Δεν δημοσιοποιείται από τα κόμματα ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός της πορείας της ελληνικής κοινωνίας προς το μέλλον, ο οποίος υπερβαίνει την καλλιέργεια αυταπατών στους πολίτες και «θέτει επί τάπητος» τις πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες με στόχο την ριζική αντιμετώπιση τους, ώστε να εκσυγχρονισθεί η χώρα και να συνδεθεί με την δυναμική της εξέλιξης στην ψηφιακή εποχή.
Φαίνεται, ότι βασικό συνθετικό στοιχείο της δραστηριοποίησης του πολιτικού συστήματος είναι η ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας και όχι η ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.
Γι’ αυτό επιδιώκεται από όλες τις πλευρές, κυβερνητική και αντιπολιτευτική, η διαμόρφωση πολωτικού κλίματος και η ενεργοποίηση στους πολίτες του συναισθήματος ως εργαλείου για την διαμόρφωση πολιτικής στάσης.
Η προσέγγιση της πραγματικότητας αλλά και του εκφερόμενου πολιτικού λόγου με τον ορθολογισμό θα αποκάλυπτε αυτόματα το χαμηλό πολιτικό βαρομετρικό στην αντιπαράθεση των κομμάτων.
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι θέσεις των πολιτικών σχηματισμών και των πολιτικών προσώπων είναι γενικόλογες, ιδεοληπτικού και ηθικολογικού χαρακτήρα, ενώ οι τοποθετήσεις στοχεύουν στην δημιουργία αρνητικού κλίματος σε σχέση με τις ικανότητες και τις επιδιώξεις των αντιπάλων.
Είναι εμφανές, ότι οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως «ενεργούμενα» και η κοινωνία ως μάζα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της δημοκρατίας και της έκφρασης του κοινωνικού συμφέροντος στο πολιτικό επίπεδο.
Αυτές οι συνθήκες επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο από την αδυναμία των πολιτών να αναλύσουν και να κατανοήσουν επαρκώς την σύνθετη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, διότι ούτε τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία διαθέτουν ούτε και τον απαιτούμενο χρόνο, ενώ παράλληλα η ενημέρωση τους είναι ανεπαρκής και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Με αυτά τα δεδομένα είναι εύκολα ερμηνεύσιμο το πολύ χαμηλό επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία συμβάλλει στην απόκρυψη της πολιτικής ανεπάρκειας με την δημιουργία πολωτικού κλίματος και την κυριαρχία του διχαστικού λόγου.
Έχει πολύ ενδιαφέρον η σταχυολόγηση τοποθετήσεων πολιτικών προσώπων, τα οποία ανήκουν στην αξιωματική αντιπολίτευση. «Ο Αλέξης Τσίπρας διχάζει τους Έλληνες. Η Νέα Δημοκρατία είναι εδώ για να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο διαλόγου στη χώρα» επισημαίνει ο πρόεδρος της.
Συνεχίζοντας όμως αποκαλύπτει το «υψηλό επίπεδο διαλόγου» με την έκφραση της εκτίμησης, ότι «ο θλιβερός αυτός θίασος, που ονομάζεται κυβέρνηση, απαρτίζεται από επαγγελματίες ψεύτες και μεγαλομανείς λαϊκιστές».
Και καταλήγει «Έχουμε να κάνουμε με μια λούμπεν Αριστερά των καφενείων και του φραπέ και όχι των αγώνων».
Η απαξίωση της πολιτικής στο όνομα της διεκδίκησης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας σε «όλο της το μεγαλείο». Αν ο πολιτικός λόγος του προέδρου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει τέτοια χαρακτηριστικά, η τοποθέτηση του αντιπροέδρου αυτού του κόμματος κ. Αδ. Γεωργιάδη, ότι «θα τους γδάρω, δεν θα μου γλυτώσει κανένας από αυτούς, ο Τσίπρας πρώτος από όλους.
Ο άθλιος και αχρείος, αυτός που το έστησε», είναι ερμηνεύσιμη.
