουστιάς και της χυδαιοποίησης προκαλεί πλέον απώθηση και οργή και τα συναισθήματα αυτά πολύ γρήγορα θα πλήξουν καίρια την οικονομία και βέβαια την ανάπτυξη της χώρας, που παραπαίει πλέον για καλά.
Όσον αφορά τα παραπάνω υπομνήματα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελούν επιβεβαιωτική απάντηση στην “αιτιολογημένη γνώμη” της ΕΟΚ για την Ελλάδα που ο ΟΤ δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα.
Το σημαντικό όμως στοιχείο του ενός από τα δύο υπομνήματα είναι ότι επισημαίνει την ανάγκη η ΕΟΚ να πλησιάσει χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία και να αποκλείσει από τους κόλπους της την Ελλάδα. Μία Ελλάδα που κρίνεται από κάθε άποψη απαράδεκτη, δύσκαμπτη και απομακρυσμένη από το κοινοτικό γράμμα και πνεύμα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και την έκθεση που συνέταξε για λογαριασμό του βελγικού επενδυτικού ομίλου Κρεντιφίνα ο οικονομολόγος κ. Φρανς βαν ντερ Μουρ, σχετικά με το οικονομικό και επενδυτικό κλίμα.
Η έκθεση, αφού επισημαίνει την απαρχαιωμένη και κακότεχνη υποδομή της χώρας μας, υπογραμμίζει τις υπερβάσεις του συντεχνιακού συνδικαλισμού και καταλήγει στα απερίγραπτα χάλια της δημόσιας διοίκησης και της μόνιμης έφεσής της προς την συναλλαγή.
Επίσης, στην έκθεση επισημαίνεται η μόλυνση της Αθήνας, το φοβερό σε ασχήμια οδικό μας δίκτυο και τονίζεται η μεσοπρόθεσμη κατάρρευση της οικονομίας μας. Υπό αυτές τις συνθήκες, το μέλλον της χώρας μας, που κυλάει προς τον άλλο καταρρέοντα ολοκληρωτισμό, προδιαγράφεται ζοφερό και τονίζεται ότι η Ελλάδα σήμερα αποτελεί οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική παραφωνία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Παράλληλα, όπως μάς δήλωσαν ανώτατοι κοινοτικοί παράγοντες στις Βρυξέλλες, με αφορμή την “αιτιολογημένη γνώμη” που δημοσίευσε ο ΟΤ στο προηγούμενο φύλλο του, “η περιφρόνηση της Ελλάδας απέναντι στους κοινοτικούς θεσμούς και η συνειδητή από μέρους της παράβαση ουσιαστικών κοινοτικών κανόνων, δεν θα έχει αίσιον τέλος…”.
Η παρατήρηση αυτή είναι κατά την γνώμη μας ιδιαίτερα σοβαρή και υποδηλώνει ότι στο εξής οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα μπορούσαν να πάρουν ιδιαίτερα δυσάρεστη τροπή. Όσο για την νύφη, θα την πληρώνουν οι υγιείς επιχειρήσεις, οι προοδευτικοί Έλληνες και οι δημοκρατικοί θεσμοί».
Το παραπάνω άρθρο-βόμβα τότε, προλόγιζε εκτάκτως και για ευνόητους λόγους ο διευθυντής του ΟΤ Γιάννης Μαρίνος, γράφοντας:
Το ρεπορτάζ του κ. Α. Παπανδρόπουλου που ακολουθεί περιέχει πληροφορίες που δεν είναι υπερβολή να θεωρηθούν βόμβα στις σχέσεις της ΕΟΚ με την Ελλάδα και στην θέση της τελευταίας με την Ενωμένη Ευρώπη.
Μολονότι οι πηγές πληροφόρησης του συνεργάτη μας, τις οποίες μάς αποκάλυψε, είναι επαρκώς έγκυρες, εμείς θα προτιμήσουμε να διατηρήσουμε κάποιες ψυχολογικές μάλλον επιφυλάξεις, με την ελπίδα ότι πρόκειται για παρερμηνεία ή έστω και προθέσεις κάποιων κύκλων που μπορεί να είναι πραγματικές αλλά δεν μπορούν να αποδειχθούν και –γενικής– απήχησης και συνεπώς αποτελεσματικότητας.
Πάντως, κρίνουμε ότι οφείλουμε να τις φέρουμε στην δημοσιότητα για τον πρόσθετο λόγο ότι το γενικότερο κοινοτικό κλίμα στην Ελλάδα είναι από ψυχρό έως έντονα αρνητικό (γράφαμε σχετικά στο προηγούμενο φύλλο εκτενώς), διότι τα πάντα πλέον συζητούνται και διότι σε πρόσφατο φύλλο των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, όπου προβλέπεται πώς θα έχει διαμορφωθεί ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης μετά το 2000, η χώρα μας δεν εμφανίζεται πλέον ως μέλος της ΕΟΚ αλλά κάποιας Βαλκανικής Ένωσης.
Άρα, υπάρχει θέμα. Όπως άλλωστε είναι απόλυτα βέβαιο ότι στα πλαίσια της ΕΟΚ συζητείται αυτές τις μέρες ο περιορισμός των κονδυλίων που διατίθενται προς τις χώρες του Νότου της Κοινότητας, και ιδίως την Ελλάδα, προκειμένου να αποδεσμευθούν πόροι και να διοχετευθούν προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που απολάκτισαν τις δικτατορίες του υπαρκτού σοσιαλισμού και προσπαθούν να ενταχθούν στο σύστημα των δημοκρατικών κοινωνιών και της οικονομίας της αγοράς.
Πάντως και το αναμφίβολο αυτό γεγονός πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, δεν συγκίνησε κανένα από τα πολιτικά μας κόμματα, δεν ανησύχησε την κυβέρνηση με τα ούτως ή άλλως άδεια ταμεία, που εν τούτοις μοιράζουν αφειδώς παροχές πρωτοφανείς και για τις πιο ευημερούσες χώρες του κόσμου, και φυσικά όταν έλθει η στιγμή του κλεισίματος των ταμείων της ΕΟΚ θα αρχίσουν πάλι οι άναρθρες κραυγές και οι ύβρεις κατά των ξένων κέντρων αποφάσεων, στις οποίες εν τούτοις μετέχουμε, κοιμώμενοι προφανώς».
Κατά τα λοιπά, κάποιοι μπουφόνοι της πολιτικής και όχι μόνον αναζητούν «τοκογλύφους» για να δικαιολογήσουν το ναυάγιο της χώρας –το οποίο ίσως είναι το μοναδικό παγκοσμίως που είχε προαναγγελθεί.