Θα φανεί παράξενο να προτείνεις σε κάποιους να διαβάσουν Πουλαντζά και Αλτουσέρ σήμερα.
Αν το κάνουν όμως θα βρούν κάπου στα έργα τους μια μείζονα διαπίστωση: εμφανώς διαχωρίζεται στην ανάλυση τους το κρατικοδίατο μονοπωλιακό κομμάτι της οικονομίας απο το κράτος-καπιταλιστή.
Γιατί το αναφέρω αυτό.
Πολύ απλά διότι σε εποχές υπερσυσσώρευσης και μονοπωλίων όπως η σημερινή (για όποιους την μελετούν σε βάθος και το αντιλαμβάνονται) οι αναλύσεις για το πώς θα μπούμε σε βιώσιμη ανάπτυξη μοιάζουν αστείες και τετριμμένες, σχεδόν συστημικές, προσαρμοσμένες στα συμβατικά αστικά οικονομικά.
Ας αντιληφθούμε ότι στα ιδεοληπτικά άκρα δεν γίνεται κατανοητός, δεν χωνεύεται, ένας κανόνας της πολιτικής οικονομίας: δεν είναι κακό πράγμα η Αγορά όταν έχει κανόνες, ούτε δαίμονας το Κράτος οταν εποπτεύει σωστά την Αγορά και φροντίζει για την δίκαιη αναδιανομή του πλούτου.
Ο πολίτης που συμμετέχει στην Αγορά και ανέχεται το Κράτος είναι ταυτόχρονα παραγωγός-καταναλωτής-φορολογούμενος.
Η αγοραστική του δύναμη ρυθμίζει τις συναλλακτικές ισορροπίες των καθημερινών ισοζυγίων και λογαριασμών του. Και έτσι διαμορφώνονται φυσικά και οι Εθνικοί Λογαριασμοί.
Πώς το αντιλαμβανόμαστε αυτό στην Ελλάδα; Κλείσαμε την τρύπα του Δημοσίου και ανοίξαμε τρύπες στα σπίτια και στις δουλειές μας, πολύ απλά.
Στην συμπεριφορική ανάλυση των οικονομικών διαστρωματώσεων ‘παλεύουμε’ με την ανικανότητα να εξηγήσουμε τόσο την εξισωτική λογική της καταναλωτικής συνήθειας του χαμηλόμισθου με τον μεγαλοεισοδηματία όσο και την εξομοιωτική κουλτούρα συναλλαγών του εργαζόμενου και του μεγαλοεπιχειρηματία.
Όλα χάνονται κάτω από τις καλυμμένες κοινωνικές ανισότητες,τις μασκαρεμένες ταξικές διαφορές που διευρύνονται αθόρυβα και εξαπλώνονται ‘μεταστατικά’ στις κοινωνίες.
Δεν μπορεί πλέον καμία πολιτική να προτάξει την ελπίδα αν πρώτα δεν αφαιρέσει μεγάλο μέρος των επιθυμιών και των τεχνητών αναγκών που η καντιανή προστακτική της διαφήμισης στο σύστημα εγκαθιστά στον ψυχισμό των υποκειμένων.
Η αλήθεια βρίσκεται στο πώς οι μάζες θα περιορίσουν τα θέλω τους χωρίς να περιορίσουν την κατανάλωση που συντηρεί το σύστημα. Τα δε συστημικά ερωτήματα θα συνεχίζονται και είναι εύκολο να τα απωθούμε: θέλουμε το Κράτος να παίζει τον κρυφό ατζέντη του ιδιωτικών συμφερόντων μέσω της επιχειρηματικής του δράσης;
Θέλουμε τον μικροπαρασιστισμό και τις συντεχνίες να μολύνουν το σύνολο;
Μην ξεγελιόμαστε: το σύστημα δεν καταρρέει αφού η χρονικότητα και η χωρικότητα του καπιταλισμού και τα διερυνόμενα εσωτερικά του όρια θα θρέφονται και από το μακρύ χέρι του Κράτους και κυρίως από τα δάχτυλα κρατικοδίατων μεσαζόντων σε μικρό και μεγάλο βαθμό.
Και πάμε στις περίφημες ‘αγορές’ που μπορούν να απορρυθμίζουν την κοινωνία επειδή μπήκαν πλέον εντός της (κοινωνικοποίηση ιδιωτικών ζημιών και μετακύλιση κόστους στους πολίτες). Η δε κοινωνία δεν μπορεί να ρυθμίσει τις αγορές, πολύ απλά αν και αυτή δεν ‘εισβάλλει’ μέσα τους.
Ας ασχοληθούν λοιπόν οι κυβερνήσεις με την ρύθμιση των αγορών, και κυρίως ας αρχίσουμε να τις ΄ρυθμίζουμε’ εμείς ως δρώντες της αφού όλοι μετέχουμε στην αέναη κυκλοφορία του άυλου εμπορεύματος που εξάγεται από αυτές: φόβος.
Οι κυβερνήσεις επιτέλους πρέπει να ασχοληθούν με την αποτελεσματική παρέμβαση στους μηχανισμούς των κερδοσκοπικών αγορών. Τα spreads κοστίζουν ενίοτε και ζωές. Στην Ελλάδα το ζήσαμε και αυτό.