Η κορύφωση του διχαστικού και πολύ επικίνδυνου «πολιτικού λόγου» είναι η τοποθέτηση του κ. Γ. Κασαπίδη. «Ό,τι διεκδικούσαν οι Σλάβοι γείτονες μας εδώ και δεκαετίες με κάθε αθέμιτο και σκοτεινό τρόπο, τους το χαρίζετε με αυτή την συμφωνία (στις Πρέσπες με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), κύριε Τσίπρα και κύριε Κοτζιά. Είναι εσχάτη προδοσία» (Δάσκαλε που …δίχαζες, Εφημερίδα των Συντακτών online, 2.9.2018).
Μετά από όλα αυτά είναι πολύ φυσιολογική η δήλωση της εκπροσώπου τύπου της Ν.Δ., ότι «ο πραγματικός ανασχηματισμός θα είναι οι εκλογές» (28.8.2018).
Βέβαια ακόμη δεν έχει κοινοποιηθεί ένας ολοκληρωμένος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός της πορείας της χώρας στο μέλλον πέρα από τις προσωπικές ηθικολογικού χαρακτήρα δεσμεύσεις του προέδρου αυτού του κόμματος.
Μόνο που η πολιτική λειτουργία αυτής της ποιότητας παραπέμπει στο παρελθόν και τους διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας, οι οποίοι οδήγησαν την χώρα στην πολυδιάστατη κρίση.
Στην αντίπερα όχθη η κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την συνέχιση της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας επενδύοντας από το ένα μέρος στην κοινωνική διάσταση της πολιτικής, που γνωστοποιεί, ότι θα εφαρμόσει στο μέλλον μετά την έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς συγκεκριμενοποίηση και μελέτη βιωσιμότητας και από το άλλο στην προσπάθεια διεύρυνσης της επιρροής του τόσο προς τον κεντροαριστερό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όσο και προς την λαϊκή δεξιά.
Σε αυτή την προσπάθεια βέβαια «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου», εάν επανέλθει στην διακυβέρνηση της χώρας η ακροδεξιά και γενικά ο συντηρητισμός, που οδήγησαν στην πολυδιάστατη κρίση.
Έχουν ενδιαφέρον οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Γιάννη Δραγασάκη και του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής κ. Νίκου Παππά στην Εφημερίδα των Συντακτών (28.8.2018).
Ο πρώτος επισημαίνει «Η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια σε ένα διεθνές περιβάλλον εντεινόμενης αβεβαιότητας.
Η πρόκληση δεν αφορά μόνο εμάς, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη» και συνεχίζει «Το τέλος των μνημονίων λοιπόν και μια αφετηρία για μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία, για μια προοδευτική συστράτευση για να κλείσουμε το δρόμο στην ακροδεξιά και την συντηρητική παλινόρθωση, για τις αναγκαίες μεγάλες αλλαγές σε Ελλάδα και Ευρώπη».
Ο δεύτερος δηλώνει «Η κοινωνία έχει ανάγκη συνέχισης και διεύρυνσης των αναδιανεμητικών πολιτικών στην οικονομία. Κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, καθολική πρόσβαση στην υγεία, συλλογικές διαπραγματεύσεις, αύξηση μισθών, κοινωνικό μέρισμα. Η κοινωνία έχει ανάγκη από την συνέχιση και εμβάθυνση των μεγάλων προοδευτικών τομών στην λειτουργία της δημοκρατίας. Ρύθμιση στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, ασταμάτητη μάχη ενάντια στη διαπλοκή και την διαφθορά, συνταγματική αναθεώρηση».
Φαίνεται, ότι ο γενικόλογος και ιδεοληπτικός λόγος είναι δύσκολο να καταπολεμηθεί και ταυτοχρόνως η πολιτική να κινείται σε ρεαλιστικό πλαίσιο.
Κατ’ αρχήν σε ποιό κεντροαριστερό χώρο γίνεται αναφορά, όταν ως πολιτικός χώρος είναι σε αναζήτηση ταυτότητας και ως κοινωνικός στην πλειοψηφία του δεν εμπιστεύεται τα κόμματα, διότι υπάρχει μεγάλη αναντιστοιχία και απόσταση μεταξύ της κοινωνικής και της πολιτικής πραγματικότητας.
Οι πολίτες συνεχώς βιώνουν διαψεύσεις, διότι ο πολιτικός πραγματισμός στο επίπεδο της εφαρμοζόμενης πολιτικής δεν συμπορεύεται με τις ιδεοληπτικού χαρακτήρα αυταπάτες, που καλλιεργούνται σε σχέση με το μέλλον.
Το «άνοιγμα» προς την κεντροαριστερά μοιάζει περισσότερο με κίνηση τακτικισμού με στόχο το εκλογικό όφελος.
Επίσης για ποια αναδιανεμητική πολιτική στην οικονομία γίνεται λόγος, όταν δεν κατατίθεται ολοκληρωμένη, μακροπρόθεσμη και κοστολογημένη πρόταση, η οποία θα μπορεί να γίνει νοητικά και όχι με το συναίσθημα αντιληπτή από τους απλούς πολίτες, ενώ δεν εξετάζεται το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης ως προς την λειτουργικότητα του σε σχέση με την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών (εργασία, υγεία, εκπαίδευση κ.λ.π.), ούτε και λαμβάνεται υπόψη η ευρωπαϊκή διάσταση της πραγματικότητας.
Ακόμη πιο επικίνδυνες γίνονται αυτές οι επαγγελίες για το μέλλον, όταν δεν συνυπολογίζονται οι επιπτώσεις της μαζικής αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης σε όλα τα κοινωνικά συστήματα (εργασιακό, υγείας, ασφαλιστικό κ.λ.π.) σε βάθος χρόνου και της γήρανσης των κοινωνιών σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια των πόρων του ασφαλιστικού συστήματος.
Δεν συμβάλλει στην προώθηση της κοινωνικής πολιτικής η μη περικοπή των συντάξεων, εάν δεν διασφαλίζεται ταυτοχρόνως η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Τα προβλήματα, που συνεπάγεται η είσοδος σε συνθήκες μεγάλης ρευστότητας και αβεβαιότητας στο μέλλον, είναι πολύ περισσότερα. Δυστυχώς τα ελληνικά κόμματα δεν μπορούν ακόμη να ανταποκριθούν στις προκλήσεις και απαιτήσεις του μέλλοντος.
Ιδιαιτέρως το πολιτικό προσωπικό πρέπει να απαλλαγεί από την λογική της ταύτισης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας με την διακυβέρνηση. Εάν δεν το πράξει σύντομα, η πραγματικότητα θα γίνει πολύ ζοφερή και μη ελεγχόμενη στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών.
Η χειραγώγηση των πολιτών στις μαζοποιημένες κοινωνίες έχει όρια, διότι δεν υπάρχουν κοινωνικές αξίες, οι οποίες λειτουργούν συνεκτικά και επιτρέπουν στην κοινωνία να λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο.
Γι’ αυτό και οι κοινωνικές αντιδράσεις σε συνθήκες κρίσης και μεγάλης ρευστότητας θα είναι ασύμμετρες και πολύ επικίνδυνες για το μέλλον της χώρας. Επιπροσθέτως αρνητικά λειτουργεί και η κατάσταση στο γεωπολιτικό πεδίο.
Επίσης οι δεσμεύσεις πολιτικών προσώπων για την πραγμάτωση φαντασιακών υποσχέσεων, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα πολιτικά πρόσωπα και ιδιαιτέρως οι ηγεσίες των κομμάτων, δείχνουν ανεπάρκεια και σε μεγάλο βαθμό ανευθυνότητα, όταν δεν στηρίζονται στις πραγματικές δυνατότητες των κοινωνικών συστημάτων, αλλά στη διοχέτευση αυταπατών στους πολίτες.
Ταυτοχρόνως υποσκάπτουν την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και συρρικνώνουν την κοινωνική του αποδοχή και νομιμοποίηση σε βάθος χρόνου.